Η πρώτη έρευνα, που έγινε με υποβολή ερωτήσεων σε δείγμα 4.039 Βρετανών, αποκάλυψε ότι, αν και το 95% έχει ακούσει περί του Internet και των νέων τεχνολογιών, το κριτήριο χρήσης του μέσου εξαρτάται (απλούστατα...) από την κοινωνικό-οικονομική (διάβαζε: ταξική) θέση όσων απάντησαν. Ετσι, το 68% όσων ανήκουν στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα δηλώνει ότι χρησιμοποιεί το Internet, ενώ μόλις το 23% όσων ανήκουν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα το αξιοποιεί. Σημαντική είναι η διαφορά και στη διάρκεια χρήσης, με τους πιο «ευυπόληπτους» (ο όρος παραπέμπει σε ένα προτεστάντικης έμπνευσης ρητό που συναρτά το εισόδημα με την υπόληψη) να βρίσκονται περισσότερες ώρες online.
Αξιοσημείωτη είναι η τάση που παρατηρείται στην ίδια έρευνα στους νέους των φτωχότερων οικογενειών, κατά την οποία θέλουν να έχουν περισσότερο χρόνο στο Δίκτυο, ώστε εκτός από τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και την πρόσβαση σε κάποιες σελίδες Web να μπορέσουν να εξοικειωθούν περισσότερο με το μέσο. Η έρευνα δεν κάνει διάκριση σχετικά με το κίνητρο των παιδιών αυτών, αν δηλαδή βλέπουν τη χρήση του Internet ως ακόμη μια δεξιότητα που θα βοηθήσει στο βιοπορισμό τους ή αν είναι η ευρύτερη μάθηση που τους ενδιαφέρει. Οπως κι αν έχει, το 98% των ερωτηθέντων Βρετανών θεωρεί χωρίς καμία αμφιβολία ότι η χρήση τεχνολογικών μέσων όπως είναι το Internet θα αποτελούν αναγκαία εφόδια για τις δουλιές του μέλλοντος.
Το αστείο, πάντως, είναι το πως, πράγματι, αντιμετωπίζει στην ουσία του το θέμα της χρήσης του Internet η βρετανική κυβέρνηση (και δεν είναι η μόνη, προφανώς): πρόκειται, λέει, για ένα στοιχείο που «αυξάνει την απασχολησιμότητα». Δηλαδή -να υποθέσουμε-, το μόνο που έχει να κάνει ο Βρετανός άνεργος, ή ο Ελληνας ομόλογός του, είναι να κάνει μια βόλτα ως το Internet cafe της γειτονιάς του; Ημαρτον, κ. Μπλερ...