ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 26 Απρίλη 2009
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Η παράσταση, να η παγίδα που θα πιάσω τη συνείδηση του βασιλιά» («Αμλετ»)

«... Το θέατρο είναι το αμεσότερο όπλο. Οχι για να δώσει λύσεις, αλλά για να βοηθήσει σε μια μάχη»... (Ντάριο Φο).

Μπορεί το Θέατρο και γενικότερα οι Τέχνες, που είναι ζωντανοί οργανισμοί, να αναπτυχθούν ερήμην ενός κοινωνικού γίγνεσθαι, ώστε να τις εξετάσει κανείς ανεξάρτητα από τη γενική κατάσταση του κοινωνικού περίγυρου; Πάντοτε, η εξέλιξη και η πρόοδος του θεάτρου μέσα στους αιώνες, συνδεόταν από την εξέλιξη και την πρόοδο της κοινωνίας ως σύνολο. Σήμερα πολλοί ομολογούν ότι η κοινωνία μας έχει πάρει έναν «λοξό» δρόμο. Συμβαίνει το ίδιο και με το θέατρό μας; Αρα μπορεί «να βοηθήσει σε μια μάχη» όπως έλεγε ο Ντάριο Φο;

Δεν είναι εύκολο να αρχίζεις από το αλφάβητο για πράγματα που μέσα στο χρόνο έχουν κατακτηθεί. Ωστόσο, η αναφορά στις απαρχές δεν παύει να αποτελεί αφετηρία για κάποιες διαπιστώσεις που δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά και ανησυχίες. Η μεγάλη σημασία που είχε για τους αρχαίους Ελληνες το θέατρο δε χρειάζεται αποδείξεις, ωστόσο έχει ενδιαφέρον να σταθούμε στη χωρητικότητα των θεάτρων που ήταν πολλαπλάσια σε σχέση με τα σημερινά θέατρα. Το θέατρο της Αθήνας ήταν 17.000 θέσεων, της Δωδώνης 18.000, της Επιδαύρου 20.000, της Μεγαλόπολης 44.000 κλπ. Οι θεατές παρακολουθούσαν δωρεάν τις παραστάσεις στην αρχή (όταν η υπόκριση γινόταν από τους ίδιους τους ποιητές). Οταν όμως το θέατρο αναπτύχθηκε και είχε επαγγελματίες ηθοποιούς και οι δαπάνες των παραστάσεων μεγάλωσαν, καθιερώθηκε το εισιτήριο. Ο Περικλής όμως καθιέρωσε και τα Θεωρικά, δηλαδή το αντίτιμο εισιτηρίου που χορηγούνταν από το δημόσιο ταμείο στους άπορους πολίτες. Αλλο ένα χαρακτηριστικό της εποχής ήταν το γεγονός ότι οι θεατές χειροκροτούσαν όταν τους άρεσε η παράσταση ή αποδοκίμαζαν έντονα όταν δεν τους άρεσε.

Παράδοξα που βαφτίζονται «πρωτοπόρα»


Γρηγοριάδης Κώστας

Σήμερα, βέβαια, η αποδοκιμασία στα θέατρα, είναι πολύ σπάνια. Η κοινωνία μας επιβάλλει την κόσμια αποδοκιμασία. Λίγες φορές «παρεκτρέπεται» το κοινό (βλ. «Βάκχες» σε σκηνοθεσία Λάνκχοφ, με τον Μηνά Χατζησάββα - γυμνό Διόνυσο). Τις περισσότερες φορές προτιμά το χλιαρό χειροκρότημα και το «θάψιμο» στη διαδρομή από το θέατρο, σε κάποιο ταβερνάκι ή προς το σπίτι, παρά την αντίθετη εικόνα που υπάρχει με τα κομψά ακόμη και θερμά καλά λόγια που λέγονται προς τους ηθοποιούς. «Τι φταίνε, μωρέ κι αυτοί»; - ακούγεται συχνά και χαμηλόφωνα - «την άποψη του σκηνοθέτη υπηρετούν». Ασχετα, βέβαια, αν κι ο ίδιος έχει ακούσει τα «καλύτερα» για τη δουλειά του, στα πλαίσια της «ευγένειας».

Και τι δεν έχουμε δει, τουλάχιστον στα Επιδαύρια... Τον «Αίαντα» ως Αρη Βελουχιώτη, την Κλυταιμνήστρα να καπνίζει επί σκηνής φορώντας ταγιεράκι, τον Ορέστη να σκοτώνει επί σκηνής την Κλυταιμνήστρα (παραβίαση βασικής αρχής της τραγωδίας). Την Ηλέκτρα με δεμένα πόδια, να την αδειάζουν επί σκηνής με ένα καροτσάκι οικοδομής. Τους Βατράχους να ζητωκραυγάζουν «Βίρα τις άγκυρες». Κάποιοι επιμένουν να ξεμαλλιάζουν τις τραγωδίες για να κλαίνε δυνατότερα, και κάποιοι ζηλεύοντας τη δόξα του Αριστοφάνη ξεκοιλιάζουν το κορμί της κωμωδίας, δίνοντας τον τίτλο της ελεύθερης απόδοσης. Tο καλοκαίρι του 2008 ξεπέρασε σε αντίδραση και στάση κοινού, τον καθωσπρεπισμό. Η «Μήδεια» του πολυδιαφημιζόμενου διεθνούς φήμης Βασίλιεφ συγκέντρωσε τις περισσότερες αντιδράσεις, δημιουργώντας μεγάλο σάλο από κοινό και κριτικούς, αλλά και οι «Βατρα-Χ» του Εθνικού σε σκηνοθεσία και απόδοση Δημήτρη Λιγνάδη.

Ουσία και περιεχόμενο

Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των έργων και τη σχέση τους με την κοινωνία: Το 1962, για παράδειγμα, το έργο του Ντάριο Φο και της Φράνκα Ράμε για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τους προμηθεύει σωματοφύλακες. Επίσης το La Signora e da buttare (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λι Χάρβι Οστβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον Πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά.

Η προσαρμογή της Οπερας των ζητιάνων του Τζον Γκαίυ με το όνομα Η Οπερα της Πεντάρας (Die Dreigroschenoper) σε στίχους του Μπερτολτ Μπρεχτ και μουσική Κουρτ Βάιλ προκάλεσε αίσθηση στο Βερολίνο και ο αντίκτυπός του επηρέασε την παγκόσμια σκηνή Μιούζικαλ. Στην όπερα αυτή ο Μπρεχτ στηλίτευε την καθωσπρέπει Βερολινέζικη αστική τάξη που πρόσαπτε στο προλεταριάτο έλλειψη ηθικής. Τα έργα του Μπρεχτ γενικά κλείνουν μέσα τους μια διάρκεια, καθώς αναδεικνύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Ετσι, όχι μόνο δεν καταλύθηκαν από το χρόνο αλλά τώρα προβάλλονται και τιμώνται περισσότερο παρά ποτέ.

Γράφονται σήμερα τέτοια έργα; Δημιουργούν πολιτικές ή κοινωνικές «αναταράξεις;» Στηλιτεύουν, προσάπτουν, προκαλούν; `Η οι προκλήσεις γίνονται μόνο για την πρόκληση σε τέτοιο βαθμό κάποιες φορές που μπορούν να ξεσηκώσουν ακόμη και την μήνη των θεατών - όπως συνέβη το περασμένο καλοκαίρι; Το καλό θέατρο, που σημαίνει καλό έργο, καλή παράσταση, σημαντικές ερμηνείες, είναι πάντα συνδεδεμένο και με την εμπορική επιτυχία; Ερωτήματα που τίθενται συχνά σε θεατρικές παρέες, σε παρέες θεατρόφιλων, σε δημοσιογραφικά «τραπέζια». Οι απαντήσεις δύσκολες. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι ότι η ανάγκη του θεατή για καλό θέατρο είναι αναμφισβήτητη. Ο θεατής είναι πάντα παρών, αλλά ως ζωντανός οργανισμός δεν μπορεί παρά κι αυτός κάποια στιγμή να είναι πάσχων. Μπορεί να υπάρξει μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο θεατή και το θέατρο;

Είναι, τελικά, όλα ρόδινα στο χώρο του θεάτρου; Και ο πιο αισιόδοξος δε θα μπορούσε να ισχυριστεί, δυστυχώς, κάτι τέτοιο. Ολη αυτή η κατάσταση με τις διαφορετικές παραμέτρους «βαφτίζεται» κρίση στο θέατρο. Χρόνια μιλάμε για «κρίση» και μετά την κρίση... έρχεται κι άλλη κρίση... και ποτέ δεν τελειώνει. Υπάρχει τελικά ή όχι; Εχει πάντα την ίδια μορφή αυτή η κρίση; Τι κρίση εννοούμε; Οικονομική ή αισθητική; Είναι δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Η μια επηρεάζει την άλλη;

Το θέατρο καθρέφτης της κοινωνίας

Ενας καθρέφτης της «κρίσης» θα μπορούσε να είναι η πορεία της θεατρικής σεζόν. Κάποιοι την κακή εισπρακτική πορεία την ερμηνεύουν θέλοντας να «φταίει» άλλοτε κάποια κακοκαιρία, άλλοτε το κυκλοφοριακό χάος που φταίει για όλα, κάποτε μια προεκλογική περίοδος κ.λπ. Κάποιοι μιλούν για τη γενικότερη οικονομική κρίση που αναπόφευκτο είναι να μεταφέρεται πρώτα και κύρια σε ό,τι θεωρείται πολυτέλεια. Και κακά τα ψέματα, το θέατρο σήμερα και η τέχνη γενικότερα θεωρείται πολυτέλεια, εξαιτίας και της ελλιπούς παιδείας. Αλλά αυτό είναι μια πραγματικότητα. Η οικονομική κρίση μοιραία «χτυπά» και το θέατρο. Από την άλλη, κι αν το «ταμείο» ξεπεράσει τις προσδοκίες, σημαίνει ότι έδωσε πόντους στην υπόθεση που λέγεται «θέατρο»;

Κάποιοι άλλοι θέλουν να «φταίει» ο μεγάλος αριθμός θεάτρων. Η αλήθεια είναι ότι μέσα σε τέσσερα χρόνια ο αριθμός των θεάτρων διπλασιάστηκε. Το 2000 υπήρχαν 100 περίπου θεατρικές σκηνές ενώ σήμερα ξεπερνούν τις 200, ενώ τα έργα που παράγονται είναι πολλαπλάσια. Από τη μια πλευρά αυτό θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ευχάριστο. Τι πιο ωραίο να υπάρχουν πολλές παραστάσεις, πολλές επιλογές, δουλειά για τους ηθοποιούς και άλλους εργαζόμενους.

Με λίγα λόγια, σήμερα έχουμε γεμίσει θέατρα και θεατρικές παραστάσεις ακόμη και σε μπαρ. Εχουμε τα θέατρα των «παλιών», των γνωστών, τα εμπορικά με τις φίρμες, τα θέατρα ρεπερτορίου, αλλά έχουμε και την απότομη αύξηση των θιάσων που δημιουργούνται από νέα παιδιά, στην προσπάθειά τους να υπάρξουν. Αυτά τα νέα παιδιά, χρησιμοποιώντας το αναφαίρετο δικαίωμά τους να εκφραστούν και να μιλήσουν το δικό τους λόγο, δημιουργούν τις ομάδες τους, βρίσκουν ένα χώρο και στήνουν τις παραστάσεις τους, καλές ή κακές. Πρόθεσή τους πολλές φορές να διορθώσουν ό,τι σαθρό βρήκαν στο προηγούμενο θεατρικό σύστημα, ανατρέποντας τα κακώς κείμενα, αλλάζοντας τα δεδομένα με δικές τους μεθόδους, κ.ά. Λογικό και επόμενο να απαιτούμε από κάθε νεανικό σχήμα την αλλαγή, προς το καλύτερο βέβαια. Εφεραν όμως την αλλαγή, ή τουλάχιστον διαφαίνεται κάποια αλλαγή στον ορίζοντα; Εδώ αρχίζουν οι επιφυλάξεις, αλλά και κάποια αισιοδοξία.

Από την άλλη, δεν είναι άμοιροι ευθυνών όσοι έχουν την ευθύνη επιλογής των έργων. Κακές επιλογές έργων, μοιραία δεν ερεθίζουν το θεατή ή τον αποπροσανατολίζουν και τον απογοητεύουν ώστε να γίνεται πιο δύσπιστος. Αλλά και η επιλογή σπουδαίων και κλασικών έργων από αρχαία τραγωδία και δράμα, μέχρι κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο του παγκόσμιου ρεπερτορίου, αλλά και της σύγχρονης ελληνικής δραματουργίας δεν εξασφαλίζει πάντα την επιτυχία καλλιτεχνική ή εμπορική, καθώς οι διάφοροι «μεταμοντέρνοι» σκηνοθέτες τα κακοποιούν, προκαλώντας το μένος κριτικών και θεατών. Μεγάλη, λοιπόν, η ευθύνη και των σκηνοθετών, των παραγωγών και όλων τελικά των συντελεστών μιας παράστασης.

Αλλά και ένα άλλο φαινόμενο των καιρών, που εισβάλλει στο θεατρικό χάρτη αλλοιώνοντάς τον, είναι η μονοπωλιακή εξάπλωση εταιρειών παραγωγής με προεξάρχουσα την Ελληνική Θεαμάτων, η οποία μέσω μιας αλυσίδας θεάτρων ανακυκλώνει στα θεάματά της συγγραφείς, ηθοποιούς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, με μόνο στόχο το κέρδος λες και η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένα μέγεθος που μπορεί κανείς να το διαπραγματευτεί με όρους οικονομικής συναλλαγής.

Δύναμη επιρροής

Ο Τόμας Μαν έλεγε: «Η τέχνη πρέπει να απελευθερωθεί απ' τη μορφωμένη ελίτ που σε λίγο δε θα υπάρχει πια. Κι η τέχνη μόνη, εντελώς μόνη θα πεθάνει, εκτός αν βρει το δρόμο της προς το λαό».

Και ειδικότερα «το θέατρο» πίστευε ο Στανισλάφσκι «είναι δύναμη επιρροής που μπορεί να συνεπάρει τους θεατές. Αν όμως η δύναμη πέσει σε λάθος χέρια μπορεί και να τους διαφθείρει, να τους υποβιβάσει και να εξαφανίσει το πάθος τους γι' αυτό το είδος τέχνης. Η δική μου αποστολή είναι να μεταμορφώσω τους ηθοποιούς από ανήξερους, ημιμαθείς και φιλοχρήματους σε ιερείς της ομορφιάς και της αλήθειας».

Η πληθωρική δραστηριότητα σαν ένα μεγάλο, ελεύθερο και πολύμορφο εργαστήρι δίνει, σίγουρα, την ευκαιρία σε εκατοντάδες νέους, κυρίως, καλλιτέχνες, οι οποίοι επιχειρούν, πειραματίζονται, διακινδυνεύουν, πετυχαίνουν, αποτυγχάνουν, φιλοδοξούν περισσότερα πολλές φορές απ' όσα μπορούν, και φυσικό είναι να βιώνουν αφελή αλλά και έντιμα κάποιες φορές λάθη.

Υπάρχει σίγουρα μια δυσκολία και μια σύγχυση του κοινού, στο τι είναι αξιόλογο και τι όχι, τι είναι πειραματισμός και τι εντυπωσιασμός από πρόθεση. Βέβαια, δε χρειάζεται να δαιμονοποιήσουμε τα φαινόμενα, αλλά να τα παραδεχτούμε πρώτα και στη συνέχεια να βρεθούν οι τρόποι που θα ξεπεραστούν όσα ευθύνονται για μια σειρά προβλημάτων. Δικαίωμα κάθε εποχής είναι να προβληματίζεται και να αναζητά, γιατί όπως έλεγε κι ο Μπρεχτ «ούτε πρέπει να αφήνετε το Τώρα να κάνει να ξεχνιούνται Το Πριν και το Μετά, ούτε καν Οσα συμβαίνουν έξω από το θέατρο...».

Η απλοποίηση, η αφέλεια, η έλλειψη χρόνου, η έλλειψη δυνατότητας για σπατάλη χρόνου και βλέμματος και αισθήσεων, η έλλειψη επένδυσης ψυχής στην προσωπική ζωή μας, δημιουργούν παθητικούς καταναλωτές ζωής. Δημιουργούν θεατές ζωής, και όχι μικρούς προσωπικούς δημιουργούς. Η έλλειψη υποκειμενισμού και η ομαδοποίηση των αισθήσεων, των αντιδράσεων, του ψυχισμού, δημιουργούν έναν εσωτερικό μαρασμό, σε μία τέχνη που η εφήμερη πλευρά της είναι το ζωντανό στοιχείο του χαρακτήρα της. Αυτό που ανανεώνει και κάνει ζωντανό το θέατρο είναι, ακριβώς, η εφήμερη πλευρά του, αυτή που δημιουργεί συνθήκες συνομιλίας.

Η έλλειψη, λοιπόν, συνομιλητών, ποιοτικά και ποσοτικά, ανθρώπων διαθέσιμων, ανοιχτών στο καινούριο, συνομιλητών και όχι θεατών, είναι εμπόδιο για τη διαφωνία, την πνευματικότητα, τη διαμάχη ιδεών που ανανεώνει τη μορφή του θεάτρου. Η ποιότητα, λοιπόν, των συνοδοιπόρων, η έλλειψη υποκειμενικότητας, δημιουργούν καταναλωτές παθητικούς, οι οποίοι υποκαθιστούν το εσωτερικό ταξίδι με την εφησυχασμένη αναπαραγωγή στερεοτύπων.

Από την άλλη, η έλλειψη παιδείας, δημιουργεί δυσπιστία και ταυτόχρονα υποκαθιστά την αγωνία για πραγματική δημιουργία, με την άγρα θεατών, με την προσπάθεια να είσαι αρεστός σύμφωνα με τα πρότυπα που σε κατακλύζουν. Η εξάρτηση, η κολακεία, το συμφέρον και ο φόβος σε μια κοινωνία στερεοτύπων μάς βυθίζουν στην πληκτική επανάληψη. Τα φαινόμενα αυτά κουράζουν τον κόσμο, λειτουργούν άλλοτε ευνουχιστικά και άλλοτε τελείως καθησυχαστικά. Οταν όλα είναι ίδια, όταν όλα φαίνονται, μοιάζουν ίδια, με ποιον τρόπο, ποια κριτήρια και ποιες θέσεις μπορείς να διαπραγματευτείς το καινούργιο, που θα είναι πραγματικά καινούργιο και όχι απλά περίεργο. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν σπουδαίες φωνές που μπορούν να φέρουν την άνθιση!


Σοφία ΑΔΑΜΙΔΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ