Κυριακή 13 Μάρτη 2005
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 6
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Οι Κυριακές των μοναχικών

Τους μοναχικούς σκέφτομαι τις Κυριακές, που δεν έχουν κανέναν στον κόσμο, κι όμως μέσα στον πολύβουο κόσμο γυρίζουν. Τις Κυριακές που η μοναξιά γίνεται πιο έντονη, όταν όλοι οι άλλοι είναι με τους αγαπημένους. Αν είναι ηλιόλουστη η Κυριακή, πηγαίνουν στην Αρχαία Αγορά και χάνονται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο. Δεν τους ενοχλούν οι τουρίστες. Αντιθέτως, θα έλεγα, ανταλλάσσουν μαζί τους χαμόγελα τόσο σπάνια πια. Επειτα κάθονται, φορώντας το καπελάκι τους, σ' ένα παγκάκι και θαυμάζουν σαν να βλέπουν για πρώτη φορά το ναό του Ηφαίστου. Βγαίνοντας από την πλευρά του Θησείου, τους παρασύρουν κύματα κόσμου και με κόπο φτάνουν στο πρώτο τραπεζάκι του κατάμεστου καφενείου. Οι άνθρωποι μιλούν τόσο δυνατά, παρατηρούν μέσα τους. Ανοίγουν δειλά την εφημερίδα τους για να μη δίνουν την εικόνα της ερήμωσης στους άλλους. Κάνουν πως διαβάζουν. Από το πλάι παρατηρούν με υπομονή τα ζευγαράκια που τσακώνονται μεταξύ τους. Νέα ζευγαράκια στο ξεκίνημά τους.

Το καφενείο είναι ο παράδεισος της όρασης γι' αυτούς, μαζί με τον πατροπαράδοτο καφέ, που τον πίνουν αργά, όσο πιο αργά μπορούν, σαν να θέλουν να καθυστερήσουν το γυρισμό στο δωμάτιό τους, έχοντας προλάβει να νιώσουν τη μέρα ολόκληρη, από την ανατολή μέχρι τη δύση της. Αρκετοί διαλέγουν να δουν το ηλιοβασίλεμα από το λόφο του Φιλοπάππου, αν και τα πόδια δεν αντέχουν τώρα πια να φτάσουν στην κορυφή. Περιμένουν να περάσει η χειρότερη ώρα, εκείνη η στιγμή πριν πέσει η νύχτα. Είναι το χρώμα, που θυμίζει χάραμα, κι ας μην είναι. Η μέρα πια τελείωσε και βιάζονται, γιατί στο σκοτάδι δεν αισθάνονται καλά. Το λεωφορείο τους, άδειο και ολόφωτο, τούς περιμένει σαν να είναι η προσωπική τους κούρσα.

Στο δωματιάκι τώρα. Ανάβουν το μικρό φως. Βλέπουν για λίγο τις ειδήσεις στην τηλεόραση, που την κλείνουν αμέσως μετά αδιάφοροι. Οι φωτογραφίες των αγαπημένων προσώπων στον τοίχο ζωντανεύουν. Αλλες φορές συνομιλούν μαζί τους, άλλες δε θέλουν ούτε να τις βλέπουν. Η απουσία, η απουσία, μονολογούν, καθώς ετοιμάζουν το λιτό φαγητό τους. Πλησιάζουν το ράφι με τα βιβλιαράκια τους. Βλέπουν με χαρά ότι τους περιμένουν εκεί, στη θέση τους, ακίνητοι, μόνο γι' αυτούς, συγγραφείς, παραμυθάδες, ποιητές και, ανάλογα με την ψυχολογία της μέρας, διαλέγουν τον ήρωα που θα ξεπηδήσει από τις σελίδες ενός βιβλίου για να συνομιλήσουν. Για να δούμε... Α, εδώ είναι ο στρατηγός Μακρυγιάννης, πού τον είχαμε αφήσει;

«Μπαίνω την νύχτα μέσα εις την εκκλησιά του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες. τ' είναι αυτό οπού 'γινε σ' εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν; Και τον περικαλώ να μου δώσει άρματα καλά κι ασημένια και δεκαπέντε πουγκιά χρήματα, και εγώ θα του φκιάσω ένα μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές, κάμαμεν τις συμφωνίες με τον άγιον».

Κλείνουν το βιβλίο, φορούν τις γνωστές μπλε πιτζάμες με τις γκρίζες παντόφλες, και πλησιάζουν το κρεβάτι. Επιθεωρούν για μια ακόμη φορά τις φωτογραφίες στον τοίχο. Πιο πολύ εκείνες τις χαρούμενες, συνήθως αναμνηστικές από εκδρομές. Ολα είναι εδώ, ψιθυρίζουν. Σαν να είμαστε όλοι μέρος ενός ονείρου που βρίσκεται σε εξέλιξη. Καληνύχτα.


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ