Κυριακή 21 Οχτώβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Η δική μου Καισαριανή

Δε βλέπω πια τον Αντρέα τον λεγόμενο «τρελό». Οταν περπατούσε, κοιτούσε συνέχεια τον ουρανό, σαν να περίμενε να του μιλήσει. Πίσω από το Δημοτικό Σχολείο του Βενιζέλου οι μουριές άφηναν τα δώρα τους στη γη και κανείς από τους μαθητές δεν επέστρεφε στο σπίτι δίχως να έχει δοκιμάσει από αυτά τα μούρα που έβαφαν τα χείλη.

Οι πρώτοι αγώνες μοτοσικλέτας έγιναν στο δάσος της Καισαριανής. Από το γυναικείο μοναστήρι μπορούσες ν' ακούσεις τον Εσπερινό. Τότε ο τελευταίος «Λαμπράκης» που είχε μείνει στα Γραφεία της οργάνωσης μάζευε το λευκό μπαλάκι του πινγκ πονγκ και, γελώντας, έβγαινε στην πλατεία. Δίπλα στο σεμνό μνημείο για την Αντίσταση υπήρχε κι ένα μαγικό περιβόλι που πάνω του έπεφταν αργά οι προκηρύξεις της ΕΔΑ. Ηταν μια γιορτή, που συχνά γινόταν άγρια, όταν ο μικροαστισμός, με την πρώτη ευκαιρία, σάρωνε την Καισαριανή στο πρόσωπο των δοσάδων, που καθήλωναν τη γειτονιά με τα σκουπίδια τους.

Κάπου εκεί χάθηκε το αγαπημένο μου παιχνίδι, να μοιράζω πάγο μαζί με τον παγοπώλη, σ' ένα κάρο που το οδηγούσε ένα λευκό αλογάκι. Ο παγοπώλης σταμάτησε να με παίρνει μαζί του, μόλις έμαθε ότι αποκτήσαμε ηλεκτρικό ψυγείο. Ο κύριος παγοπώλης το θεώρησε προδοσία και ύστερα από λίγο εξαφανίστηκε μαζί με το κάρο και το αλογάκι. Πολλοί είπαν πως αναλήφθηκε στον ουρανό της Καισαριανής, άλλοι πως έπαθε κατάθλιψη, αλλά η νεράιδα που ζει ανάμεσα στο μοναστήρι της Καισαριανής και στον Αγιο Γιώργη τον Κουταλά μου αποκάλυψε πως πήγε στην Αμερική, άνοιξε εκεί ένα εργοστάσιο πάγου και θα 'ρθει μια μέρα πίσω για να ιδρύσει έναν ιππικό όμιλο. Μα πόσο χρονών είναι τώρα; ρώτησα τη νεράιδα. Στην Καισαριανή δεν υπάρχει χρόνος, μου απάντησε. Και απόρησα κι εγώ πώς το ξέχασα, γιατί είναι το μόνο κομμάτι της Γης όπου ο χρόνος είναι αόριστος: Αντιλαμβανόμασταν το χρόνο που περνούσε μέσα από διάφορα γεγονότα όπως τον ερχομό, στις μεγάλες γιορτές, των τρελών παιδιών από τα άσυλα, τα οποία τα παραλάμβαναν, από ανάγκη, ξένες, φτωχές οικογένειες για να τα φιλοξενήσουν προσωρινά έναντι ενός ευτελούς ποσού.

Το χρόνο τον ανακάλυψαν οι Καισαριανιώτες όταν ξέσπασε η Επταετία. Οι διάφοροι ρουφιάνοι της Αστυνομίας φρόντιζαν κατά τακτά διαστήματα, συνήθως πρωί, να επισκέπτονται σπίτια αγωνιστών για να τους συλλάβουν και αυτοί οι χαμένοι λειτουργούσαν σαν τα ξυπνητήρια της γειτονιάς ή σαν θλιβεροί κόκορες. Ο μόνος που δεν μπήκε στο παιχνίδι του χρόνου ήταν ο Αλβανός. Ηταν πράγματι ο πρώτος Αλβανός στην Ελλάδα, ένας παρίας του οποίου το παρελθόν ήταν τόσο σκοτεινό όσο ένα παραμύθι στο ξεκίνημά του. Αυτός ζούσε, δίχως φυσικά να κάνει τίποτα, κάτω από μια γέφυρα, απέναντι από το νεκροταφείο, και δεχόταν ελεημοσύνες απ' όσους ήθελαν να σώσουν την ψυχή τους. Δεν καταλάβαινε τίποτα απ' όσα συνέβαιναν γύρω του και νομίζω πως, και στον άλλο κόσμο τώρα πια, τίποτα δε θα καταλαβαίνει.

Η τελευταία εικόνα είναι της αγαπημένης μου γειτόνισσας, της κυρίας Ευρυδίκης, όταν τη βοηθούσα να ποτίσει τα τριαντάφυλλά της και ένιωθα τι είναι αιωνιότητα. Θυμόμουν τον Λαπαθιώτη: «Τα βραδινά τριαντάφυλλα μ' έχουν γιομίσει, θλίψη, / καθώς, απόψε, σκόρπισαν το δειλινό άρωμά τους, / σα να μηνούσαν, μακρινά, δεν ξέρω ποιους θανάτους / και να πονούσαν ήσυχα για κάτι που θα λείψει... / Κι όμως, το ξέρω, κάποτε, λυγώντας απ' τη θλίψη / (κι ίσως γι' αυτό να νοσταλγεί τόσο πολύ η καρδιά μου) / παρ' όλα τα που πίστευα, σα μια παρηγοριά μου, / θα 'ρθει μια μέρα, κάποτε, που θα 'χω κι εγώ λείψει...».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ