Τετάρτη 23 Ιούλη 2008
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 24
ΤΗΛΕ ...ΠΑΘΗ

ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΑ
Το τραπεζάκι

Ο παππούς, με τα χοντρά ματογυάλια, έκανε πως διάβαζε εφημερίδα στο μπαλκόνι. Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει - οι αχτίδες του έμπαιναν βασανιστικά μέσα απ' τους φακούς και τον κάρφωναν ίσα στα μάτια. Η ανάγνωση στην ηλικία του ήταν μια δύσκολη ασχολία. Κοιτούσε δεξιά κι αριστερά στο πεζοδρόμιο, πάντα βλέποντας στη γωνιά κείνο το άκομψο, παρατημένο τραπεζάκι - ένα άχρηστο αντικείμενο. Οι λιγοστοί διαβάτες, βιαστικοί, δεν το βλέπουν. Αυτός, όμως, ήταν αδύνατο να τ' αποχωριστεί - στύλωσε το βλέμμα του. Τούτο το παλιό έπιπλο τον συγκινούσε. Ηταν η τρίτη μέρα που το 'βλεπε, κει δα, στη γωνίτσα, να στολίζει το μικρό πεζοδρόμιο της γειτονιάς μας.

Είχε περάσει κι αυτό τις δόξες του. Κάποτε φτιάχτηκε για τα πιο ωραία σπίτια. Πάνω του δείπνησαν όνειρα - πώς πέρασαν τα χρόνια. Τώρα το κοιτούσε, το κάρφωνε στα μάτια. Τις χαρακιές πολυκαιρίας τις έβλεπε στα πόδια του. Αυτά τα πόδια λέοντα, με τα ματωμένα νύχια της αγάπης και του πόνου - ποιος μάστορας τα 'φτιαξε να του σφίξω το χέρι; Μονάχο κι αβοήθητο, πάνω του στοιβάχτηκαν όνειρα ανθρώπων. Σ' αυτό πάνω γέλασε, όταν γεννήθηκε ο γιος του. Τα δάκρυα της γριάς του το πότισαν όταν έφυγε. Εκεί το γέρικο ζευγάρι έσμιξε τα κεφάλια του σε πόνο βουβό. Εκεί άναψαν τα τσιγάρα της ανέμελης νιότης τους, εκεί σβήνανε την πείνα τους. Εκεί πέθαναν. Εκεί κι αναστήθηκαν. Τούτο το τραπέζι ήταν ο σταυρός που κουβάλησαν μια ολόκληρη ζωή - και τώρα, τρίτη μέρα, κει δα, στη γωνίτσα, να στολίζει το μικρό πεζοδρόμιο της γειτονιάς μας.

Τούτο το τραπέζι κάποτε το 'λεγαν αγάπη. Τ' ονόμασαν κι ελπίδα. Το είπανε χαρά. Ταξίδεψε στις φουρτουνιασμένες θάλασσες της ζωής τους, χάιδεψε μωρά, κήδεψε νεκρούς, αγάπησε γυναίκες, σκάλισε τα πατώματα του σπιτιού με τα νύχια λέοντα. Τώρα ο ήλιος καίει το μέτωπό του - τώρα οι χαρακιές πολυκαιρίας φαίνονται καθαρά. (Τ' άσπιλο φως της νύχτας, το κάνει πιο όμορφο). Εκεί, ασάλευτο, στη γωνίτσα της γειτονιάς, τον καλούσε. Οσο πιο πολύ το κοιτούσε, τόσο περισσότερο τ' άκουγε να τρίζει. Ο ήλιος τρυπούσε τα βλέφαρα του παππού, τρυπούσε και την καρδιά του. Ηταν σα να 'χε πετάξει, αυτός ο ίδιος, την ελπίδα έξω απ' το σπίτι του - τρίτη μέρα, κει δα, στη γωνίτσα, να στολίζει το μικρό πεζοδρόμιο της γειτονιάς μας.

Τώρα βούρκωσε ο παππούς. Τώρα έκλαψε. Τώρα σηκώθηκε. Τώρα πήγε μέσα. Τώρα γονάτισε, στο σημείο που κάποτε ήταν το τραπέζι και χάιδεψε με τα ροζιασμένα του χέρια τ' αποτυπώματα νυχιού στο πάτωμα. Τώρα ξάπλωσε στο κρεβατάκι του. Τώρα πάγωσε. Δυο στάλες δάκρυα, για μια χαμένη ελπίδα. Δυο στάλες ζωή για να φέρει πίσω τη γριά. Το γιο. Τη χαρά, την αγάπη.

Αμήν! Το τραπέζι που το είπαν αγάπη, που το είπαν ελπίδα, που το είπαν ευτυχία, που το είπαν πόνο, που το είπαν μίσος, που το είπαν ζωή, κείτεται, τρίτη μέρα, κει δα, στη γωνίτσα, να στολίζει το μικρό πεζοδρόμιο της γειτονιάς μας - μέχρι να φυσήξει κείνος ο παγερός, όμορφος άνεμος και να το πάει στις γειτονιές όλου του κόσμου...


Κώστας ΤΡΑΚΟΣΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ