ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 7 Φλεβάρη 2009
Σελ. /40
Για τη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας

Οι θέσεις της ΚΕ για το σοσιαλισμό κάνουν προσπάθεια να σταθούν κυρίως σε ζητήματα οικονομίας του σοσιαλισμού. Μια τέτοια προσπάθεια για να είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη, πρέπει να έχει ως οδηγό τις βασικές αρχές της πολιτικής οικονομίας στη μαρξιστική σκέψη. Κατά τη γνώμη μου, προκύπτουν ακόμα και μεθοδολογικά προβλήματα σε αυτήν την προσπάθεια, που όμως είναι ουσιαστικά για τα συμπεράσματά μας. Η αντίληψη του Μαρξ για τη μέθοδο της πολιτικής οικονομίας, όπως αποτυπώνεται στον Α΄ τόμο των GRUNDRISSE, καθώς και ο πρόλογος του «Κεφαλαίου», πρέπει να είναι οδηγός μας τόσο για την προσέγγιση συνολικά των ζητημάτων, όσο και για τη διάταξη του υλικού μας.

Επισημαίνω τα εξής: Το οικονομικό σύστημα του σοσιαλισμού πρέπει να μελετηθεί σαν πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων. Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι οι πλευρές του ζωντανού όλου δεν είναι παρά εκφράσεις των αφηρημένων γενικών σχέσεων. Η σωστή μέθοδος είναι η άνοδος από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, όπου η σκέψη οικειοποιείται το συγκεκριμένο και το αναπαράγει σε πνευματικό συγκεκριμένο. Το συγκεκριμένο είναι η ενότητα του πολλαπλού, την οποία μπορούμε να οικειοποιηθούμε μόνο ως πνευματικό συγκεκριμένο με τη μέθοδο της αφαίρεσης, ξεκινώντας από τις αφηρημένες απλές οικονομικές κατηγορίες. Οι αφηρημένες οικονομικές κατηγορίες, ενώ ισχύουν για όλες τις εποχές (ακριβώς επειδή είναι αφηρημένες), εμφανίζονται μονάχα ως προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών σχέσεων και ισχύουν μόνο για αυτές και μέσα σε αυτές. Στην κοινωνική εξέλιξη, οι κατηγορίες που εκφράζουν τις σχέσεις, η κατανόηση της διάρθρωσης της αστικής κοινωνίας, μας βοηθάει να κατανοήσουμε και τη διάρθρωση και τις σχέσεις παραγωγής των εξαφανισμένων κοινωνικών μορφών χωρίς να τις ταυτίζουμε. Ετσι η τελευταία μορφή θεωρεί τις προηγούμενες σαν βαθμίδες που οδηγούν στην ίδια.

Καταλήγω στο εξής: Η αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής παρουσιάζεται στο κείμενο των θέσεων ως καθοριστική αφηρημένη γενική σχέση, που γεννάει το συγκεκριμένο, και όχι ως η σύνοψη των πολλαπλών προσδιορισμών και σχέσεων, που καθορίζονται από τις σχέσεις των αφηρημένων οικονομικών κατηγοριών, αφού οι αφηρημένες κατηγορίες παρουσιάζονται ως συγκεκριμένες π.χ. αξία. Γίνεται σύγχυση ακόμα και στην ερμηνεία κειμένων των κλασικών (π.χ. του «Προγράμματος της Γκότα» και της ερμηνείας του Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση»), παρουσιάζοντας αφηρημένους όρους ως συγκεκριμένους για την ανάγκη του συμπεράσματος. Ετσι λοιπόν ακόμα και μια σειρά από εκφράσεις του συγκεκριμένου, δηλαδή προβλήματα στις σχέσεις ιδιοκτησίας, στον καταμερισμό της εργασίας, στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος, στη σχέση βάσης - εποικοδομήματος, που θα έπρεπε να αποτελούν πραγματική αφετηρία, δεν εξετάζονται με αυτό τον τρόπο, αλλά παρουσιάζονται ως αποτελέσματα της συγκεκριμενοποιημένης πλέον αφηρημένης οικονομικής κατηγορίας και όχι ως αφαίρεση αυτής.

Με αυτό τον τρόπο η αξία παρουσιάζεται ως δύναμη, η οποία πιέζει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού να πισωγυρίσει στις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Η αξία καθορίζεται από τις σχέσεις της κάθε εξεταζόμενης ιστορικής περιόδου, είναι μια αφηρημένη κατηγορία, που υπάρχει όχι αυτόνομα θεωρητικά, αλλά ως μέρος του πολλαπλού όλου. Η αποσύνδεση ακριβώς της αξίας από τη σχέση της ως μέρος του όλου στην κοινωνική παραγωγή, οδηγεί στη διαπίστωση ότι απλά περιορίζεται. Η αξία υπάρχει όσο υπάρχει υποταγή των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας, όσο υπάρχει η αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, υπάρχει μέχρι να γίνει η εργασία η πρώτη ανάγκη για ζωή. Ο Μαρξ καταλήγει στο «Πρόγραμμα της Γκότα» ότι «το μέτρο της εργασίας για να χρησιμεύει ως μέτρο πρέπει να ορίζεται με βάση τη διάρκεια, την ένταση, αλλιώς θα έπαυε να είναι μέτρο» και το αναπτύσσει ο Λένιν: «Η πρώτη φάση του κομμουνισμού δεν μπορεί ακόμη να διασφαλίσει τη δικαιοσύνη και την ισότητα: Θα μείνουν οι διαφορές στον πλούτο και μάλιστα διαφορές άδικες αλλά δε θα μπορεί να γίνεται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο (...) δεν είναι σε θέση να εκμηδενίσει μονομιάς και την παραπέρα αδικία που συνίσταται στην κατανομή των καταναλωτικών αγαθών ανάλογα με την εργασία... το δίκαιο ισχύει κατά το άλλο μέρος του σαν ρυθμιστής (συντελεστής) της κατανομής των προϊόντων και της κατανομής της εργασίας ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας».

Το να καταλήγουμε με βάση αυτά ότι κριτήριο είναι μόνο ο χρόνος εργασίας (θ. 7 και 36), σημαίνει ότι παρακάμπτουμε τον υποχρεωτικό καταμερισμό της εργασίας και τις αντιθέσεις, οι οποίες συνεχίζουν να ισχύουν στην εργασία. Το ίσο αστικό δίκαιο, το οποίο στο περιεχόμενο εξακολουθεί να είναι «δίκαιο της ανισότητας» (Μαρξ), είναι άνισο επειδή αναγνωρίζει και προϋποθέτει την παρουσία της αξίας. Ο καταμερισμός της εργασίας, η αντίθεση χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, η αντίθεση πόλης και χωριού κλπ. δε λύνονται παρακάμπτοντας την ισχύ τους. Είναι αφηρημένες οικονομικές σχέσεις (κατηγορίες) που πρέπει να τις εξετάσουμε ως σχέσεις καθορισμού του συγκεκριμένου όλου. Λέγοντας λοιπόν ότι περιορίζεται ο νόμος της αξίας, επί της ουσίας θεωρούμε ως πραγματικό το αποτέλεσμα της σκέψης μας. Στο κείμενο ακόμα και η βασική θεωρία της εξέλιξης παραβιάζεται, μετατρέποντας τη σπειροειδή εξέλιξη της ιστορίας σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης, που αποτυπώνεται στην εξής αντίφαση: Από τη μια στο κείμενο κάνουμε αποδεκτό ότι είναι δυνατό το πισωγύρισμα. Από την άλλη όμως θεωρούμε ότι οικοδομήθηκαν και κυριάρχησαν πλήρως οι σοσιαλιστικές σχέσεις και πως έπρεπε να βαθύνουν ακόμα περισσότερο σε κομμουνιστικές ή πως ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας και μπορούσε να συντελεστεί το πέρασμα στην ανώτερη φάση, δηλαδή τον κομμουνισμό. Ταυτόχρονα δεν αναγνωρίζουμε αυτή την περίοδο ως μεταβατική. Καταρχήν, η έννοια του μεταβατικού χαρακτήρα μιας περιόδου αφορά τη μη κυριαρχία του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής και τη διαδικασία ανόδου από την κατώτερη μορφή στην ανώτερη. Μόλις φτάσουμε στην ανώτερη μορφή τελειώνει και η μετάβαση. Για τον καπιταλισμό, ο οποίος αναφέρεται ως παράδειγμα στο κείμενο, ο Ενγκελς λέει ότι κυριάρχησε μετά από 300 χρόνια και μόνο με τη βιομηχανική επανάσταση, δηλαδή όταν έφτασε σε εκείνο το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που κανένας προηγούμενος τρόπος δεν μπορούσε να φτάσει και ως εξελιγμένο συγκεκριμένο πλέον κρατά την ίδια αφηρημένη κατηγορία σαν υποταγμένη σχέση. Αρα την κυριαρχία σε μια διαλεκτική οικονομική σχέση πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε ως το σημείο όπου το συγκεκριμένο υποτάσσει τις αφηρημένες κατηγορίες στην πιο πολύπλευρη διασύνδεσή τους. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής στο σοσιαλισμό δεν είναι νομική πράξη, που παραμένει ίδια στην εξέλιξη, αλλά είναι η πιο εξελιγμένη και πολύμορφη ιστορική οργάνωση της παραγωγής, που όμως συνεχίζει την ιστορική της εξέλιξη. Γι' αυτό και η μορφή της κρατικής εθνικοποίησης θεωρείται ως η πιο στοιχειώδης μορφή κατά τον Ενγκελς (βλ. Στάλιν, «Οικονομικά προβλήματα»). Αυτή η εξέλιξη δε μελετάται καθόλου στις θέσεις. Αντίθετα, θεωρείται πως αλλάζει ποσοτικά (δηλαδή πόσο κομμάτι έχει κοινωνικοποιηθεί) και όχι ποιοτικά ως προς τον ίδιο το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων ιδιοκτησίας προς τα μέσα παραγωγής, ο οποίος παραμένει κοινωνικός και αναπτύσσεται μαζί με τις παραγωγικές δυνάμεις, με την εργασία και με την εξάλειψη των αντιθέσεων προς την ανώτερη φάση. Ο κεντρικός σχεδιασμός και ειδικότερα ο καθορισμός των αναγκών, παρόλο που νοείται ως σχέση και όχι μόνο ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, δεν εξετάζεται ως καθοριστικό ζήτημα για το σύνολο της παραγωγής, κάτι που θα απαιτούσε λεπτομερή ανάλυση όλων των πλευρών του. Οι σχέσεις ιδιοκτησίας παύουν να αποτελούν δεσμά των παραγωγικών δυνάμεων από τη στιγμή που κυριαρχήσουν και υποτάξουν τις αφηρημένες κατηγορίες σε νέο ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης, από τη στιγμή που κυριαρχήσει ο νέος τρόπος παραγωγής. Αυτό δε σημαίνει ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας δεν είναι σοσιαλιστικός, ότι δεν είναι η εργατική τάξη που έχει την εξουσία. Αλλά ότι ακριβώς αυτή είναι η δικτατορία του προλεταριάτου.


Στέλιος Κλιμαντήρης
Οργάνωση Αθήνας της ΚΝΕ

Σοσιαλισμός και κομμουνισμός

Δε θα επαναλάβω όσα έχουν γραφτεί για το σοσιαλισμό, «ανώριμο και ατελές στάδιο του κομμουνισμού». Εχει μια σημασία να ανιχνεύσουμε τη διαλεκτική σχέση σοσιαλισμού και κομμουνισμού σαν ενιαίο στάδιο της κοινωνικής εξέλιξης.

Αν η επανάσταση είναι η «έφοδος» των μαζών «προς τον ουρανό» ο σοσιαλισμός είναι η κρίσιμη εκείνη ταχύτητα που θα τις θέσει στην τροχιά του κομμουνισμού.

Με την επανάσταση η εξουσία απλά αλλάζει χέρια, με το σοσιαλισμό η κοινωνία «τροχοδρομεί», για να απογειωθεί προς την επόμενη βαθμίδα της κοινωνικής εξέλιξης, τον κομμουνισμό.

Την ιστορία τη γράφει η κίνηση των λαϊκών μαζών, η ταξική πάλη. Ομως, από την επανάσταση και μετά η ιστορία γράφεται με τις μάζες στο προσκήνιο ενώ, μέχρι τότε, η κινητήρια δύναμη της ιστορίας ήταν κρυμμένη στο παρασκήνιο.

Αυτό που δίνει τη δυνατότητα στις μάζες να γίνουν, για πρώτη φορά, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι η, διαρκώς συσσωρευόμενη στη διάρκεια της ανθρώπινης ανέλιξης, γνώση. Που τους δίνει τη ρεαλιστική προοπτική να γίνουν ικανές να αυτοκυβερνηθούν, χωρίς την ανάγκη των επαγγελματιών της εξουσίας. Που έχει συσσωρευτεί πια σε τέτοιες ποσότητες, που είναι αδύνατον να παραμείνει προνόμιο των εκμεταλλευτριών τάξεων. Που αντικειμενικά κοινωνικοποιείται, όσες προσπάθειες και να κάνει η αστική τάξη να τη φρενάρει. Η μοναδική διέξοδος που έχει, είναι να την εμπορευματοποιήσει με τον ίδιο τρόπο που «ο καπιταλιστής είναι πρόθυμος να σου πουλήσει το σχοινί που θα τον κρεμάσεις».

Δεν υποτιμώ τη σημασία της ωρίμανσης των άλλων υλικών προϋποθέσεων. Μόνο που οι υλικές προϋποθέσεις εξελίσσονται παράλληλα σαν παράγωγο η μια της άλλης. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν έχει κανένα περιεχόμενο χωρίς την αλματώδη συσσώρευση της γνώσης, που με τη σειρά της εξαρτάται από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Στο κάτω κάτω της γραφής, η γνώση είναι αναπόσπαστο τμήμα των παραγωγικών δυνάμεων*. Επειτα, για τις παραγωγικές δυνάμεις έχουν ειπωθεί αρκετά και επαρκή.

Ο κομμουνισμός ξεκινάει με τη δικτατορία του προλεταριάτου - δε λύνεται διαφορετικά ο γόρδιος δεσμός της κοινωνικής εξέλιξης - και καταλήγει στην πλήρη και οριστική εξαφάνιση του κράτους και κάθε θεσμού βίας και καταναγκασμού πάνω στη ζωή των ανθρώπων. Ταυτόχρονα, «μαραζώνουν» οι τάξεις και τα κόμματα. Η εξουσία χάνει κάθε νόημα ύπαρξης, αφού πρώτα μεταβιβαστεί στους άμεσους παραγωγούς, ενώ ήδη έχουν διαμορφωθεί από την ιστορική εξέλιξη οι απαραίτητες προϋποθέσεις, για να την ασκήσουν άμεσα χωρίς καμία διαμεσολάβηση. Από μια άποψη ο σοσιαλισμός είναι ένα εργαστήρι άσκησης της εξουσίας από τις μάζες, με τελικό προορισμό την κατάργησή της. Και αυτά είναι κριτήρια ωρίμανσης του σοσιαλισμού προς τον κομμουνισμό, πέρα και έξω από αντικειμενικές δυσκολίες που, έτσι κι αλλιώς, έχουν προσωρινό χαρακτήρα και δεν είναι αξεπέραστες, όταν αντιμετωπίζονται προς την κατεύθυνση της φυσικής ροής της ιστορίας. Διαφορετικά αυτές - οι δυσκολίες - αποτελούν άλλοθι της αποτυχίας. Πώς φθάσαμε από το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ», στην πασιφανή αδράνεια και αδιαφορία των μαζών απέναντι στην αντεπανάσταση;

Αξία χρήσης έχει κάθε προϊόν της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλα τα κοινωνικά - οικονομικά συστήματα. Αξία δεν έχουν όλα τα προϊόντα, παρά μόνο εκείνα που πωλούνται, που μετατρέπονται σε εμπορεύματα. Ο νόμος της αξίας δρα σε όλα τα συστήματα όπου παράγονται εμπορεύματα. Πήρε την πιο ολοκληρωμένη μορφή του και εξάντλησε τα ιστορικά του όρια στον καπιταλισμό. Κληρονομείται σαν κατάλοιπο στην κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού, το σοσιαλισμό.

Εδώ όμως αρχίζει η σταδιακή απονέκρωση του νόμου της αξίας και η πλήρης κυριαρχία του - αδιατύπωτου με σαφήνεια - νόμου της αξίας χρήσης. Και αυτό είναι κριτήριο για την ωρίμανση του σοσιαλισμού προς τον κομμουνισμό. Στο σοσιαλισμό διεξάγεται μια αδυσώπητη διαπάλη ανάμεσα στην αξία χρήσης που προσπαθεί να επικρατήσει και την αξία που αμύνεται. Η αξία χρήσης προελαύνει με τα αγαθά που διανέμονται κοινωνικά (π.χ., Υγεία, Παιδεία, υποδομές) - και όχι μόνο - και η αξία αμύνεται ταμπουρωμένη μέσα στα προϊόντα που διανέμονται ή ανταλλάσσονται με βάση το χρόνο εργασίας. Αξία και χρόνος εργασίας είναι πλευρές του ίδιου νομίσματος.

Κανένας δε θα ασχολούνταν με την αξία ενός προϊόντος (εμπορεύματος), αν δεν τον εκβίαζαν οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής. Στον κομμουνισμό τα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι απαλλαγμένα από το ζυγό του νόμου της αξίας.

Οσο η αξία επιβιώνει μέσα στο σοσιαλισμό τόσο επιβιώνουν και τα κατάλοιπα των εκμεταλλευτικών σχέσεων σε λανθάνουσα κατάσταση. Ο δρόμος της παλινόρθωσής τους παραμένει ανοιχτός. Και εδώ η γνώση και ο χρόνος είναι κρίσιμα μεγέθη.

Ο σχεδιασμός της παραγωγής είναι σημαντικός παράγοντας της ανάπτυξης του σοσιαλισμού. Ποιος όμως μπορεί να σχεδιάσει τις ανθρώπινες ανάγκες; Μόνο ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να προσδιορίσει το είδος και την ποιότητα των αναγκών του, με βάση το κατακτημένο επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων. Οι «ειδικοί» είναι εργαλεία άσκησης του σχεδιασμού και όχι οι φορείς του.

Είναι αλήθεια ότι κομμουνισμός σε μια χώρα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Πάντα η ωρίμανσή του θα εξαρτάται από το διεθνή συσχετισμό δύναμης, από το επίπεδο της ταξικής πάλης παγκόσμια. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει δικαιολογία για πισωγυρίσματα. Οι δυνάμεις που απελευθερώνει ο σοσιαλισμός στην πορεία του προς τον κομμουνισμό είναι τόσο μεγάλες, που επιτρέπουν στις χώρες που νικάει η επανάσταση, να βρίσκονται συνεχώς στην οικονομική, ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία. Τα λάθη και οι καθυστερήσεις, σε μικρότερο βαθμό οφείλονται στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα. Κύρια έχουν τη ρίζα τους στις εξελίξεις που συντελούνται στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών χωρών. Η σοσιαλιστική ανάπτυξη οφείλει να προσεγγίζει τα όρια του συσχετισμού δύναμης. Η ίδια όμως αυτή η ανάπτυξη δημιουργεί νέο ευνοϊκότερο συσχετισμό σε μια διαλεκτική πορεία με κατεύθυνση τον παγκόσμιο κομμουνισμό.

Είναι επίσης αλήθεια ότι η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αυτόματα και ακαριαία - με βάση τον ανθρώπινο χρόνο - σε όλη τη Γη. Είναι αντικειμενικά αναγκαία μια περίοδος περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, όπου τα δυο κοινωνικά - οικονομικά συστήματα είναι υποχρεωμένα να συμβιώσουν με ταυτόχρονη όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Και οι κομμουνιστές δε φοβούνται την όξυνση της ταξικής πάλης σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι, όμως, απαραίτητη μια νέα Διεθνής των κομμουνιστών, που θα στοιχίζει τις επαναστατικές δυνάμεις σε ενιαία κατεύθυνση. Που θα επιδιώξει την ιδεολογική και πολιτική ενότητα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.

Η προηγουμένη Διεθνής έληξε άδοξα, κάτω από την πίεση του ιμπεριαλισμού, με μια κίνηση υποταγής της στρατηγικής στην τακτική, αποδυναμωμένη από τις αντιφάσεις της, τις αυταπάτες της και τις αδυναμίες του κομμουνιστικού κινήματος.

Μια σειρά ερωτήματα και μια θέση ακόμα. Η γνώση, η επιστημονική γενίκευση και η επαναστατική θεωρία ήταν αναμενόμενο να πάρουν εκρηκτική ανάπτυξη σε συνθήκες πολιτικής εξουσίας των άμεσων παραγωγών. Γιατί δεν έχουμε σήμερα στα χέρια μας το καταστάλαγμα μιας τέτοιας διεργασίας; Δεν έφθασε ακόμα σε μας ή δε συνέβη ποτέ κάτι τέτοιο;

Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ ήταν αναμφίβολα μια ποιοτική στροφή - προς τα πίσω - στην ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης. Ποιες ήταν οι ποσοτικές αλλαγές που σημειώθηκαν στα χρόνια που προηγήθηκαν και, σωρευμένες, οδήγησαν σε μια τέτοια εξέλιξη;

Και συνοψίζοντας.

Εχει κάποια πρακτική αξία για τους κομμουνιστές, να μιλήσουν σήμερα πιο συγκεκριμένα για τον κομμουνισμό;

Φυσικά και έχει. Πρώτα από όλα δικαιώνεται ο τίτλος μας. Επειτα, αν δεν το κάνουμε, κινδυνεύουμε να χάσουμε το τρένο της πολιτικής πρωτοπορίας.

* Αν σε μια υποθετική παγκόσμια καταστροφή, χάνονταν τα βιβλία και έμεναν ανέπαφες οι μηχανές, η ανθρώπινη ιστορία θα ήταν καταδικασμένη να ξεκινήσει από την αρχή. Οι άνθρωποι δε θα ήξεραν τι να τις κάνουν και θα τις μετέτρεπαν σε είδωλα - αντικείμενα λατρείας, έργα ανώτερων όντων. Αν αντίστροφα καταστρέφονταν οι μηχανές και σώζονταν τα βιβλία, σε σχεδόν ακαριαίο ιστορικό χρόνο, η ανθρωπότητα θα γινόταν ικανή να συνεχίσει την ιστορική εξέλιξη από εκεί που σταμάτησε.

ΥΓ: Φαντάζομαι, είναι κατανοητό από τους συμμετέχοντες στον προσυνεδριακό διάλογο ότι τις Θέσεις τις εξέδωσε η Κεντρική Επιτροπή και όχι ο Γ. Ρούσης.


Βασίλης Μαμάης
Αθήνα

Ορισμένες σκέψεις

Το κομμουνιστικό κόμμα και κίνημα έχουν σήμερα το «προνόμιο» να μπορούν, εκτός από τον καπιταλισμό, να μελετούν και το σοσιαλισμό. Οι κλασικοί μπορούσαν να μελετούν μόνο τον καπιταλισμό και να σκιαγραφούν βασικές αρχές του σοσιαλισμού. Ασφαλώς η Κομμούνα του Παρισιού ήταν μια μεγάλη εμπειρία για τον Μαρξ, όμως δε συγκρίνεται με τη δυνατότητα που εμείς έχουμε να διερευνήσουμε το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα. Κι αυτό μας δίνει ορισμένα πλεονεκτήματα γιατί η άμεση και συνεχής σύγκριση με τον καπιταλισμό αφ' ενός, η εξέταση με βάση τις αρχές της θεωρίας μας αφ' ετέρου, μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα και διδάγματα πολύ πιο ουσιαστικού περιεχομένου. Και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ξεχνάμε το τι παλεύουμε σήμερα.

α) Μιλώντας για εξουσίες, κάνουμε δυο βασικές διαπιστώσεις:

1. Στον καπιταλισμό την εξουσία έχει η αστική τάξη, τη διαχείρισή της όμως (κυβερνητική ευθύνη) έχει εκχωρήσει στα κόμματά της, στα οποία έχει επιτρέψει και μια σχετική αυτονομία για συγκεκριμένους λόγους, όπως η διευθέτηση των δικών της εσωτερικών αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων, αλλά και η διατήρηση και ενίσχυση των κοινωνικών της συμμαχιών, κύρια με την αντίπαλή της τάξη, την εργατική, φυσικά και με τα άλλα στρώματα. Τα αστικά κόμματα είναι η ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία της αστικής τάξης, δεν είναι όμως καθοδηγητές και οργανωτές της εξουσίας και των δραστηριοτήτων της αστικής τάξης, αντίθετα αυτή αποφασίζει και καθοδηγεί, τα κόμματά της, σαν κυβερνήσεις, εκτελούν. Τα αστικά κόμματα όμως προσπαθούν να καθοδηγήσουν και οργανώσουν την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, στο όνομα των συμφερόντων της αστικής τάξης, ταυτόχρονα οργανώνουν και ενισχύουν την αντιπαράθεση μέσα στην εργατική τάξη και ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.

2. Στο σοσιαλισμό την εξουσία έχει η εργατική τάξη (ε.τ.). Από εδώ και κάτω οι σκέψεις μου θα πάρουν τη μορφή των ερωτημάτων. Στο σοσιαλισμό η εξουσία της εργατικής τάξης θα διαχωρίζεται από την άσκησή της, δηλαδή την κυβερνητική ευθύνη; Αυτή θα «εκχωρηθεί» στην πολιτική και ιδεολογική πρωτοπορία της, στο ΚΚ; Η εξουσία της εργατικής τάξης θα είναι εξουσία της πρωτοπορίας της και αν ναι για ποιο διάστημα (λ.χ. για το μεταβατικό στάδιο περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, στα πρώτα βήματα εδραίωσης της εργατικής εξουσίας και κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του εποικοδομήματός της, αλλά βαθαίνοντας η σοσιαλιστική οικοδόμηση θα πρέπει να γίνεται εξουσία του συνόλου της ε.τ., δηλαδή το ΚΚ θα «εκχωρεί» την κυβερνητική ευθύνη στο σύνολο της τάξης); Θα αποφασίζει και πώς η εργατική εξουσία και θα υλοποιεί η κυβερνητική ηγεσία; Δικαιολογείται σχετική αυτονομία του ΚΚ σαν πολιτική και ιδεολογική πρωτοπορία της ε.τ. από την ίδια την ε.τ., όσον αφορά στην εργατική εξουσία και στην άσκησή της; (Θεωρούμε σαν δεδομένο πως η εξουσία της ε.τ. στηρίζεται στην ενότητά της και στη συμμαχία της με τα άλλα λαϊκά στρώματα στο όνομα της εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων). Το ΚΚ θα παραμένει πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική καθοδήγηση, όχι πλέον απλά της ε.τ. αλλά της δικτατορίας του προλεταριάτου και μάλιστα στο βαθμό που θα υπάρχει ανάγκη ξεπεράσματος αντιθέσεων και αδυναμιών στη σοσιαλιστική κοινωνία και στην εδραίωση των σοσιαλιστικών σχέσεων σε κάθε πλευρά των δραστηριοτήτων της και κύρια για το πέρασμα στην κομμουνιστική κοινωνία; Η μελέτη του σοσιαλισμού θα βοηθήσει αποφασιστικά στα ζητήματα αυτά.

β) Με τι κριτήρια αξιολογούμε και προκαθορίζουμε την ισχύ και εφαρμογή ορισμένων αξιών στο σοσιαλισμό. Φαίνεται πως υπάρχει ήδη μια αντιπαράθεση για τους όρους αμοιβής της εργατικής δύναμης, αν θα γίνεται με βάση το χρόνο εργασίας ή με βάση την ποιότητα και ποσότητα του αποτελέσματος της εργασίας. Και για το ζήτημα αυτό η μελέτη του σοσιαλισμού θα μας βοηθήσει, ταυτόχρονα όμως η σύγκριση με το καπιταλιστικό σήμερα έχει σημασία.

* Σήμερα π.χ. διεκδικούμε 35ωρο, 5ήμερο, 7ωρο, δηλαδή ενιαίους όρους για το χρόνο εργασίας για όλους τους εργαζόμενους και ενιαία αμοιβή (λ.χ. κατώτερο μισθό 1.400 ευρώ). Στο σοσιαλισμό αυτό μπορεί να δημιουργήσει αντιφάσεις ή να λύσει προβλήματα, όπως η διαφορά ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία; ΄Η θα είναι ισοπεδωτική;

* Αν πάμε με βάση το χρόνο, το σύστημα θα καταλήξει να μετράει τα λεπτά που ο εργαζόμενος έλειψε από την εργασία του για χ λόγους, θα έχουμε ενεργό και ανενεργό χρόνο εργασίας; Θα οδηγεί αυτό τους εργαζόμενους να θέλουν να δουλεύουν περισσότερο, σε βάρος της ποιότητας ζωής τους, για να έχουν μεγαλύτερες απολαβές;

* Αν πάμε με βάση την ποιότητα και ποσότητα, μπορούμε να εκτιμήσουμε την επενέργεια της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου, της εξειδίκευσης του κλάδου, της φυσικής δεξιότητας και ικανότητας του κάθε εργαζόμενου, των ιδιαίτερων προβλημάτων κλπ. που μπορούν να οδηγήσουν σε διαχωρισμούς και αντιπαραθέσεις μέσα στην εργατική τάξη (κάτι που κάνει σήμερα το κεφάλαιο);

Χρειάζεται λοιπόν καλή επεξεργασία του «με βάση την προσφορά του» που καθόρισε ο Μαρξ, βλέποντας πάντα προς το «με βάση τις ανάγκες του» στο επόμενο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Σήμερα στον καπιταλισμό προβάλλουμε το αίτημα της «ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης». Μια μηχανιστική εφαρμογή του μαρξιστικού αξιώματος «με βάση την προσφορά του» στο σοσιαλισμό θα σήμαινε ίσως οπισθοχώρηση από αυτό που ζητάμε στον καπιταλισμό. Τα αιτήματα που διαμορφώνουμε στον καπιταλισμό έχουν τέτοια διάσταση και έκφραση γιατί απαντούν στην ανάγκη της πληρωμής της εργατικής δύναμης σαν εμπόρευμα, που χρειάζεται για την αναπαραγωγή της προς όφελος των καπιταλιστών. Στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει αυτή η βάση, στο βαθμό λοιπόν που η εργατική δύναμη είναι ο παράγοντας που εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση των βασικών, σύγχρονων αναγκών του συνόλου της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων (δωρεάν υγεία, παιδεία, κοινωνικές υπηρεσίες, φτηνές άλλες υπηρεσίες, κατοικία, ακόμη και τη διατροφή σε ένα βαθμό, σε υπηρεσίες, επιχειρήσεις, εργοστάσια κλπ.) η αμοιβή της θα σκοπεύει σε ανάγκες όπως ρουχισμός, οικιακός εξοπλισμός και φυσικά εξυπηρέτηση του ελεύθερου χρόνου (διασκέδαση, πολιτισμός, ψυχαγωγία, αθλητισμός) κλπ. Αν όμως για όλα αυτά στον καπιταλισμό παλεύουμε να ικανοποιούνται σαν «σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων», ασφαλώς στο σοσιαλισμό δεν μπορεί παρά να υπάρχουν όροι που θα τα εξασφαλίζουν για όλο το λαό. Και σ' αυτά ειδικά η εμπειρία του σοσιαλισμού είναι ανεκτίμητη.

Φυσικά, να μην αγνοήσουμε πως σε έκτακτες καταστάσεις πιθανόν να χρειαστούν έκτακτα μέτρα και υποχωρήσεις, όπου πραγματικά η πρωτοπορία της εργατικής τάξης και άλλων στρωμάτων (επιστήμονες, γιατροί κ.ά.) να απαιτηθεί να υπερβάλουν σαν προσφορά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στα ωράρια και στην παραγωγικότητα κλπ., χωρίς αυτό να ανατρέπει τον γενικό προσανατολισμό προώθησης και υλοποίησης θετικών όρων για τη ζωή συνολικά του λαού.


Τάσος Κλάδης
ΚΟΒ ΟΤΕ

Για το δεύτερο θέμα

Ο βασικός λόγος για τον οποίο πρέπει να αναζητηθούν οι αιτίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, είναι η αποφυγή επανάληψης της αρνητικής εμπειρίας κατά την επόμενη προσπάθεια οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Συνεπώς, δεν αρκεί η καταγραφή λαθών και προσεγγίσεων, αλλά χρειάζεται η απάντηση στο «γιατί» συνέβησαν αυτά, και ποια είναι η ασφαλιστική δικλείδα για να μην επαναληφθούν.

Ουσιαστικά πρέπει να απαντηθεί το πώς είναι δυνατόν, σε οποιοδήποτε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, η τάξη που, θεωρητικά, κατέχει την εξουσία να «επιτρέπει» την τροποποίηση των κοινωνικοοικονομικών δομών έτσι ώστε να οδηγείται, εν κατακλείδι, στην απώλεια της εξουσίας που κατέχει. Και μόνο με πυξίδα το απλό ταξικό ένστικτο, ποτέ οι κατέχουσες την εξουσία τάξεις, σε όλη τη διαχρονική ιστορία της ανθρωπότητας, δεν επέτρεψαν να συμβεί κάτι τέτοιο. Ακόμα και όταν επρόκειτο για πισωγυρίσματα και παλινορθώσεις, το πέρασμα από το ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα στο άλλο έγινε μέσα από σκληρές συγκρούσεις και όχι διά της «διολισθήσεως». Πολύ περισσότερο που η, θεωρητικά, κατέχουσα την εξουσία εργατική τάξη, στην ΕΣΣΔ, ήταν εξοπλισμένη με τη θεωρία του επιστημονικού σοσιαλισμού και τις μελέτες των κλασικών.

Από την άλλη, έτσι ή αλλιώς, σε μια ταξική κοινωνία, ανεξάρτητα αν οι τάξεις που την απαρτίζουν είναι μεταξύ τους «φιλικές», αντικειμενικά, κάθε μέτρο που παίρνεται έχει ταξικό χαρακτήρα, και συνεπώς κάποια τάξη εξυπηρετεί και κάποια όχι. Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, τα μέτρα που παίρνονταν, μόνο την εργατική τάξη δεν εξυπηρετούσαν, αναφορικά πάντα με την κατοχή της εξουσίας από την πλευρά της.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι στην ΕΣΣΔ η εργατική τάξη δεν κατείχε την εξουσία. Αυτόματα προκύπτει το ερώτημα του ποιος ήταν τελικά ο κάτοχος της εξουσίας, και βέβαια αν κάτι τέτοιο ίσχυε εξ αρχής ή αν άλλαξε στην πορεία.

Θεωρώ ότι η προσέγγιση πως την εξουσία κατείχε το ΚΚΣΕ στο όνομα της εργατικής τάξης δεν έχει βάση. Τα κόμματα ασκούν εξουσία, εκφράζοντας κάθε φορά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης, αλλά δεν κατέχουν τα ίδια την εξουσία. Η εξουσία πάντα κατέχεται από την τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής και κατ' επέκταση μπορεί να ιδιοποιηθεί το κοινωνικό προϊόν.

Σύμφωνα με τη λενινιστική προσέγγιση «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας» (Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 39, σελ. 15).

Σύμφωνα με τους Σοβιετικούς θεωρητικούς, στη Σοβιετική Ενωση υπήρχαν τρεις, φιλικά συνεργαζόμενες μεταξύ τους, τάξεις: οι εργάτες, οι κολχόζνικοι αγρότες και η διανόηση. Ο ρόλος της κάθε μιας τάξης στην παραγωγή ήταν συγκεκριμένος, με τους διευθυντές των επιχειρήσεων να προέρχονται κατά κύριο λόγο από την τάξη της διανόησης. Θεωρητικά, η πολιτική εξουσία ήταν στα χέρια της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, και αυτό υποτίθεται πως τεκμηριώνεται από το ότι τα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνικοποιημένα.

Ωστόσο, με βάση τη λενινιστική προσέγγιση που αναφέρθηκε παραπάνω, για να φτάσουμε στο ποια τάξη κατείχε την εξουσία, δεν αρκεί να δούμε μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς που ίσχυε για τα μέσα παραγωγής, αλλά και τη «σχέση» κάθε τάξης με αυτά, αναφορικά και με τον τρόπο ιδιοποίησης του κοινωνικού πλούτου.

Από το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το Σοσιαλισμό, και συγκεκριμένα από τις Θέσεις 18, 19, και 20 γίνεται σαφές ότι υπήρχε «προνομιακή» σχέση των κολχόζνικων αγροτών και των διευθυντικών στελεχών (δηλ. του μεγάλου τμήματος της διανόησης) με τα μέσα παραγωγής και το παραγόμενο κοινωνικό προϊόν. Η προνομιακή αυτή σχέση είχε να κάνει με ζητήματα που άπτονταν στη διεύθυνση των επιχειρήσεων και στην απόσπαση των σοσιαλιστικών μονάδων από τον κεντρικό σχεδιασμό, στην ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος από τους κολχόζνικους, οι οποίοι έφτασαν να κατέχουν και ως ιδιοκτήτες μέσα παραγωγής (τρακτέρ), στις οικονομικές απολαβές των διευθυντών και στην έντονη διαφοροποίηση αυτών από τις οικονομικές απολαβές των εργατών, στα πριμ, στην παράνομη συσσώρευση πλούτου κλπ. Φυσικά, όλα τα παραπάνω, όχι μόνο δεν αφορούσαν την εργατική τάξη, αλλά σαφώς στρέφονταν εναντίον της.

Αλλωστε στη Θέση 17 ξεκαθαρίζεται ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην ΕΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ενώ στη Θέση 19 παρουσιάζεται η «διείσδυση» αυτού και στη βιομηχανία, όπου οι διευθυντές των επιχειρήσεων λειτουργούσαν πια σαν ιδιοκτήτες αυτών.

Αυτό που δεν αναφέρεται στις Θέσεις είναι ότι, μετά την Επανάσταση του Οκτώβρη, τα μέσα παραγωγής διευθύνονταν από συλλογικά, εκλεγμένα από τους εργάτες, όργανα και κάθε στιγμή ανακλητά. Λόγω όμως των τεράστιων δυσκολιών, εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου, ήδη, από το 1918, και από τον ίδιο τον Λένιν, οι εκλεγμένες διοικήσεις εγκαταλείφθηκαν, και τη θέση τους πήραν μονοπρόσωπες διοικήσεις, οι οποίες δεν εκλέγονταν, αλλά διορίζονταν. Ο Λένιν βέβαια παραδέχτηκε ανοιχτά ότι το συγκεκριμένο μέτρο ήταν σαφής υποχώρηση, δεν αποτελούσε εφαρμογή του μαρξισμού και δεν είχε καμία σχέση με τις αρχές της Κομμούνας, αλλά ήταν αναγκαία ταχτική για να μπορέσουν να λειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και να αντιμετωπιστεί η κατάσταση. Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι ότι το συγκεκριμένο μέτρο παρέμεινε ως τέτοιο καθ' όλη τη διάρκεια ζωής της ΕΣΣΔ, με τις εξουσίες των διευθυντών σταθερά να διευρύνονται. Φυσικά, οι διευθυντές ήταν «ειδικοί» και άρα προερχόμενοι από την τάξη της διανόησης.

Με βάση τα παραπάνω, θεωρώ πως το μεγάλο πρόβλημα που υπήρχε, από τη γέννηση του σοσιαλιστικού κράτους, ήταν ότι η συμμαχία των τριών τάξεων ήταν ετεροβαρής, σε βάρος της εργατικής τάξης, ενώ με την πάροδο του χρόνου η συμμετοχή της εργατικής τάξης στην πολιτική εξουσία σταθερά απομειωνόταν για να φτάσει κάποια στιγμή να μην υφίσταται καθόλου.

Μια τέτοια θεώρηση εξηγεί και το γιατί η εργατική τάξη δεν υπερασπίστηκε την εξουσία που θεωρητικά έχανε κατά τη φάση της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Απλά δεν έχανε τίποτα για να το υπερασπιστεί. Ακόμα, έτσι εξηγείται η σταθερά απομειούμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης, στον εργατικό έλεγχο και στην οργάνωση της εργασίας, με τις αντίστοιχες βέβαια συνέπειες στη διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης.

Αναφορικά με το ζήτημα της δεξιάς οπορτουνιστικής διολίσθησης του ΚΚΣΕ, νομίζω ότι το καθοριστικό σημείο ήταν η ταύτιση του Κόμματος με το κράτος. Δεδομένου ότι η πολιτική εξουσία ανήκε κατά πρώτο λόγο στους «συμμάχους» και κατά τελευταίο λόγο στην εργατική τάξη, το κράτος λειτουργούσε βασικά για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των «συμμάχων». Η ταύτιση Κόμματος - κράτους οδήγησε το ΚΚΣΕ σταδιακά να χάσει τα ταξικά χαρακτηριστικά του, ακριβώς γιατί προσπάθησε να εκφράσει κατά πρώτο λόγο τα συμφέροντα τόσο των κολχόζνικων όσο και των διανοουμένων, οι οποίοι, αμφότεροι, θεωρώ ότι αποτέλεσαν την κοινωνική ρίζα του οπορτουνισμού στην ΕΣΣΔ. Γιατί, βέβαια, ο οπορτουνισμός δεν είναι «αυτοφυές ιδίωμα», χρειάζεται κοινωνική βάση για να αναπτυχθεί.

Τελειώνοντας, θέλω να σημειώσω ότι σίγουρα ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε δεν ήταν ο σοσιαλισμός που οραματίστηκαν οι κλασικοί, ούτε ο σοσιαλισμός που ονειρευτήκαμε εμείς.

Ωστόσο, πιστεύω ότι η μεγαλύτερη προσφορά της ύπαρξής του είναι το ότι εξόπλισε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα με μεγάλη πείρα, η οποία αν και αρνητική στη γέννησή της, μπορεί να μετεξελιχθεί σε θετική αν σωστά μελετηθεί και αξιοποιηθεί κατά την επόμενη έφοδο στον ουρανό.


Αθηνά Χατζοπούλου
Θεσσαλονίκη

Παρατηρήσεις σε πλευρές των Θέσεων για το Σοσιαλισμό

Μεγάλο πολιτικό χρέος και ασίγαστη ανάγκη είναι η μελέτη της εμπειρίας της πρώτης προσπάθειας του ανθρώπου να οικοδομήσει σοσιαλισμό και η διερεύνηση των παραγόντων που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης. Χρέος που πηγάζει από το καθήκον του Κόμματος να καθοδηγήσει την εργατική τάξη να πετύχει την ανατροπή του καπιταλισμού και να ξεκινήσει την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας, εξοπλισμένη από την πείρα της Εποποιίας της Οχτωβριανής Επανάστασης και τη δημιουργία της Σοβιετικής Ενωσης.

Μπροστά στο κείμενο με τις Θέσεις για το Σοσιαλισμό, με δεδομένη τη σοβαρότητα του ζητήματος και τις προγραμματικές προεκτάσεις του, δεν μπορεί παρά μόνο με αυστηρότητα να τοποθετηθεί κανείς, όπου χρειάζεται, έστω κι αν η προσωπική οπτική γωνία αποδειχτεί στο τέλος λαθεμένη.

Οι Θέσεις σωστά μελετούν την οικονομία (τον τρόπο παραγωγής - τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγικές σχέσεις) ως έναν σημαντικότατο εσωτερικό παράγοντα που πάνω του βρήκε έδαφος και ρίζωσε νικηφόρα η αντεπανάσταση, αλλά δεν είναι μοναδικός ούτε από μόνος του ικανός, παρά τις όποιες στρεβλώσεις, να οδηγήσει στο πισωγύρισμα. Κι από το Εποικοδόμημα μια γρήγορη, ανεπαρκή, ματιά στο ρόλο του Κόμματος και μια ακόμα στην πορεία της Σοβιετικής Εξουσίας, ισορροπώντας πάνω στο 20ό Συνέδριο χωρίζοντας, ανομολόγητα είναι αλήθεια, στην «πριν» περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και στην «μετά» έναρξη της σοσιαλιστικής αποικοδόμησης. Ετσι γεννιέται η απορία με ποιο τρόπο τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης χτίζανε σοσιαλισμό σε συνθήκες και με υλικά αποδόμησης; Αναπάντητο μένει εκείνο το ερώτημα που, αμείλικτο, φώλιασε μέσα μας από την πρώτη στιγμή των τραγικών εκείνων ημερών: Γιατί δεν υπήρξε αντίδραση από τις κομματικές δυνάμεις, από την εργατική τάξη, από το λαό της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών; Εχω την αίσθηση ότι την απάντηση θα τη βρούμε όταν στα σοβαρά μελετήσουμε εκείνο το μέρος του Εποικοδομήματος που αναφέρεται στις Μορφές της Κοινωνικής Συνείδησης (Ιδέες, Αντιλήψεις, Πεποιθήσεις) και στις Διαδικασίες της Κοινωνικής Ζωής (Διαίρεση των ανθρώπων σε στρώματα, κοινωνικές ομάδες, επαγγέλματα, κομμουνιστόχρωμους διευθυντάδες, μεγαλοστελέχη κλπ.).

Στις αδύνατες πλευρές των Θέσεων:

1) Η σοσιαλιστική οικοδόμηση πράγματι είναι μια ενιαία διαδικασία η οποία ξεκινά με την κατάληψη της εξουσίας, περιέχει τη λεγόμενη «μεταβατική περίοδο» ως μέρος της πρώτης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι μπορούμε έτσι απλά να παίρνουμε στοιχεία που μπορούν να διαμορφωθούν σε άλλες φάσεις και να τις τοποθετούμε κατά βούληση - ίσως κατά σύγχυση - αλλού. Εκείνο που ολοκληρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '30 δεν είναι η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Δεν είναι αρκετό. Πλήρη κατάργηση των Καπιταλιστικών Σχέσεων σημαίνει πλήρη κυριαρχία των Κομμουνιστικών Σχέσεων, πέρασμα δηλαδή στην Ανώτερη Βαθμίδα, πράγμα που στη μεγαλειώδη ιστορία της ΕΣΣΔ και παρά τα μοναδικά επιτεύγματα της, ουδέποτε συνέβη. Η κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», που ίσχυσε μέχρι τις ανατροπές, δεν μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή. Είναι τέτοια. Στον ανώριμο κομμουνισμό ο νόμος της αξίας έχει ισχύ στο βαθμό που παραμένουν μορφές της εμπορευματικής παραγωγής είτε ατομικής είτε ομαδικής. Βέβαια η λειτουργία του νόμου της αξίας περιορίζεται από τη λειτουργία του κεντρικού σχεδιασμού. Ασφαλώς ο νόμος της αξίας δεν αποτελεί νομοτέλεια του σοσιαλισμού, δεν ενσωματώνεται στο σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι στοιχείο ξένο και βρίσκεται σε αντίφαση με την κοινωνική ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό. Αυτή η αντίφαση ξεπερνιέται με τη μετατροπή όλης της παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Μέτρο της εργασίας σ' αυτή τη φάση προσδιορίζεται η διάρκειά της (χρόνος) και η έντασή της. Σωστά στο Πρόγραμμα του Κόμματος αναφέρεται:

«Δημιουργούνται οι υλικές προϋποθέσεις για την κατάργηση όχι μόνο κάθε πηγής ταξικής εκμετάλλευσης, αλλά και κάθε πηγής κοινωνικής καταπίεσης. Η διαδικασία ολοκληρωτικής κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο στην Ελλάδα, που θα επηρεαστεί, ασφαλώς, και από το διεθνές πλαίσιο, θα είναι πολύπλοκη, λόγω των δυσκολιών που κληρονομεί στη νέα κοινωνία ο ελληνικός καπιταλισμός και η συμμετοχή του στους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Η σοσιαλιστική εξουσία υπολογίζει την επίδραση της λειτουργίας του νόμου της αξίας, αξιοποιεί τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις στα πλαίσια της σχεδιασμένης παραγωγής και της κοινωνικής ιδιοκτησίας, με στόχο το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής...»

Στο βαθμό που εξακολουθεί να λειτουργεί το «ανάλογα με την εργασία του», και ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλο είναι το τμήμα της σοσιαλιστικής παραγωγής που διανέμεται έτσι, τότε οι θέσεις περί «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» της δεκαετίας του '30 μέχρι το «Παλλαϊκό Κράτος» δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να συντηρούν στο εποικοδόμημα την κληρονομιά των ιδεολογιών, των ηθικών κανόνων, των αντιλήψεων και της κοσμοθεωρίας των προηγούμενων ταξικών - εκμεταλλευτικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, εξισώνοντας έναν ανύπαρκτο ηθικό καπιταλισμό με τον σοσιαλισμό ως φρεναρισμένη διαδικασία που εξελίσσεται μονάχα στο επίπεδο της «θεωρίας» κι αυτό στρεβλωμένα.

2) Η αναφορά σε «συνεπείς δυνάμεις», «συνεπές ρεύμα» κλπ. γίνεται ενοχλητική, ιδιαίτερα διότι: α) αποδεικνύεται η ορθότητα ή όχι της θέσης, από το αποτέλεσμα στο βάθος του χρόνου, β) συνεκδοχικά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλοι οι άλλοι που είχαν θέση - πρόταση η οποία αποδεικνύεται λιγότερο σωστή ή λαθεμένη είναι το λιγότερο «ασυνεπείς δυνάμεις» και εν πολλοίς «ύποπτοι», ίσως, αντισοσιαλιστικής δράσης, γ) αφορά, κύρια, κομματικά στελέχη, οικονομολόγους και κάποιους διανοούμενους, αφήνοντας έξω από την όποια ιδεολογική διαμάχη, με ελιτίστικο τρόπο, τα απλά μέλη, την εργατική τάξη και τον λαό, δ) νομιμοποιεί με επικίνδυνο τρόπο τη σκέψη πως μπορεί κανείς να κάνει τέτοιους διαχωρισμούς με βάση την προσωπική του αντίληψη για τα πράγματα.

3) Ο ρόλος της προσωπικότητας αναντίρρητα είναι σοβαρός αλλά δεν μπορεί να είναι καθοριστικός σε τέτοιο βαθμό ώστε από αυτή να εξαρτάται η παραπέρα σοσιαλιστική οικοδόμηση ή το πισωγύρισμα. Η αναφορά στον Γ.Γ. του Κόμματος όχι ως χρονικός προσδιορισμός της περιόδου αλλά ως ποιοτική εκτίμηση των πολιτικών αποφάσεων είναι ιδιαίτερα προβληματική. Αν στέκει ως πραγματικότητα τότε έχουμε να κάνουμε με σοβαρές παραβιάσεις της κομματικής λειτουργίας. Δεν αναφέρομαι μόνο στον Στάλιν, τον Χρουστσόφ ή τον Μπρέζνιεφ αλλά και στη μη εκτίμηση της «περιόδου Αντρόποφ», η οποία «ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ αυτής της περιόδου γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού». Τούτα τα κείμενα ποιος τα εμπόδισε να φανούν πριν το 1982 και ποιος τα εξαφάνισε αμέσως μετά; Με την ίδια λογική το 20ό Συνέδριο πήρε σημαντικότατες αποφάσεις που σημάδεψαν την πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αλλά όλες πάταγαν γερά σε προηγούμενες αποφάσεις του ΚΚΣΕ. Συνεπώς δεν είναι σωστό ότι σημειώνεται στροφή, πιο πολύ με ποιοτικό άλμα μοιάζει.

Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι η νέα αστική τάξη η οποία αποκτά σιγά - σιγά τον έλεγχο και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν προέρχεται από την παλιά αστική τάξη και τους εκφραστές των συμφερόντων της οι οποίοι φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί με την κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας από τα μέσα της δεκαετίας του '30. Οι νέοι αστοί ξεπηδούν μέσα από τα σπλάχνα του Κόμματος. Διεφθαρμένα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και του εμπορίου νομιμοποιούν και επενδύουν κεφάλαια που έχουν ήδη στην κατοχή τους συσσωρευμένα με λαθρεμπόριο και μαύρη αγορά.

Σύντροφοι, παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει στη μελέτη της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και των παραγόντων της ήττας και της επικράτησης της αντεπανάστασης, όπως εκτιμά και η ΚΕ, έχουμε πολύ δρόμο ακόμα μπροστά μας και χρέος να δώσουμε συνέχεια.


Ανδρέας Δενεζάκης
ΚΟΒ Ανω Ιλισίων

Τα λάθη του ΚΚΣΕ, να μην γίνουν και λάθη δικά μας

Σημειώνω από την αρχή ότι αναφέρομαι σε παράλληλες καταστάσεις τόσο για το ΚΚΣΕ, όσο και για το δικό μας Κόμμα για δύο λόγους: Πρώτο διότι διαβλέπω μια παράλληλη διαδικασία, και δεύτερο διότι πιστεύω ότι δεν κάνουμε φιλολογική ή ιστορική συζήτηση αλλά προσπαθούμε να πάρουμε διδάγματα από την Ιστορία μας, τα λάθη του ΚΚΣΕ, να μη γίνουν και λάθη δικά μας.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε κανένα από τα θετικά επιτεύγματα του σοσιαλισμού ή αν θέλετε του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ήταν ακατανόητη η άποψή μας ως «ανατροπής» για τα όσα συνέβαιναν τότε, και ευτυχώς οι τωρινές Θέσεις έχουν μεταβληθεί σχετικά.

Δεν είναι δυνατόν σύντροφοι, μόνο από ιδεολογική διάβρωση σχετικά με θέματα οικονομίας, ιδιοκτησίας, ή ελκυστικών καπιταλιστικών εξαγγελιών καταναλωτικής υφής ή ακόμη και ελευθερίας ή «ελευθερίας» ή ό,τι άλλο τους πότιζε η αστική προπαγάνδα να έκανε απαθείς στη διάλυση τους Σοβιετικούς πολίτες. Είναι προφανές ότι κάτι άλλο υπήρχε, στο κάτω - κάτω και το γεγονός ότι ρίζωνε και καρποφορούσε η αστική προπαγάνδα, κάτι σήμαινε.

Πέρα από τα θέματα οικονομίας - και παραμένει το ερώτημα γιατί να γίνουν τέτοια λάθη - καθοριστικά υπήρξαν:

  • το θέμα της εσωκομματικής δημοκρατίας
  • το θέμα της κομματικής ιεραρχίας
  • το θέμα των «επαγγελματικών στελεχών»
  • το θέμα της λειτουργίας της ΚΟΒας

και τις συνέπειές τους:

  • Τη δημιουργία κομματικής γραφειοκρατίας (νομενκλατούρας)
  • Την απομάκρυνση των πολιτών από το Κόμμα

και επανέρχομαι, μήπως και τα λάθη στην οικονομία ευδοκιμούν στις παραπάνω συνθήκες;

Υπήρχαν ολόκληρα βιβλία και μελέτες στη δεκαετία του '80 για το θέμα αυτό, τα οποία εμείς τα χαρακτηρίζαμε συλλήβδην «αντικομματικά κατασκευάσματα της αστικής προπαγάνδας» και τελειώναμε...

Είπαμε ήδη για το θέμα της λειτουργίας της ΚΟΒας, στο σημείωμά μου για το πρώτο μέρος του διαλόγου.

Τα επαγγελματικά στελέχη, βλ. όμοια το κείμενό μου για το 1ο μέρος του διαλόγου.

Από κει και πέρα, όταν αρχίσεις την κατηφόρα, δε σταματάς, εκτός αν σε σταματήσουν, και σ' αυτό να διευκρινίσουμε δύο πράγματα:

Στο «δε σταματά ο κατήφορος»: Επί Χρούστσεφ δημιουργήθηκαν τα καταστήματα με δυτικά είδη που ήταν μόνο για στελέχη ή για όσους πλήρωναν σε δολάρια (με αποτέλεσμα να διαφθείρονται συνειδήσεις και να οργιάζει το λαθρεμπόριο), τα ειδικά νοσοκομεία για στελέχη, οι ειδικές εξοχικές κατοικίες (οι γνωστές ντάτσες) μόνο για στελέχη, και φτάνουμε όπου μπορούνε να φτάσουν.

Στο «αν σε σταματήσουν». Είναι προφανές ότι τελικά το νέο κομματικό κατεστημένο ισχυροποιείται τόσο που παίρνει πια τα μέτρα του ώστε να μην το ενοχλεί κανείς. Λέγαμε από παλιά για τη συνταγματική αποδυνάμωση των σοβιέτ στο Σύνταγμα του 1970, και κανείς δε μας άκουγε, μέχρι που επιτέλους στις φετινές Θέσεις το αναλύουμε και αυτό.

Και μην παραξενευόμαστε που τα μεγαλύτερα ονόματα των εγκληματιών νεοκαπιταλιστών στη σημερινή Ρωσία υπήρξαν στελέχη του ΚΚΣΕ και της Κομσομόλ... Οι άνθρωποι πήγαν στο Κόμμα για καριέρα και όχι από ιδεολογία. Το πρόβλημα είναι πώς έφτασε το Κόμμα σε τέτοιο σημείο. ώστε να μεταβληθεί σε σπείρα καριεριστών...

Ας δούμε τώρα εξειδικευμένα, αλλά στο παραπάνω πλαίσιο που αναλύθηκε, μερικά σημεία των «Θέσεων για το Σοσιαλισμό»:

Θέση 10. Σωστά αναφέρει η Θέση ότι «...στη μελέτη της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες (χωρίς να αγνοούμε την επίδραση των εξωτερικών) γιατί η αντεπαναστατική ανατροπή δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, με την πολιτική του ΚΚ». Προφανώς, η άποψη αυτή ανατρέπει τις προηγούμενες (κατά τη γνώμη μου λαθεμένες) εμμονές του Κόμματος για «ανατροπή» και όχι «κατάρρευση» και είναι σωστότερη μια και ο όρος «κατάρρευση» εύκολα και προπαγανδιστικά να δοθεί σαν έννοια ως «κατάρρευση του σοσιαλισμού» και όχι «κατάρρευση της κρατικής υπόστασης της ΕΣΣΔ» όπως έγινε στην πραγματικότητα. Ετσι, το πρόβλημα εντοπίζεται στο ποια ήταν αυτή η «πολιτική του ΚΚ» πράγμα που αναλύσαμε ήδη.

Στη συνέχεια, στις Θέσεις 12 - 20 αναλύονται οι πλευρές της οικονομίας, ενώ στις Θέσεις 21 - 22 και 23 - 26 αναλύονται ο ρόλος του ΚΚΣΕ και η πορεία της σοβιετικής εξουσίας, που θίγουν το παραπάνω ερώτημα.

Εδώ έχω διαφωνίες, και συγκεκριμένα στο τέλος της Θέσης 22, όπου τα σημεία στα οποία κατά τις Θέσεις απαιτείται περισσότερη διερεύνηση, δείχνουν ότι το Κόμμα επιμένει στο ότι «φταίνε πάντα οι άλλοι».

Οι διαφωνίες μου είναι στα εξής: Οποια και αν είναι τα αποτελέσματα των ερευνών που προτείνει το Κόμμα στη Θέση αυτή, δεν πρόκειται να προσεγγίσουμε την αλήθεια δεδομένου ότι κατά τη γνώμη μου όλα αυτά είναι παράγωγα και όχι κύρια αίτια.

Το κύριο αίτιο, σύντροφοι, είναι γιατί το κόμμα δεν μπόρεσε να σταθεί στην πορεία του και να παραμείνει συνεπές στη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία, στο Πρόγραμμα και το Καταστατικό του;

Υποκεφάλαια αυτής της ερώτησης είναι:

  • σε ποιο βαθμό λειτουργεί ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός
  • με τι κριτήρια γίνεται η ανάδειξη στελεχών.
  • πώς ελέγχονται από τη βάση τα στελέχη.

Είναι προφανές ότι δεν παραγνωρίζουμε τις δύσκολες συνθήκες που επέβαλαν ακόμη και σκληρές τακτικές στην πορεία του Κόμματος (του ΚΚΣΕ εν προκειμένω αλλά και κάθε ΚΚ), όπως είναι προφανές ότι σε περιπτώσεις έξαρσης κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά, σκεφτήκαμε ποτέ όμως, σύντροφοι, πώς η Αστική Τάξη επιβιώνει σε επίσης δύσκολες καταστάσεις; Γιατί ένα ΚΚ να μην έχει την ευελιξία και τις εφεδρείες, ώστε να επιβιώσει σε καταστάσεις που εμφανίζονται στην πορεία του;

Αυτό είναι ένα μεγάλο Ερώτημα, που οι ρίζες του είναι πολύ βαθιές, και που εδράζονται στην ανάγκη να είναι το Κόμμα συμπαγές όχι μόνο σε εποχές επαναστατικής διαδικασίας, αλλά και συνήθους λειτουργίας εφ' όσον είναι περικυκλωμένο από τον ταξικό εχθρό.

Επί Λένιν αυτό σήμαινε διαρκή επαγρύπνηση και συνεχή αγώνα και εγρήγορση απέναντι στις καταστάσεις. Ο Λένιν δε διέγραψε ούτε εκτέλεσε στελέχη του ΚΚ, έπειθε με τις θέσεις του, και ανάγκαζε σε έξοδο από το Κόμμα όσων δεν εφάρμοζαν τις βασικές του Αρχές και το Πρόγραμμά του, αρχικά τους Εσέρους, μετά τσάκισε την εξέγερση της Κροστάνδης, όμως πρέπει να τονιστεί ότι τότε το Κόμμα λειτουργούσε σύμφωνα με τον Δημοκρατικό Συγκεντρωτισμό, έτσι, όλα τα μέλη σκέφτονταν και στην πλειοψηφία τους καταλάβαιναν το σωστό και φυσικά εφάρμοζαν και ακόμη έλεγχαν την εφαρμογή του Προγράμματος και του Καταστατικού.

Μετά, άρχισε η συγκέντρωση της Εξουσίας ανάμεσα σε συγκεκριμένους κομματικούς κύκλους (και βέβαια άλλο η συγκέντρωση της Εξουσίας και άλλο ο Δημοκρατικός Συγκεντρωτισμός) που τελικά οδήγησε στην κομματική νομενκλατούρα, η οποία άφηνε ανεξέλεγκτους τους καιροσκόπους στο να καταλάβουν το Κόμμα. Αρχισε η κομματική ιεραρχία να σημαίνει και ιεραρχία στην ορθότητα των Αποφάσεων, προχωρήσαμε στην αποδυνάμωση των σοβιέτ, στη διαφοροποίηση των μελών από τα στελέχη, και σε όσα ανέλυσα στην αρχή αυτού του κειμένου με αποτέλεσμα αυτό που τελικά επισημαίνουν έστω και με κρύα καρδιά οι Θέσεις, την απομάκρυνση των μελών από το Κόμμα κ.λπ. κ.λπ. Και επισημαίνουν επιτέλους και οι Θέσεις ως αίτια, τη «μονιμότητα των στελεχών» (Θέση 25), όπως και τη δυνατότητα «απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα» (στην ίδια Θέση). Μα, σύντροφοι, είπα εγώ κάτι διαφορετικό στο κείμενό μου (17.8.2006 προς το ΠΓ) για τα «επαγγελματικά στελέχη»;

Απλά αυτό που τονίζω συνέχεια είναι ότι η εξέλιξη (ούτε ανατροπή, ούτε κατάρρευση αν θέλετε) πρέπει να μας προβληματίσει και εμάς στο δικό μας κόμμα στο οποίο βλέπω να εξελίσσονται οι ίδιες διαδικασίες, που μοιραία θα οδηγήσουν στις ίδιες καταλήξεις. Απλά επειδή δεν είμαστε Κόμμα Εξουσίας, και δεν μπορούμε να χάσουμε κάτι που δεν έχουμε, θα οδηγηθούμε σε συρρίκνωση και η Αριστερά θα παραπαίει στα επικοινωνιακά τρικ του κάθε «έξυπνου» σοσιαλδημοκράτη, είτε αυτός είναι ο κάθε Αντρέας είτε ο κάθε Τσίπρας είτε ο κάθε επόμενος. Και το χειρότερο, δε θα κερδίσουμε αυτό που δεν έχουμε και για το οποίο παλεύουμε, την Εργατική Εξουσία, τη Δικτατορία του Προλεταριάτου και τον Σοσιαλισμό.


Γεώργιος Μ. Σαρηγιάννης
ΚΟΒ ΕΜΠ/ Δομικών

Για τις θέσεις για το σοσιαλισμό

Διαβάζοντας κανείς τις Θέσεις της ΚΕ για τον σοσιαλισμό, του δημιουργούνται μια σειρά από ερωτήματα:

Πού στηρίζουμε την άποψη ότι εκεί υπήρξε κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής;

Μπορούμε να μιλάμε για κοινωνικοποίηση και όχι για κρατικοποίηση αφού δεχόμαστε ότι εργατικός έλεγχος δεν μπορούσε να υπάρχει;

Πώς αξιολογούμε το γεγονός ότι οι παραγωγικές μονάδες στο σοσιαλισμό ήταν οργανωμένες όπως ακριβώς και οποιαδήποτε παραγωγική μονάδα στον καπιταλισμό; Δηλαδή με την πυραμοειδή οργάνωση [εργάτες - μεσαίους υπαλλήλους - διεύθυνση], αναπαράγοντας στο ακέραιο τον ανάλογο καταμερισμό εργασίας και συνεπώς και την ανάλογη κατανομή;

Πώς εξηγούμε το γεγονός ότι σ' ολόκληρη την πορεία της ΣΕ και στη διαπάλη που διεξαγόταν εκεί είναι παντελώς απούσα η κοινωνία; Πώς γίνεται η ιδεολογική διαπάλη στα πλαίσια του σοσιαλισμού να είναι υπόθεση μόνον της ηγεσίας του κόμματος; Τι σχέση έχει αυτό με το σύνθημα των μπολσεβίκων «όλη η εξουσία στα σοβιέτ»; Πώς αξιολογούμε το έλλειμμα δημοκρατίας αφού αναγνωρίζουμε ότι η εργατική τάξη ήταν απούσα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων;

Μπορούμε να στηρίξουμε την αντίληψη ότι εκεί πράγματι ο χαρακτήρας της κοινωνίας που προέκυψε ήταν σοσιαλιστικός με μόνο κριτήριο την κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και τις κοινωνικές παροχές που αποδεδειγμένα ήταν και άνισες (διαφόρων επιπέδων εκπαιδευτικά ιδρύματα, περιοχές με πολυτελείς κατοικίες, περιοχές με εργατικές κατοικίες κλπ.).

Πώς εξηγούμε το γεγονός ότι βρέθηκαν άνθρωποι [κομματικά και κρατικά στελέχη] με αμύθητες περιουσίες; Ποια ήταν η διαδρομή μέσα από την οποία μπορούσαν να πλουτίζουν ακριβώς όπως και στον καπιταλισμό; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι κάτι τέτοιο δε θα ξαναγίνει; Μήπως προάγοντας την ηθική που πρέπει να έχει ένας κομμουνιστής; Κάτι τέτοιο διαφαίνεται από τις θέσεις, αλλά δεν απαντάμε στο πώς θα το πετύχουμε και γιατί εκεί δεν το πέτυχαν. Προφανώς εμείς είμαστε και θα παραμείνουμε καλύτεροι κομμουνιστές από τους σοβιετικούς;

Πώς γίνεται όλες οι σοσιαλιστικές χώρες ν' ακολουθούν την ίδια διαδρομή προς την καπιταλιστικοποίησή τους, ανεξάρτητα αν σε κάποιες απ' αυτές, πραγματοποιείται υπό την ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων; (Κίνα, Βιετνάμ, Κορέα κλπ.)

Ξεκινώντας τη μελέτη από την πρώτη χώρα που πραγματοποίησε την επανάσταση, φαίνεται μεθοδολογικά σωστό, αλλά δεν είναι, αφού έτσι δεν μπορούμε να έχουμε συνολική εικόνα, άρα και πιο ασφαλή. Τι θα γίνει π.χ. όταν θ' αναζητήσουμε ερμηνείες για την πορεία της Κίνας; Θ' αναζητήσουμε και το Κινέζικο 20ό Συνέδριο;

Οι Θέσεις δίνουν την εντύπωση ότι περισσότερο ενδιαφέρει η θεωρητικοποίηση όσων έγιναν στη ΣΕ, παρά η πραγματική μελέτη των γεγονότων. Εισάγουν την ταξική πάλη για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη μεταβατική περίοδο, αλλά δεν προσδιορίζουν ούτε τις μορφές της, ούτε το πεδίο που διεξάγεται αυτή. Αφήνουν ν' αποκομίζεται η εντύπωση ότι αυτή κυρίως εκφράζεται μέσα στα πλαίσια του κόμματος και μάλιστα στα υψηλά του κλιμάκια. Υπαινίσσονται σαφώς έναν διαφορετικό ρόλο του κόμματος στη σχέση κοινωνία - κόμμα, κατά τρόπο επικίνδυνο για τον ιδεολογικό μας προσανατολισμό.

Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορείς να εξετάζεις μιαν ολόκληρη ιστορική περίοδο και να το κάνεις αποσπασματικά. Είμαστε υποχρεωμένοι την αναζήτηση να τη συνδέσουμε και με τις εξελίξεις στον καπιταλισμό, αφού όλο το διάστημα της ύπαρξης των σοσιαλιστικών χωρών τα δύο συστήματα συνυπήρξαν. Πεδίο που δεν μπορούμε ν' αγνοούμε αφού τα κριτήριά μας βασίζονται στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός των αρχών του 20ού αιώνα βρισκόταν στο ανώτατο στάδιο της ανάπτυξής του και νομοτελειακά έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας το σοσιαλισμό.

Μπορούμε όμως ν' αγνοούμε το γεγονός ότι ο καπιταλισμός τελικά όλο αυτό το διάστημα όχι μόνον δεν είχε πρόβλημα, αλλά αντίθετα αναπτύχθηκε με φρενήρη ρυθμό, καταφέρνοντας ν' αφομοιώνει προς όφελός του τις κυκλικές κρίσεις; Μπορούμε ν' αγνοούμε το γεγονός ότι στις ημέρες μας έχει γίνει το πρώτο παγκόσμιο σύστημα στην ιστορία; Το βάρος της ίδιας ιστορικής εξέλιξης μας επιβάλλει να εξετάσουμε πέραν από τις εγγενείς αντιφάσεις του και αυτό που πραγματοποιεί στην παραγωγική του βάση.

Χρειάζεται μελέτη για τις συνέπειες που έχει η είσοδος των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Μέχρι σήμερα τις αντιλαμβανόμαστε ως ένα ακόμα βήμα της τεχνολογικής ανάπτυξης, χωρίς να στεκόμαστε στα ειδικά χαρακτηριστικά τους που ίσως σηματοδοτούν το ποιοτικό άλμα στον τρόπο παραγωγής. Εχουν την τάση ν' ακυρώνουν την πολυδιάσπαση και τον αντίστοιχο καταμερισμό εργασίας. Ακυρώνουν εκ των πραγμάτων την αντίθεση μεταξύ απλής και σύνθετης εργασίας. Είναι προφανές ότι τείνουν να μηδενίσουν την αξία των εμπορευμάτων αφού τείνουν να εξοστρακίσουν τη ζωντανή εργασία από την παραγωγή. Επιταχύνουν τους ρυθμούς συγκεντροποίησης και εμβαθύνουν τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, επιβάλλοντας την ανάγκη για ευρύτερα (εδαφικά-πληθυσμιακά) σχήματα πολιτικής έκφρασης. Επιβάλλοντας δηλαδή τις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Σηματοδοτούν την ανάγκη για νέα κοινωνική οργάνωση στο βαθμό που η είσοδός τους στο χώρο της παραγωγής αλλά και στο χώρο των υπηρεσιών, ολοκληρωθεί.

Οφείλουμε να μελετήσουμε το κατά πόσο η εποχή μας για πρώτη φορά, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Οφείλουμε να μελετήσουμε προς τα πού είναι η δυναμική της σημερινής παραγωγικής βάσης και αν αυτή είναι τέτοια που από τη φύση της δε θα επιτρέψει το πισωγύρισμα στην ανισότητα. Αν δεν το κάνουμε, πολύ φοβάμαι, ότι οι εξελίξεις θα τρέχουν με ρυθμούς πυραυλικούς και εμείς με τρένο του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, με κίνδυνο να εξελιχθούμε σε χώρο που ναι μεν θα συνεχίσει να υπερασπίζεται τα λαϊκά συμφέροντα, αλλά δε θα μπορεί να συνδέει τους αγώνες με το όραμα για το αύριο της εποχής μας. Επειδή όμως η ιστορία πράγματι μαζί με τα προβλήματα γεννάει ταυτόχρονα και τη λύση τους, πολύ φοβάμαι ότι δε θα είμαστε εμείς οι κομιστές αυτής της λύσης, εάν επιμείνουμε τα ζητήματα του σοσιαλισμού να τα βλέπουμε με την οπτική του «σταλινισμού - αντισταλινισμού».

Εύχομαι το 18ο Συνέδριο να είναι μια γενναία αρχή.


Γρηγορακάκη Γιάννα
ΚΟ Εικαστικών

Σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα

Η θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα χαρακτηρίζεται ενδιάμεση και όχι ενδιάμεση και εξαρτημένη. Αυτό αφήνει ορισμένα κενά και γεννά κάποιες απορίες με δεδομένο ότι στο Πρόγραμμα του Κόμματος γίνεται λόγος για «ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση»1. Εχει αλλάξει η θέση της Ελλάδας στο σύστημα του ιμπεριαλισμού; Στις Θέσεις αναφέρεται ξεκάθαρα πως δεν έχει συμβεί κάτι τέτοιο. Δεν αναφέρεται όμως γιατί εγκαταλείπεται ο όρος εξάρτηση από τη στιγμή μάλιστα που έτσι προκύπτει και αναντιστοιχία με την προγραμματική θέση και χωρίς να έχει τεθεί ως θέμα του Συνεδρίου η αλλαγή σημείων του Προγράμματος.

Η αλλαγή αυτή σημαίνει πως θεωρούμε ότι μιλώντας για εξάρτηση δεν αποδίδεται σωστά ο χαρακτήρας των σχέσεων μεταξύ των χωρών στο σύστημα του ιμπεριαλισμού ή ότι ειδικά είναι λάθος να χρησιμοποιείται ο όρος για να χαρακτηρίσουμε τον ελληνικό καπιταλισμό;

Κατ' αρχήν στην εποχή του ιμπεριαλισμού οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ των χωρών αποτελούν «γενικό σύστημα, μέρος του συνόλου των σχέσεων του μοιράσματος του κόσμου, κρίκους της αλυσίδας των πράξεων του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου»2. Μπορεί να μην είναι σήμερα αυτές οι σχέσεις αποικιακού τύπου, όπως την εποχή του Λένιν. Ομως ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων, οξύνοντας την ανισομετρία και τις αντιθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα, οδηγεί στη διαμόρφωση νέων δεσμών εξάρτησης μέσα από διεθνείς καπιταλιστικούς Οργανισμούς και Ενώσεις και την επιβολή διεθνών κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων που καθορίζονται από το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των μονοπωλίων, μέσα από ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς επέμβασης και υποταγής.

Οσον αφορά τον ελληνικό καπιταλισμό η εξάρτηση συνδέεται με συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους της ανάπτυξής του3 και εντοπίζεται στην ανάπτυξη συγκεκριμένων κλάδων (π.χ. ενεργειακή, διατροφική, αμυντική εξάρτηση). Υπάρχουν βέβαια και νέα δεδομένα στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού: αναβάθμιση του ρόλου του στα Βαλκάνια, αύξηση της εξαγωγής κεφαλαίων, διείσδυση σε νέες αγορές, πιο στενή σύμπραξη του ελληνικού με το ξένο κεφάλαιο και πολύπλευρη διασύνδεση μαζί του. Ομως η εξάρτηση δεν είναι εξωτερικό πρόβλημα, αλλά αναπόσπαστα δεμένη με το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, τον ίδιο τον ελληνικό καπιταλισμό. Ετσι η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού ενισχύοντας την ανισομετρία ανάμεσα στους κλάδους οδηγεί στο να βαθαίνει η εξάρτηση. Η πιο πολύπλευρη διασύνδεση του ελληνικού κεφαλαίου με ξένα κεφάλαια και η συμμετοχή του σε πολυεθνικούς ομίλους διαμορφώνει βέβαια σχέσεις αλληλεξάρτησης αλλά σε ανισότιμη βάση. Τέτοιου είδους όμως σχέσεις, σε ανισότιμη βάση, δεν είναι ουσιαστικά σχέσεις οικονομικής εξάρτησης;

Είναι αλήθεια βέβαια ότι στο παρελθόν οι σχέσεις εξάρτησης χρησιμοποιήθηκαν ως αφετηρία για να υποστηριχτούν από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα λανθασμένες θέσεις - υπονομεύοντας έτσι τη χάραξη επαναστατικής στρατηγικής - περί συμμαχίας με την εθνική αστική τάξη σε μια σειρά χώρες4. Δε νομίζω ότι πρόκειται για ικανοποιητικό αντεπιχείρημα. Τέτοιου είδους προβλήματα στρατηγικής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα έχουν βαθύτερες αιτίες και συνδέονται και με αντιλήψεις που επικρατούν μετά την οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, ζητήματα που αναλύονται στις θέσεις της ΚΕ για το Σοσιαλισμό. Το κύριο όμως είναι ότι «η κατάργηση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης δεν μπορεί να γίνει δίχως να θιγεί και να ανατραπεί εκ βάθρων το ίδιο το κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην Ελλάδα»5. Πιστεύω πως πρόκειται για σημαντικό ζήτημα που χρειάζεται να συζητηθεί εκτενέστερα, από τη στιγμή μάλιστα που συνδέεται και με τον καθορισμό συγκεκριμένων καθηκόντων για την επίλυση προβλημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που θα προέρχονται από τις συνθήκες οικοδόμησης στη χώρα μας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:

1. «Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1996, σελ. 19-23.

2. Β. Ι. Λένιν: «Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σελ. 86.

3. Αναλυτικά στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ, ό.π.

4. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης τέτοιων αντιλήψεων: Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών ΕΣΣΔ, «Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ζητήματα στρατηγικής και τακτικής», «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1977.

5. 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ντοκουμέντα, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1996, σελ. 22.


Βαγγέλης Βάγιας
ΚΟΒ Κεντρικού Μενιδίου ΚΟ Αττικής

Για το δεύτερο θέμα

«Η άρρηκτη σύνδεση μεταξύ της λογικής της έρευνας και της αντικειμενικής λογικής ανάπτυξης του ίδιου του αντικειμένου»

- που αναπτύσσουν οι κλασικοί μας: Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν και εφάρμοσαν δημιουργικά για την οικοδόμηση και το στέριωμα του σοσιαλισμού ως πρώτης βαθμίδας του κομμουνισμού οι Λένιν και Στάλιν,

- είναι «η μόνη επιστημονική μέθοδος που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διερεύνησης της πραγματικότητας. Η προσέγγιση των φαινομένων, η αποσπασμένη από την αποκάλυψη της ουσίας τους, της αντικειμενικής βάσης τους, "μισοανοίγει την πόρτα" στις φιλοσοφικές αμφιταλαντεύσεις από τον υλισμό προς την πλευρά του ιδεαλισμού».

Σύντροφοι και φίλοι του ΚΚΕ.

Συζητάμε τις Θέσεις μας «Για το σοσιαλισμό», σε μια κρίσιμη περίοδο για το Κόμμα μας, για το κίνημα στην Ελλάδα, για το διεθνές κίνημα για το λόγο ότι ο καπιταλισμός έχει σαπίσει, έχει αρχίσει η κρίση - παρόλο ότι στην Ελλάδα δεν έχει ξεσπάσει ακόμα.

Βρισκόμαστε στην προσυνεδριακή διαδικασία και καθημερινά στους δρόμους του αγώνα με αφορμή τη λυσσαλέα επίθεση της αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη, ενάντια στα δικαιώματά μας.

Η επίθεση του ιμπεριαλισμού - παγκόσμια στρατηγική - μέσω των αποφάσεων των συνόδων κορυφής των κέντρων των ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ευρωπαϊκή Ενωση, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, G7 κλπ. - στην εργατική τάξη, τη νεολαία, τη φτωχή αγροτιά, παγκόσμια και στην Ελλάδα με σκοπό τη διαιώνιση του καπιταλιστικού συστήματος.

Με το μανδύα των μεταρρυθμίσεων: Καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων για την ανάπτυξη, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας - δηλ. ξεζούμισμα των εργατών, τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας και της ζωής μας με στόχο τη δουλειά μέχρι τον τάφο.

Οπλα τους: Οι Κοινοτικές Οδηγίες της ΕΕ στις συνόδους κορυφής που ακολούθησαν τη συνθήκη του Μάαστριχτ, οι αποφάσεις της Λισαβόνας, της Μπολόνιας, το Ευρωσύνταγμα, το Αντικομμουνιστικό Μνημόνιο (για τη διαστρέβλωση της ιστορίας με στόχο να σβήσουν την ιστορική μνήμη), ο εκσυγχρονισμός της εργατικής νομοθεσίας για την αντιμετώπιση των προκλήσεων του 21ου αιώνα, η ισοτιμία ΑΕΙ με ΚΕΣ, EUROJUST, EUROPOL, ο τρομονόμος, η Εκθεση Σέρκας για το 65ωρο, η συνθήκη ΠΡΟΥΜ κλπ. φυσίγγια από το οπλοστάσιο του κεφαλαίου.

Οπως σε ολόκληρο τον κόσμο έτσι και στην Ελλάδα η επίθεση της αστικής τάξης ενάντια στην εργατική τάξη. Στην εργατική τάξη και το Κόμμα της. Το τιμημένο ΚΚΕ.

Το Κόμμα μας προχωράει με σταθερά βήματα, ορθοστατόν και ορθοβαδίζον 90 χρόνια με οδηγό τη θεωρία: τις επαναστατικές υποθήκες των Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, έχοντας στο ιδεολογικό και πολιτικό του οπλοστάσιο την εμπειρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, την πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.

Συζητάμε για το σοσιαλισμό, για το στρατηγικό μας στόχο.

Η επικαιρότητα και αναγκαιότητα του σοσιαλισμού είναι η ουσία της πολιτικής μας, είναι η ορθότητα και η επαλήθευση της θεωρίας μας από τον Μαρξ μέχρι σήμερα.

Εχουμε λαμπρή ιστορία. Χρέος μας στους προλετάριους που έδωσαν τη ζωή τους από το 1871, από το 1917 μέχρι σήμερα, να τη μελετήσουμε, να τη μάθουμε και να τη διδάξουμε στις επόμενες γενιές.

Από το πρώτο κομμουνιστικό πρόγραμμα: Το μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος πριν από 160 χρόνια, από την πρώτη προλεταριακή επανάσταση: την Παρισινή Κομμούνα το 1871, αλάνθαστο κριτήριο της θεωρίας μας η επαναστατική πράξη. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση που ξεκίνησε το 1917 στη Σοβιετική Ρωσία. Η προσφορά του σοσιαλιστικού συστήματος, η ανωτερότητά του απέναντι στο αδίστακτο κτήνος: τον Ιμπεριαλισμό - ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, τα πλεονεκτήματα που παρέχει για την εργασία και την καθημερινή ζωή πρώτα και κύρια των εργαζόμενων, τα επιτεύγματα της Μεγάλης Οχτωβριανής Επανάστασης, ο ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης στην Αντιφασιστική Νίκη των λαών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθοριστικά επίκαιρα επαναστατικά θέματα για στην ημερήσια διάταξη της προπαγάνδας μας.

Γι' αυτό:

Λυσσαλέα ήταν και είναι η επίθεση από τα διεθνή και τα εγχώρια κέντρα του ιμπεριαλισμού για την ουσία της θεωρίας και της δημιουργικής - παρ' όλες τις αδυναμίες και τα λάθη - εφαρμογής της από τον Λένιν και τον Στάλιν,

για τις τρεις λεξούλες: Δικτατορία του προλεταριάτου.

Γιατί:

«η εργατική τάξη δεν μπορεί να εκπληρώσει τον παγκόσμιο επαναστατικό ρόλο της, αν δεν κάνει αμείλικτο πόλεμο ενάντια στην αποστασία, την έλλειψη χαρακτήρα, τη δουλοπρέπεια μπροστά στον οπορτουνισμό και τον εκχυδαϊσμό του μαρξισμού».

«Ο ιμπεριαλισμός είναι ο καπιταλισμός που έφτασε σε τέτοιο στάδιο εξέλιξης, όπου διαμορφώθηκε η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, απόχτησε εξέχουσα σημασία, όπου άρχισε το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στα διεθνή τραστ και τέλειωσε το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης ανάμεσα στις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες».

«Η δικτατορία είναι εξουσία που κατακτήθηκε και διατηρείται με τη βία του προλεταριάτου στην αστική τάξη, εξουσία που δε δεσμεύεται απο κανένα νόμο».

«Το κόμμα ασκεί τη δικτατορία του προλεταριάτου».

«... η λεγόμενη θεωρία της ισορροπίας των τομέων της λαϊκής οικονομίας, τίποτε το κοινό δεν έχει με το μαρξισμό, ωστόσο η θεωρία αυτή προπαγανδίζεται από μια σειρά πρόσωπα που ανήκουν στο στρατόπεδο της δεξιάς παρέκκλισης».

«Το κόμμα είναι η πρωτοπορία του προλεταριάτου που κυβερνά άμεσα, είναι ο καθοδηγητής».

«Μ' αυτή την έννοια, το κόμμα παίρνει την εξουσία, το κόμμα κυβερνά τη χώρα, αυτό όμως δε σημαίνει ότι το κόμμα ασκεί τη δικτατορία του προλεταριάτου έξω από την κρατική εξουσία, χωρίς την κρατική εξουσία, ότι το κόμμα κυβερνά τη χώρα έξω από τα σοβιέτ, όχι μέσω των σοβιέτ. Αυτό δε σημαίνει ακόμα ότι το κόμμα μπορεί να ταυτιστεί με τα σοβιέτ, με την κρατική εξουσία. Το κόμμα είναι ο πυρήνας της εξουσίας. Ομως δεν ταυτίζεται και δεν μπορεί να ταυτιστεί με την κρατική εξουσία».

Επαναδιαπιστώνουμε την άμεση ανάγκη να ξαναρχίσουμε να μελετάμε. Το Πρόγραμμα. Το Καταστατικό. Τη βασική βιβλιογραφία της μ-λ θεωρίας. Ξανά λοιπόν από το Α, το Β της κοσμοθεωρίας μας για την αφομοίωση της πολιτικής μας. Ολα υπηρετούν το στόχο της ανασύνταξης για την αντεπίθεση.

Μαθήματα-διαλέξεις στις KΟB για: Ιστορικό υλισμό. Πολιτική Οικονομία του καπιταλισμού, Θεωρία για το Κόμμα. Ζητήματα στρατηγικής. Αιτίες των ανατροπών. Οπορτουνισμό. Ανάλυση των αποφάσεων του 18ου Συνεδρίου.

Διαβάζοντας αποκτάμε περισσότερη αυτοπεποίθηση. Λαϊκή αυτοπεποίθηση για να πείσουμε για τη λαϊκή χειραφέτηση.

Κριτήριο της αφομοίωσης της θεωρίας μας είναι
η συμμετοχή μας στη ζωή και τη δράση της Κομματικής Οργάνωσης

Η ορθότητα των επιλογών μας στην καθημερινή ζωή σε σχέση με την κομματική δραστηριότητα, ο εξοπλισμός με τη θεωρία μας για την πρωτοπόρα δράση που είναι απαραίτητη να αναπτύξουμε κατά κλάδο, κατά χώρο, θα είναι κριτήριο για την ανασύνταξη του κινήματος, την ανασύνταξη για την αντεπίθεση του Κόμματος. Κριτήριο για την ολόπλευρη ισχυροποίηση του ΚΚΕ, την ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση σε όλα τα επίπεδα από την προσωπική, την οικογενειακή ζωή, τη δουλειά, το σωματείο, το μαζικό φορέα που είμαστε χρεωμένοι, τη συμμετοχή στην υλοποίηση των αποφάσεων της ΚΕ, της ΚΟΑ, της Αχτιδικής Επιτροπής, της ΚΟΒ.

Σύνθετο και δύσκολο καθήκον αλλά ρεαλιστικό. Νομοτελειακό.

Σύνθετο και δύσκολο καθήκον όπως είναι η ταξική πάλη. Γιατί η ταξική αναμέτρηση ήταν, είναι και θα είναι σκληρή.

Σήμερα η ταξική αναμέτρηση είναι εφ' όλης της ύλης.

Νομοτελειακό καθήκον, γιατί το μέλλον μας δεν είναι ο καπιταλισμός.

ΕΙΝΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ.

Είναι προσωπικό στοίχημα για τον καθένα μας. Για ολόκληρο το Κόμμα.

Γιατί το ΚΚΕ, δήλωση μετανοίας στον ιμπεριαλισμό δεν υπογράφει.

Γιατί η πολυκύμαντη ιστορία του KKΕ, του ΚΚΣΕ και του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος - γιατί είμαστε Κόμμα πατριωτικό και διεθνιστικό ταυτόχρονα - χάρη και σε μας πρέπει να μεταλαμπαδευτεί και στις επόμενες γενιές.

Ελπίδα μας είναι η πάλη των λαών μέχρι την τελική νίκη.

Καλή επιτυχία στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ.

Ευχή όλων μας είναι να γίνει η ταξική ανασύνταξη για την ιδεολογική και πολιτική αντεπίθεση, καθημερινή πράξη με την ατομική και τη συλλογική συμβολή, ευθύνη, συνείδηση.


Αθηνά Τσούγκα
ΚΟΒ Ιλισίων του ΚΚΕ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ