Τρίτη 27 Μάη 2003
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 48
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Το δουλεμπόριο

Για έβδομη φορά, τους τελευταίους πέντε μήνες που είχε μείνει άνεργος, στεκόταν στην «ουρά», αναζητώντας μια θέση εργασίας. Τις προηγούμενες φορές, οι εργοδότες, μπροστά στους οποίους παρουσιάστηκε, τον κοίταξαν καλά από πάνω μέχρι κάτω, τον «μέτρησαν», τον «ζύγισαν», τον ανέκριναν και, εντέλει, τον απέρριψαν. Δεν του είπαν βέβαια το «όχι» κατάμουτρα, αλλά του το έστειλαν εγγράφως μετά από λίγες μέρες στο σπίτι. «Σας γνωρίζουμε - έγραφαν - ότι η εταιρία μας δεν έκανε δεκτή την πρόσληψή σας». Ετσι ξερά, χωρίς δικαιολογία. Ο ίδιος, όμως, ήξερε το γιατί. Ηταν ήδη 52 χρόνων και όλα τα αφεντικά τον έβλεπαν πλέον σαν παλιάλογο. Ηταν επιπλέον και τα οικογενειακά επιδόματα, που έπρεπε να του δίνουν αν τον προσλάμβαναν. Να, γιατί τον απέρριπταν συνεχώς. Ηταν μεγάλος και ασύμφορος οικονομικά. Και οι εργοδότες, που θέλουν να βγάζουν κι από τη μύγα ξίγκι, δεν υπήρχε περίπτωση να καθίσουν να σκεφτούν ότι αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να ξαναβρεί δουλιά. Ας έκοβε το λαιμό του. Τι τους ένοιαζε αυτούς;

Στεκόταν στην «ουρά» και του ερχόταν να πέσει κάτω από την κούραση και την αγωνία του. Θα ήταν, άραγε, τυχερός αυτή τη φορά ή δε θα κέρδιζε τίποτε πάλι; Θα μπορούσε να προσληφθεί σε μια από τις τρεις θέσεις που προσέφερε η εταιρία; Θα μπορούσε από μεθαύριο να σηκώσει τα μανίκια του και να ξαναδουλέψει; Θα μπορούσε να απαλλαγεί από την κατάθλιψη που τον είχε ζώσει, μένοντας τόσο καιρόν άνεργος; Θα μπορούσε να πάψει να αισθάνεται σαν ένα «μηδενικό»;

Με όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του πέρασε, μετά από τρεις ώρες αναμονή, στο γραφείο του εργοδότη για την καθιερωμένη «συνέντευξη». «Πόσο ετών είσαστε;», «Πόσα παιδιά έχετε;», «Αν προσληφθείτε θα έχετε την απαίτηση να πληρώνεστε σύμφωνα με τη συλλογική σύμβαση ή θα δεχόσασταν μια μείωση των προβλεπομένων αποδοχών σας;».

Τις ίδιες ερωτήσεις προφανώς είχε υποβάλει το αφεντικό και στους άλλους φουκαράδες που είχε δεχτεί πριν από αυτόν. Ο κύριος έψαχνε σίγουρα να βρει θύματα. Εκμεταλλευόμενος την υψηλή ανεργία δεν ήθελε να προσλάβει προσωπικό, αλλά έψαχνε για είλωτες. Ανθρώπους που θα δούλευαν δέκα ώρες, που θα δέχονταν να εισπράττουν κολοβούς μισθούς και που δε θα απαιτούσαν ασφάλιση και άλλες τέτοιες «πολυτέλειες». Η κυβέρνηση, με τους αντεργατικούς «νόμους» που είχε ψηφίσει, είχε επιτρέψει στο κεφάλαιο να ξεζουμίζει τους εργαζόμενους πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν. Και ευκαιρίας δοθείσης οι μασκαράδες αφέντες οργίαζαν σε βάρος των ανέργων.

Η «συνέντευξη» είχε φτάσει πλέον στο τέλος. Ο εργοδότης είχε εξαντλήσει το ερωτηματολόγιό του και τώρα «μετρούσε» κι αυτός από πάνω μέχρι κάτω τον φουκαρά που είχε απέναντί του. Και ο άνεργος άνδρας, διαισθανόμενος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσει μία από τις τρεις προσφερόμενες θέσεις, καταλήφθηκε από ανείπωτη οργή. Ετσι πετάχτηκε ξαφνικά από την καρέκλα όπου καθόταν και όρμησε στον εργοδότη με ολάνοιχτο το στόμα του και κραυγάζοντας: «Τις μασέλες μου, μπαγαπόντη, ξέχασες να ελέγξεις! Πώς στο διάβολο θα αγοράσεις δούλο ή άλογο; Ετσι χωρίς να κοιτάξεις τα δόντια του;».

Επειτα έξαλλος όρμησε προς την έξοδο, βροντώντας πίσω του την πόρτα. Κι όταν εκεί, στα σκαλιά του κτιρίου, είδε τους ομοιοπαθείς του, που περίμεναν υπομονετικά στην «ουρά», φώναξε: «Σηκώστε, τετράποδά μου, τα πισινά σας και λακτίστε τους αφέντες και όσους μας κυβερνούν γιατί αλλιώς ζωή δεν έχουμε!» Οι άνεργοι τότε κοίταξαν τον οργισμένο άνδρα με μεγάλη απορία, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι εννοούσε. Θα καταλάβαιναν όμως σε λίγο, όταν θα περνούσαν μέσα για να αποφασίσει ο δουλέμπορος ή ο ...ζωέμπορος αν θα «αγόραζε» κάποιον από αυτούς κοψοχρονιά, όπως επιθυμούσε!


Τάσος ΑΥΓΕΡΙΝΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ