Σάββατο 15 Δεκέμβρη 2007
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 32
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Χαρτί πολυτελείας

Τα ένθετα των εφημερίδων, κυρίως τις Κυριακές, με το γυαλιστερό χαρτί φέρνουν συχνά στη μνήμη μου την κυρία Αννα. Αιτία είναι τα προϊόντα... προηγούνται τα αυτοκίνητα που θέλεις να είσαι μέσα και να τρέχεις δίπλα σ' έναν όμορφο/όμορφη συνοδό, που δείχνουν και οι δυο ευτυχισμένοι, τα εσωτερικά από διάσημες βίλες και τις εξωτερικές τους πισίνες, που μέσα τους ή γύρω τους κυκλοφορούν αέρινες γυναικείες φιγούρες και ευγενικοί κύριοι, που σερβίρουν ουίσκι ή ηδύποτα, κέντρα ομορφιάς και άλλα προκλητικά στέκια και, τέλος πάντων, διάφορα άλλα που δείχνουν ποιοι είμαστε.

Δηλαδή, όχι όλοι. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι όλα τα αγαθά προορίζονται για τους ανθρώπους, ακόμα και την κυρία Αννα, που παράγγελνε, μου το έλεγε η μαμά μου, ότι με είχε επιθυμήσει και να πάω να τη δω. Πήγαινα. Η μαμά μου ετοίμαζε και ένα μικρό πακέτο για χαιρετίσματα. Εύρισκα την κυρ' Αννα, όπως την έλεγαν άλλοι, να κάθεται στην ίδια πάντα θέση, την πονούσαν τα γόνατά της, με διάφορα περιοδικά απλωμένα στην ποδιά της, να τα ξεφυλλίζει αργά αργά με τα κοντόχοντρα ρευματικά της δάχτυλα και να θαυμάζει τις φωτογραφίες.

Η ίδια μου είχε πει την ιστορία της. Ναξιώτισσα, την είχαν παντρέψει στα δεκατέσσερα χρόνια της, μ' ένα Ναξιώτη, οικοδόμο, που την είχε φέρει στην Αθήνα, που είδε μόνο τη γειτονιά που εγκαταστάθηκαν σ' ένα δωματιάκι, δεν έμαθε να κυκλοφορεί μόνη της και εξάλλου κάθε χρόνο είχε και ένα καινούριο μωρό, που «της το έστελνε ο θεός». Την άκουγα, με την εντολή της μαμάς μου στ' αυτιά μου, πρόσεξε μη στενοχωρήσεις τη γυναίκα με τα δικά σου, γιατί αυτή σ' αγαπάει. Πρόσεχα...

Εκείνη μου έδειχνε τις φωτογραφίες στις σελίδες από γυαλιστερό χαρτί πολυτελείας και μου έλεγε με φωνή γεμάτη θαυμασμό, «κοίτα τι πλούσιοι είμαστε». Κοίταζα. Μου έδειχνε αυτοκίνητα, βίλες, πισίνες, κομψές γυναίκες, κρυστάλλινα μικρά φιαλίδια με ακριβά αρώματα, και για να μην τη στενοχωρήσω, έλεγε πως έχει πίεση, κάτι μουρμούριζα και μετά ετοιμαζόμουν να φύγω. Με παρακαλούσε να μείνω λίγο ακόμα μέχρι να γύριζε ο κυρ Γιώργης από την οικοδομή, που τελευταία, όλο και πιο πολύ αργούσε, γιατί είχε πατήσει τα εβδομήντα και ακόμα έχτιζε.

Αντί να γυρίσει ο κυρ Γιώργης, γύριζα εγώ σπίτι μου, λίγο μελαγχολική. Κάτι πρέπει να κάνουμε, έλεγε η μαμά μου. Η κυρ' Αννα, που με επιθυμούσε, είχε εξηγήσει στη μαμά μου πως όταν ο άντρας της ήταν νέος, οι εργολάβοι δεν τους έβαζαν ένσημα, που δεν τα έβλεπαν, και γι' αυτό προτιμούσαν τα λεφτά στο χέρι, που τα έβλεπαν...Ας ήταν καλά τα παιδιά τους, που είχαν βγει πονόψυχα και τους βοηθούσαν, μέχρι και περιοδικά τής πήγαιναν, αλλά είχαν κι εκείνα τώρα παιδιά και τα έξοδα μεγάλωναν μαζί τους. Να είχε, τουλάχιστον, μια σύνταξη - έλεγε η μαμά μου, καθώς έμπαινα στο δωμάτιό μου. Ποτέ δεν της αντιμίλησα...


Ιωάννα ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ