Η περίοδος ακριβώς πριν την εκδήλωση μιας κρίσης χαρακτηρίζεται, απ' την αστική σκέψη, ως περίοδος «υπερθέρμανσης» της οικονομίας. Η οικονομική δραστηριότητα θεωρείται πως είναι «υψηλότερη» απ' αυτήν που θα έπρεπε. Αντίθετα, η περίοδος μετά χαρακτηρίζεται ως περίοδος «ύφεσης», ως περίοδος που η οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα απ' τα κανονικά. Η «κρίση» είναι η - συνήθως σύντομη - περίοδος που η οικονομική δραστηριότητα μειώνεται απότομα, ενώ χαρακτηρίζεται από χρεοκοπίες επιχειρήσεων, χρηματιστηριακή κατάρρευση κ.ά.
Οι κρίσεις - η αστική σκέψη αποφεύγει τη χρήση της λέξης κρίση και τις αποκαλεί υφέσεις φωτίζοντας τη «φυσιολογικότητά» τους μέσα στον καπιταλισμό - έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην αστική κοινωνία. Οι ίδιοι οι αστοί αντιλαμβάνονται πως οι κρίσεις καταστρέφουν ένα κομμάτι του κεφαλαίου, παράγουν κοινωνική αναταραχή και δυσκολεύουν την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλισμού.
Ετσι, ένας απ' τους στόχους της αστικής πολιτικής είναι η αντιμετώπιση των κρίσεων.
Η αντικυκλική πολιτική τελικά συνίσταται σε μια κρατική οικονομική πολιτική, που γίνεται πιο περιοριστική σε φάση «υπερθέρμανσης» της οικονομίας - ωθώντας την οικονομία προς τα κάτω και περιορίζοντας την περαιτέρω αύξησή της - ενώ γυρνάει σε επεκτατική στη φάση της ύφεσης, προκειμένου να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και να επιταχύνει την ανάπτυξη. Ουσιαστικά, η αντικυκλική πολιτική θεωρείται πως «αμβλύνει» τις οικονομικές διακυμάνσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό κύκλο και πως η απόλυτα επιτυχημένη αντικυκλική πολιτική μπορεί να αντιμετωπίσει πλήρως τον κύκλο της κρίσης.
Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική.
Στις σημερινές συνθήκες «ύφεσης», η αντικυκλική πολιτική παίρνει το πρόταγμα του περισσότερου κράτους, της περισσότερο επεκτατικής πολιτικής που θα αναλάβει να «τραβήξει την οικονομία» στην ανάπτυξη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ απ' τη μεριά του εμφανίζεται να ασκεί κριτική στη ΝΔ. Αφενός πως ο ίδιος είναι αποτελεσματικότερος διαχειριστής ενός επεκτατικού πακέτου, γιατί η ΝΔ δεν «το πιστεύει», αφετέρου γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ θα «πιέσει» την ΕΕ για μεγαλύτερο επεκτατικό πακέτο.
Κυρίως, όμως, η αντιπαράθεση αυτή είναι ψευδεπίγραφη για τον λαό. Η κρατική πολιτική, επεκτατική ή περιοριστική, αφορά την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, όχι το λαϊκό εισόδημα. Η κερδοφορία του κεφαλαίου χρειάζεται συνεχώς την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, ενώ οι δαπάνες της επεκτατικής πολιτικής θα βαρύνουν αποκλειστικά τους εργαζόμενους. Το καπιταλιστικό κράτος είναι ακριβώς αυτό. Καπιταλιστικό. Στην υπηρεσία των ομίλων. Κανένα κράτος στον καπιταλισμό δεν είναι φιλολαϊκό, η ισχυρή «κρατική παρέμβαση» ισχυροποιεί τον συλλογικό καπιταλιστή. Ο οπορτουνισμός και η σοσιαλδημοκρατία προσπαθούν να καλλιεργήσουν την αντίληψη πως το κράτος - που το προβάλλουν ως ουδέτερο - μπορεί να είναι δυνητικά καλύτερο για τον λαό. Στόχος αυτής της πολιτικής θέσης είναι να ρυμουλκήσει λαϊκές δυνάμεις «κάτω από μια ξένη σημαία» αλλαγής του μείγματος διαχείρισης, που μπορεί να ωφελεί τη μία ή την άλλη μερίδα του κεφαλαίου. Η συζήτηση λοιπόν για το ποιο κράτος και ποια αστική κυβέρνηση είναι καλύτερη, για το ποια πολιτική είναι περισσότερο ή λιγότερο αντικυκλική, είναι συζήτηση μακριά από τα εργατικά - λαϊκά συμφέροντα.