Κάποια στιγμή, ο μπαμπάς μου είπε στη μαμά μου, άντε φέρε κάτι να φάνε ή να πιούνε οι άνθρωποι. Τόση ώρα μιλάνε. Η μαμά μου του έριξε ένα βλέμμα, από αυτά που λένε ότι είναι άγρια και του είπε, πήγαινε εσύ.Ο μπαμπάς μου σηκώθηκε με νεύρα, κοίταξε και αυτός πιο άγρια τη μαμά μου και φώναξε από την κουζίνα, το ψυγείο είναι άδειο. Και πώς ήθελες να ήταν; Γεμάτο; Τόσες βδομάδες δεν έφερες ένα ευρώ στο σπίτι.
Αυτή τη φορά δεν είπε δυάρι. Μα, κανένας δε δουλεύει εδώ μέσα, είπε κάποιος που δεν τον ήξερα. Γιατί, εσύ δουλεύεις; ρώτησε κάποιος άλλος.
Στην ίδια δουλειά δεν είμαστε; Ναι, αλλά τώρα δε δουλεύουμε. Οπως δεν δουλεύεις κι εσύ; είπε στο κορίτσι η μαμά της κι εκείνο έβαλε τα κλάματα.Τι φταίω εγώ; είπε το κορίτσι, δεν ξέρω σε ποιον, αλλά κανένας δεν απάντησε. Ο μπαμπάς μου γύρισε από την κουζίνα μ' ένα μπουκάλι νερό της βρύσης και μερικά ποτήρια, και είπε, το μαγαζί προσφέρει αυτό που έχει. Πήγα κοντά στη γιαγιά μου, έβαλα το στόμα μου στο αφτί της, τα έκρυψα και τα δυο με το χέρι μου και τη ρώτησα, γιατί δε δουλεύουν.
Εγώ έκανα μια φορά απεργία. Με είχε μαλώσει η μαμά μου, κι εγώ δεν έτρωγα το φαγητό μου. Τι, θα μας κάνεις τώρα και απεργία πείνας; Εγώ πεινούσα, αλλά την απεργία θα την έκανα. Τους κοίταξα όλους γύρω μου. Κανένας δε δούλευε. Μόνο εγώ που πήρα ένα χαρτί και τα κραγιόνια και άρχισα να τους ζωγραφίζω. Μετά θα έγραφα ένα παραμύθι.