Πιστεύω στους δρόμους, γιατί μόνο αυτοί παρέχουν παιδεία και όχι πτυχία. Δεν είναι τυχαίο ότι τρεις κορυφές - Βούδας, Σωκράτης και Ιησούς - έζησαν και δίδαξαν στο δρόμο. Οποιος ήθελε, οποιαδήποτε στιγμή, τους συναντούσε. Κατά την υπεράσπιση του δασκάλου του, ποιητή Αρχία, είχε πει κάποτε ο Κικέρων για τους μεγάλους άντρες: «Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος: "Νομίζεις πως αυτοί οι μέγιστοι άντρες, των οποίων οι αρετές μάς παραδόθηκαν στα γραπτά κείμενα, μ' αυτή την παιδεία που εγκωμιάζεις μορφώθηκαν;". Δύσκολο είναι, για όλους, να το παραδεχτούμε, αλλά είναι βέβαιο αυτό που θ' απαντήσω. Ομολογώ πως πολλοί άνθρωποι, με υπέροχη ψυχή και αρετή, έζησαν χωρίς παιδεία, και από μια διάθεση της ίδιας τους της φύσης, σχεδόν θεία, με τις δικές τους δυνάμεις διακρίθηκαν για την κοσμιότητά τους. Και τις περισσότερες φορές, όσον αφορά τον έπαινο και την αρετή, η φύση χωρίς παιδεία ήταν αυτή που ίσχυσε και όχι η παιδεία χωρίς τη φύση».
Πιστεύω στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, στον παιδικό τρόπο που έδεσε τη γραβάτα του για να φωτογραφηθεί τη μία και μοναδική φορά πριν ακολουθήσει τους Διακόσιους της Καισαριανής.
Πιστεύω στον Τολστόι όταν μιλά για τις γυναίκες: «Χωρίς μητέρες, συμπαραστάτριες, φίλες, παρηγορήτριες, που αγαπούν ό,τι είναι καλύτερο στον άνθρωπο - χωρίς τέτοιες γυναίκες θα ήταν δύσκολο να ζήσουμε στον κόσμο. Ο Χριστός δε θα είχε τη Μαρία ή τη Μαγδαληνή, ο Φραγκίσκος της Ασίζης δε θα είχε την Κλάρα, δε θα υπήρχαν οι γυναίκες των Δεκεμβριστών στην εξορία τους, ούτε οι Ντουχομπόρτσοι θα είχαν τις γυναίκες τους, που δεν εμπόδισαν τους άντρες τους, αλλά τους στήριξαν στο μαρτύριό τους για την αλήθεια. Δε θα υπήρχαν εκείνες οι χιλιάδες χιλιάδων άγνωστες γυναίκες - οι καλύτερες απ' όλες (όπως συμβαίνει γενικά με τους αγνώστους) - παρηγορήτριες των μέθυσων, των αδύναμων και των άσωτων, οι οποίοι περισσότερο από κάθε άλλον χρειάζονται την παρηγοριά της αγάπης. Σ' αυτήν την αγάπη, είτε απευθύνεται στον Κούκιν είτε στο Χριστό, βρίσκεται η ουσία, το μεγαλείο της δύναμης των γυναικών, που με τίποτε άλλο δεν μπορεί να αντικατασταθεί».
Πιστεύω στις γαλάζιες τίγρεις του Μπόρχες: «Μες στον ύπνο μου με διασκεδάζει κάποιο όνειρο και αμέσως καταλαβαίνω πως πρόκειται για όνειρο. Κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι: αυτό είναι ένα όνειρο, ένας απλός περισπασμός της βούλησής μου, κι εφόσον έχω απεριόριστη δύναμη, θα δημιουργήσω μια τίγρη».
Πιστεύω στον Εμπεδοκλή: «Αυτόν το δρόμο βαδίζω κι εγώ τώρα, φυγάς θεόθεν και αλήτης, στη μανιασμένη διαμάχη υπακούοντας».