Με τον Τάσο βρισκόμασταν καθημερινά στο πρώην «Ντόλτσε». Τον αγαπούσα, μα πιο πολύ τον θαύμαζα όταν τον άκουγα να μιλάει για την αμερικάνικη λογοτεχνία, για τον κουμπάρο του τον Τσιτσάνη, τη φαρσοκωμωδία που μας περιβάλλει και τους ελάχιστους αυθεντικούς.
Ενα από τα τελευταία περιστατικά με τον Φαληρέα μού το διηγήθηκε ένας φίλος. Περπατούσαν στο Παγκράτι όταν πέσανε πάνω σ' ένα μικρό γήπεδο μπάσκετ ενός Γυμνασίου. Μπήκαν και άρχιζαν να παίζουν, αλλά η εικόνα δύο αντρών γύρω στα εξήντα να παίζουν μπάσκετ δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τον φύλακα, που τους έβαλε τις φωνές να φύγουν. «Γιατί δε μας αφήνετε να παίξουμε;», είπε ο Φαληρέας. «Θέλετε να πέσουμε στα ναρκωτικά;».
Και να 'ταν μόνο του Ορφανίδη! Τα ίδια και με του Απότσου... Που ξεκίνησε από τη Σταδίου, σκαρφάλωσε στη Βουκουρεστίου και τέλειωσε άδοξα στην Πανεπιστημίου. Τώρα είναι μια άδεια αίθουσα, που σε πιάνει η ψυχή σου όταν θυμάσαι πως έσφυζε από ζωή.
Για την πλατεία Κολωνακίου τι να πεις; Εκεί που βλέπετε τώρα όλους τους καραγκιόζηδες της δημοσιότητας, που όχι μόνο λούζονται στο φως αλλά τρώνε και τα ίδια τα φλας, υπήρχε το σεμνό λουκουματζίδικο του Μπόκολα. Και ακριβώς από κάτω, στη Σκουφά, το πρώτο πνευματικό στέκι της εφηβείας, το «Ενα» του αγαπημένου Γιώργου Κούνδουρου. Εκεί συναντούσες, μεταξύ άλλων, τον Αλέξη Ακριθάκη να σου μιλάει για τον Αρθούρο Ρεμπώ και γιατί ο ζωγράφος πρέπει να είναι τυφλός.
Από τον Κούνδουρο προκύπτει ο Γιάννης Διακογιάννης, ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς, φευγάτος, δήλωνε εγκληματολόγος, ντυνόταν πότε ναύαρχος, πότε λοκατζής, είχε πάντοτε έναν μεγάλο χάρτη της Ελλάδας στην τσέπη του και είχε ξεκινήσει μια βεντέτα με την πραγματικότητα ή τη βαρβαρότητα, όπως έλεγε.
Από τον Διακογιάννη ο κύκλος κλείνει, όπως άνοιξε, με τον Φαληρέα, στον οποίο δεν άρεσαν καθόλου αυτό που λέει ο ποιητής: λόγια και λόγια και άλλα λόγια. Ολοι αυτοί οι ρομαντικοί ήταν άνθρωποι της πράξης και των βιωμάτων. Κι επειδή κατά έναν τρόπο παράξενο πιστεύω ότι, παρόλο το θάνατο, η παρέα αυτή συνεχίζει, τι λέτε, δε βγαίνουμε απόψε να τους συναντήσουμε;