Τον χαρήκαμε με τη σκόνη και τον κάματο της νύχτας, που είχε. Της βλογημένης νύχτας του Αυγούστου, που η δροσιά της ποτίζει τις ρίζες των φυτών. Βλογημένος κι ο άνθρωπος, που βιώνει τη φύση.
Μ' αρέσει, είπε. Μ' αρέσει να 'μαι στον κάμπο. Να δένω το θερισμένο τριφύλλι, την τροφή των ζώων, που γεννούν, αρμέγονται και θρέφεται ο άνθρωπος. Μ' αρέσει η ευλογία της εργασίας. Με λυπεί, που δεν πληρώνεται. Κάτι δεν πάει καλά σε τούτο τον κόσμο. Δηλαδή; Ρώτησε ένας. Πολύ σκεβρωμένοι είμαστε κι ο χρόνος δεν είναι δικός μας.
Η σχέση μου με τη γη, συνέχισε, είναι ερωτική. Οπως η σχέση του άντρα και της γυναίκας. Γονιμοποίηση, καρπός και χαρά. Τα μαύρα αρχίζουν με την αγωνία για την τύχη της παραγωγής. Οπως ακριβώς με τα παιδιά, που δεν τ' αφήνουν να βαδίσουν.
Ρε, μπας και είσαι κρυπτοκομμουνιστής; ρώτησε ο διπλανός του. Δεν ξέρω, απάντησε. Σκεφτείτε. Εκεί που τελειώνει ο εργάσιμος χρόνος, αρχίζει η ελευθερία του ανθρώπου. Αρχίζει, δηλαδή, η βίωση της ομορφιάς.
Αναψε τσιγάρο. Κύκλο ο καπνός, δαχτυλίδι σωστό, που αρραβωνιάζεται την ώρα. Φανταστείτε, συνέχισε, να 'ναι οι ανάγκες καλυμμένες κι ο χρόνος δικός μας.
Νομίζω, είπε πάλι ο νέος άντρας, που έδενε τριφύλλι, πως η ουσία της ζωής είναι μάχη για την απελευθέρωση από τις ανάγκες. Αυτό μου το είπε ο φίλος μου ο κομμουνιστής. Φανταστείτε να μην κερδοσκοπούν σε βάρος της παραγωγής μας. Στοχαστείτε πως είμαστε αφέντες της γης που οργώνουμε, κι οι εργάτες της παραγωγής. Που σημαίνει, βδέλλες γιοκ.
Στην υγειά του ελεύθερου ανθρώπου, απόσωσε το λόγο του και μας κοίταξε με ήρεμη σιγουριά. Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια με την ίδια ευχή.