Εχουν αγωνία να μην τους δει η αστυνομία μέχρι να καταφέρουν να φτάσουν στην Καβάλα και να χωθούν στα ψαροκάικα. Εκεί θα έχουν ένα πιάτο φαγητό και θα βάζουν στην άκρη ό,τι τους δίνει το αφεντικό. Περίμεναν με αγωνία να βγούνε στη στεριά για να δουν αν ήταν αλήθεια όλα αυτά που τους είχαν πει οι συμπατριώτες τους στο δουλεμπορικό της Βαγδάτης.
Την ίδια ώρα ένας άλλος μετανάστης τρέχει μέσα στην υγρή ατμόσφαιρα του Εβρου ποταμού. Τρέχει ανάμεσα στα χόρτα χωρίς να βλέπει πού πατάει. Εχει λαχανιάσει, ακούει μόνο την ανάσα του. Πίσω του στο βάθος τα φώτα της Ανδριανούπολης και μπροστά του τα φώτα της νέας του πατρίδας. Τρέχει. «Λίγο ακόμα» σκέφτεται. Δεν πρέπει να τον δουν ούτε Τούρκοι ούτε Ελληνες φαντάροι. Βλέπει μπροστά του σύρματα. «Εφτασα επιτέλους» σκέφτεται. Πηδάει τα σύρματα και μόλις πατάει κάτω, το σώμα του τινάζεται στον αέρα. Είναι νεκρός μέσα στο ναρκοπέδιο των συνόρων.
Οι άλλοι δύο από τους οκτώ ξεβράστηκαν από τη θάλασσα λίγες μέρες αργότερα στις ακτές του θρακικού πελάγους. Τον όγδοο τον μάζεψε με τα δίχτυα της μία μηχανότρατα. Οταν ο ψαράς προσπάθησε να τραβήξει το βάρος που είχε στα δίχτυα του αντίκρισε τον άντρα που κρατούσε στη χούφτα του ένα σακούλι με χώμα. Ο ψαράς άνοιξε την παλάμη του νεκρού και το χώμα χύθηκε ανάμεσα από τα δάχτυλά του στη θάλασσα. Ενα δάκρυ γλίστρησε από τα μάτια του και χάθηκε στις χαρακιές του ηλιοκαμένου προσώπου.