Το σκηνικό επαναλαμβανόταν συχνά - πυκνά. Χειμώνες καλοκαίρια, χρόνια τώρα. Τις πιότερες φορές, ο μαύρος γάτος έφευγε άπρακτος, πεινασμένος, με σημάδια από τσιμπήματα σε όλο του σώμα. Ενα σώμα πονεμένο, «οξειδωμένο». Η ηλικία και οι κακουχίες είχαν αρχίσει να αφήνουν τα σημάδια τους σε όλο του σώμα. Μονίμως ακροβατώντας στα κλαριά της ακακίας. Είχε γίνει η κρυψώνα του και το γειτονικό κοτέτσι είχε καταντήσει η μοναδική του διαφυγή. Ζωής και επιβίωσης. Ζούσε σαν το φάντασμα. Ενα φάντασμα μαύρο και άραχνο.
Είχε φτάσει στη χώρα του «τίποτα και του πουθενά» κολυμπώντας... Χρρρ. Πόσο σιχαινόταν το νερό! Ομως, το όνειρο της ελευθερίας που τον οδηγούσε τον έκανε «αδιάβροχο». Οταν πάτησε στεριά, νόμισε ότι τα κατάφερε. Ο κεραμιδί γάτος που τον παρέσυρε σ' αυτό το ταξίδι, μόλις έφτασαν εδώ, τον κορόιδεψε. Περιπλανήθηκε, σε αμπελώνες, βουνά και νησιά. Μόνος. Κυνηγημένος από τις προλήψεις για τις μαύρες γάτες. Πολλές φορές ονειρεύεται ότι ήταν γάτα Αγκύρας, που τον είδε κάποια οικογένεια και τον αγάπησε. Τον πήρε σπίτι της και εκείνος γουργουρίζει ευχαριστημένος, ζεστός και χορτασμένος στην αγκαλιά κάποιου.
Ομως, ήταν μαύρος, κατάμαυρος. Τι γρουσουζιά!
«...τον γάτο να τσακώσουνε σαν μούτρο αναρχικό. Βγήκε λοιπόν σεργιάνι το χαφιεδότσουρμο, αυτοί που αποτελούνε τον εθνικό κορμό.»... κακακα... κάάάά τραγουδούσε μια κότα λυράτη, άσπρη - άσπρη, με «αριστοκρατικό» αέρα. Πολυταξιδεμένη και πολύγνωμη είχε μόλις επιστρέψει στο κοτέτσι. Την είχε δει πόσο παράξενη είναι, να κόβει βόλτες πάνω - κάτω συνεχώς και να προσπαθεί να πείσει τις κότες να εγκαταλείψουν την ασφάλεια που παρέχει η παραγωγή των αυγών τους υπό το άγρυπνο βλέμμα του κόκορα - «γκαουλάιτερ».
«Ψιτ... γατούλη! Μη φοβάσαι. Πλησίασε», του λέει και ο μαύρος τα χάνει. Μα, δε φοβάται ότι θα τη φάω; «Αν με φας, θα χάσεις ένα σύντροφο. Δεν έχει σημασία που είμαι διαφορετική... Οι δύο μας και άλλοι, όλοι μαζί, μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο»... Τα κεχριμπαρένια του μάτια άστραψαν. Σαν βάλσαμο τα λόγια. Νιαρ, νιαρ ακούστηκε κι έτρεξε...