Η κινητικότητα από την πλευρά των ΗΠΑ, με επισκέψεις αξιωματούχων στην περιοχή, δείχνει ότι επιλέγεται η λογική του «καρότου» για την προώθηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων
Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση Ομπάμα επιλέγει να προωθήσει τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ταυτόχρονα, τα πράγματα περιπλέκονται ελαφρώς, κυρίως σε επικοινωνιακό επίπεδο, επειδή η ισραηλινή ακροδεξιά κυβέρνηση συνεργασίας του Μπέντζαμιν Νετανιάχου επιλέγει να μην κάνει ούτε βήμα υποχώρησης, κάτι που επίσης δεν είναι καινούργιο για τις ισραηλινές κυβερνήσεις, μόνο που τώρα εκφράζεται με πολύ πιο προκλητικό και απόλυτο ύφος.
Ο διορισμός και μόνο του πρώην γερουσιαστή αλλά και αρχιτέκτονα της συμφωνίας «ειρήνης» στη Β. Ιρλανδία, Τζορτζ Μίτσελ, στη θέση του ειδικού απεσταλμένου του Λευκού Οίκου για τη Μέση Ανατολή, δημιούργησε την αίσθηση της «αλλαγής» στην αμερικανική πολιτική, όσον αφορά στην ευρύτερη περιοχή. Ο Μίτσελ έχει, όντως, πραγματοποιήσει τόσες επισκέψεις στο Ισραήλ και στα παλαιστινιακά εδάφη, τους τελευταίους πέντε μήνες, που ευλόγως γεννάται η αίσθηση ότι «κάτι συμβαίνει». Επίσης, ο έμπειρος διπλωμάτης έχει προβεί σε δηλώσεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, περί «μη διαπραγματεύσιμης αναγκαιότητας εφαρμογής της λύσης των δύο κρατών», περί «αποφασιστικότητας της Ουάσιγκτον να επιτευχθεί λύση» κλπ.
Μάλιστα, η προεδρία Ομπάμα δεν φαίνεται να διστάζει ν' ανεβάσει κάπως τους τόνους απέναντι στους Ισραηλινούς καλούς της συμμάχους, με αφορμή την άρνηση της κυβέρνησης Νετανιάχου να «παγώσει» την εποικιστική δραστηριότητα. Οι «τριβές» αυτές έχουν δώσει λαβή σε ορισμένες πολύ ακραίες φωνές στο Ισραήλ να μιλούν για «προδοσία» των Αμερικανών, να ζητούν «μέτρα εναντίον τους» και να υποστηρίζουν ότι «άρχισε μια νέα περίοδος στις σχέσεις των δύο πλευρών, μια μη φιλική περίοδος».
Η νέα αυτή εποχή θέλει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό να προσπαθεί να θεμελιώσει και να προωθήσει περαιτέρω τα συμφέροντά του, χρησιμοποιώντας περισσότερο το «καρότο» παρά το «μαστίγιο» (το οποίο βέβαια δεν εγκαταλείπει εντελώς αλλά το ανασύρει ανά διαστήματα ως απειλή), αξιοποιώντας περισσότερο τη διπλωματία από τη στρατιωτική ισχύ και γενικότερα επιδιώκοντας να βελτιώσει την εικόνα των ΗΠΑ έτσι ώστε οι επεμβάσεις και οι παρεμβάσεις τους να γίνονται αντιληπτές μάλλον υπό το «μανδύα» της «συνεργασίας και της επένδυσης» παρά ως «εισβολή ή κατοχή». Αν επιτευχθεί ο στόχος της βελτίωσης της εικόνας των ΗΠΑ, τότε ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα έχει τη δυνατότητα με τη «συναίνεση» των άμεσα ενδιαφερομένων λαών όχι μόνο να εδραιώσει και να ενισχύσει τα συμφέροντα και την παρουσία του, αλλά και να εκμηδενίσει το περιθώριο διείσδυσης άλλων ιμπεριαλιστικών ανταγωνιστικών δυνάμεων.
Ο σχεδιασμός αυτός εκδηλώνεται πιο ξεκάθαρα από οπουδήποτε αλλού στην περιοχή της λεγόμενης «ευρείας Μέσης Ανατολής». Και είναι αναμενόμενο αυτό, καθώς στη συγκεκριμένη περιοχή, την τόσο πολύτιμη γεωστρατηγικά και ενεργειακά, η εικόνα των ΗΠΑ έχει υποστεί το μεγαλύτερο πλήγμα, δίνοντας τροφή στην καλλιέργεια αντι-αμερικανισμού κυρίως υπό θρησκευτική μορφή. Επίσης, είναι η περιοχή όπου εκδηλώνονται έντονα οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με τους επίδοξους ανταγωνιστές του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (γαλλικό κεφάλαιο ή γερμανικό ή ευρω-ενωσιακό ή ρωσικό κλπ.) να διαγκωνίζονται για περισσότερη «λεία», η οποία, εκτός των άλλων, θα τους δώσει και ένα ρόλο «ρυθμιστή» στην περαιτέρω ανάδυση των αναπτυσσόμενων χωρών ή επίδοξων μεγάλων δυνάμεων, πχ Ινδία.
Συγκεκριμένα, ως προς το Παλαιστινιακό, η προεδρία Ομπάμα δείχνει να έχει αντιληφθεί κάτι που οι προκάτοχοί του αντιλήφθηκαν αργά και δεν προώθησαν, σε επίπεδο εντυπώσεων έστω, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τα αμερικανικά συμφέροντα. Το Παλαιστινιακό είναι η κύρια πηγή έντασης για όλο τον αραβικό κόσμο. Είναι ένα εξαιρετικά ευαίσθητο και σημαντικό ζήτημα, που αγγίζει το σύνολο της αραβικής κοινής γνώμης και που, λόγω ακριβώς της πολύχρονης διαιώνισής του, έχει λάβει διαστάσεις συμβολικές στη συνείδηση των λαών της περιοχής που έχουν, πλέον, διαποτιστεί βαθιά με οργή για την ισραηλινή κατοχή και τον αιματηρό τρόπο επιβολής της. Οσο και αν ακούγεται οξύμωρο, πιο θετική επίδραση στην αραβική κοινή γνώμη θα είχε η επίτευξη σοβαρής προόδου στο Παλαιστινιακό από ό,τι μια αποχώρηση από το κατεχόμενο Ιράκ.
Η προεδρία Ομπάμα, η οποία ουδόλως φυσικά εγκατέλειψε τα σχέδια περί «ευρείας Μέσης Ανατολής», σχέδια γενικής αναδιαμόρφωσης της περιοχής με την ανάδειξη νέων, φιλικά προσκείμενων στις ΗΠΑ, ηγεσιών, με τη σταδιακή «δυτικοποίηση» των αραβικών κοινωνιών αλλά ακόμη και με την αλλαγή συνόρων, προτάσσει το «ενδιαφέρον» της για το Παλαιστινιακό, συνδέοντάς το, μάλιστα, με την προοπτική επίτευξης συνολικής ισραηλινο-αραβικής ειρήνης, θέση που, επί χρόνια, διατυπώνει η Συρία. Το «ενδιαφέρον» για το Παλαιστινιακό, πίσω από τις συγκινητικές δηλώσεις Ομπάμα και το ενίοτε πιο σκληρό ύφος προς το Ισραήλ, δεν εμπεριέχει τίποτε καινούργιο.
Ο Λευκός Οίκος επιμένει να δηλώνει αποφασισμένος να προωθήσει συνομιλίες «στη βάση των δύο κρατών και με γνώμονα τον οδικό χάρτη και μια τροποποιημένη μορφή της αραβικής πρωτοβουλίας». Μόνο που δε διευκρινίζεται τι είδους κράτος σχεδιάζεται για τους Παλαιστινίους. Οπως δεν υπενθυμίζεται ότι ο «οδικός χάρτης», όπως και όλα τα υπόλοιπα διαμεσολαβητικά πονήματα, επιρρίπτουν την ευθύνη στους Παλαιστινίους, τους οποίους κατηγορούν για τη βία και τους ζητούν «να ελέγξουν τη βία, ν' αφοπλίσουν όλες τις οργανώσεις, να εγγυηθούν την ασφάλεια του Ισραήλ» και μετά το Ισραήλ να διευκολύνει τις «μετακινήσεις» των Παλαιστινίων.
Κάτι που δεν αναφέρεται σε καμία από τις παραπάνω συμφωνίες ή προτεινόμενες λύσεις, είναι η ισραηλινή κατοχή. Ο όρος αναφέρεται μόνο στην αραβική πρωτοβουλία που προβλέπει «διπλωματική εξομάλυνση» με το Ισραήλ για όλες τις αραβικές χώρες, ως αντάλλαγμα για την πλήρη αποχώρησή του από όλα τα κατεχόμενα εδάφη. Το σχέδιο αυτό δεν το δέχτηκε ποτέ το Ισραήλ και ο ίδιος ο Ομπάμα ζητά «προσαρμογές» ώστε να γίνει δεκτό ως βάση διαλόγου...
Αν κανείς αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του, στην ισραηλινή κατοχή, τότε οι λύσεις είναι προφανείς. Δεν χρειάζονται πολυετείς γύροι διαπραγματεύσεων για να βρεθεί τρόπος διευθέτησης, δηλαδή διαιώνισης, των συνεπειών της κατοχής: εποικισμοί, προσαρτήσεις εδαφών, διαχωριστικό τείχος, αποκλεισμός, έλεγχος των παλαιστινιακών συνόρων, κατακερματισμός εδαφών, έλεγχος υπόγειων και υπέργειων υδάτινων πόρων κ.ο.κ.
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό που πρέπει να τερματιστεί είναι η ισραηλινή κατοχή και όλοι οι τρόποι εκδήλωσής της, που καθιστούν κόλαση την καθημερινότητα των Παλαιστινίων, μετατρέποντας την πατρίδα τους σε μια μεγάλη φυλακή. Αν η κατοχή δεν τερματιστεί, στη βάση ποιου κράτους καλούν οι ΗΠΑ τους Παλαιστινίους να διαπραγματευτούν; Ενός κράτους που δε θα ελέγχει τα εδάφη του; Που δε θα έχει ενιαία εδάφη (λόγω εποικισμών και τείχους), που δε θα ελέγχει τις όποιες πλουτοπαραγωγικές πηγές του ή τα σύνορά του;
Αυτό που κάνει η προεδρία Ομπάμα είναι ότι με, ομολογουμένως εντυπωσιακή, τακτική προσπαθεί να διαμορφώσει ευνοϊκότερους όρους για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Και αυτοί οι στόχοι «περνούν» μέσα από την καλλιέργεια της αίσθησης επίλυσης του Παλαιστινιακού ή έστω σοβαρής ενασχόλησης μαζί του.
Στην προσπάθειά της αυτή, η Ουάσιγκτον, τούτη τη φορά, δε βρίσκει τόσο καλό αρωγό τη σύμμαχο ισραηλινή κυβέρνηση, αφού οι ακροδεξιοί συμμετέχοντες σε αυτήν με τις προκλητικές τους θέσεις δεν αφήνουν χώρο για πολλούς ελιγμούς και για διαφόρων ειδών διπλωματικές «τρίπλες» που θα καλλιεργούσαν κλίμα «προόδου» στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σχέση, χωρίς απαραίτητα πρακτικό αντίκρυσμα. Μια τακτική που πολλάκις, τα τελευταία χρόνια, ακολούθησαν οι ισραηλινές κυβερνήσεις.
Οπως εκτιμούν πολλοί αναλυτές, η «μη συνεργάσιμη» συμπεριφορά της κυβέρνησης Νετανιάχου δε σχετίζεται μόνο με τους ακροδεξιούς, τύπου υπουργού Εξωτερικών Λίμπερμαν. Σχετίζεται και με μια έντονη ανησυχία του Τελ Αβίβ ότι η ανακατανομή ισορροπιών που επιχειρεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στην ευρύτερη Μέση Ανατολή για να διασφαλίσει ευνοϊκότερη προώθηση των συμφερόντων του, συμπεριλαμβάνει και σχετικό «ψαλίδισμα» του ρόλου χωροφύλακα και «αποκλειστικού» καλού συμμάχου που έχει αναλάβει να διεκπεραιώνει, εδώ και δεκαετίες, το Ισραήλ. Τα «ανοίγματα διαλόγου» του Ομπάμα προς όλους, ακόμη και προς Ιράν - Συρία, προβληματίζουν την ισραηλινή ηγεσία που επιδιώκει, από την πλευρά της, να ξεκαθαρίσει ότι ο ρόλος της είναι αδιαπραγμάτευτος και η συνεργασία της απαραίτητη για να επιτευχθούν οι στρατηγικοί στόχοι της Ουάσιγκτον.
Ενα είναι βέβαιο. Στην πολυεπίπεδη αυτή διπλωματική μαραθώνια αναδιάταξη ισορροπιών και συμμαχιών που έχουν δρομολογήσει οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, και κυρίως οι ΗΠΑ, στην περιοχή, η πραγματική επίλυση του Παλαιστινιακού, η αποκατάσταση της ενότητας των Παλαιστινίων, η δικαίωση των αιματηρών αγώνων και των οραμάτων του παλαιστινιακού λαού, δεν έχει και δε θα έχει χώρο. Το Παλαιστινιακό χρησιμοποιείται ως «μοχλός» προώθησης συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή, εδώ και δεκαετίες, και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα.
Μπορεί η τακτική Ομπάμα να διαφέρει, και μπορεί όντως να επιφέρει ανακατατάξεις στις συμμαχίες στην περιοχή η αναζήτηση νέων ισορροπιών, όμως όλη αυτή η διαδικασία γίνεται στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων.Στο πλαίσιο αυτό, μόνο ένα «κράτος - παρωδία», ένα κράτος - ευτελισμός του αίματος του παλαιστινιακού λαού θα μπορούσε να ιδρυθεί, μόνο και μόνο για να κατευναστούν τα πνεύματα στον αραβικό κόσμο, με δήθεν λύσεις.Μόνο έξω από ένα τέτοιο πλαίσιο, σε ένα πλαίσιο συνειδητής ολικής ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, ο παλαιστινιακός λαός μπορεί να διεκδικήσει πραγματικά την ανεξαρτησία και την ελευθερία του.