Οχι, λοιπόν, δε θέλω να κάνω θεραπεία, από κακία. Να, τούτο, σεις δε θα το καταλαβαίνετε. Εγώ, όμως, το καταλαβαίνω. Δε θα μπορέσω, εννοείται, να σας εξηγήσω, τίνος ακριβώς θα κάνω κακό στην περίπτωση αυτή με το πείσμα μου. Ξέρω πολύ καλά, πως και τους γιατρούς δε θα τους βλάψω καθόλου, με το να μην πηγαίνω σ' αυτούς για θεραπεία. Ξέρω καλύτερα απ' τον καθένα, πως μ' όλ' αυτά βλάπτω μονάχα τον εαυτό μου και κανέναν άλλο. Μα, πάντως, αν δεν κάνω θεραπεία είν' από πείσμα. Πονάει το συκώτι, λοιπόν, ας πονάει ακόμη πιο πολύ!
Από καιρό πια ζω έτσι - κάπου είκοσι χρόνια. Τώρα είμαι σαράντα χρονώ. Πρωτύτερα ήμουν στη δημόσια υπηρεσία, μα τώρα δεν είμαι. Ημουν κακός υπάλληλος. Ημουν βάναυσος κι έβρισκα σ' αυτό ευχαρίστηση. Βλέπετε, δε χρηματιζόμουν κι επομένως, έπρεπε τουλάχιστο μ' αυτό ν' αποζημιώνουμαι. (Κακιά εξυπνάδα, μα δε θα τη διαγράψω). Την έγραψα, νομίζοντας, πως θα 'βγαινε κάτι πολύ έξυπνο. Τώρα, όμως, που βλέπω κι ο ίδιος, πως ήταν μονάχα μια άθλια απόπειρα, από πείσμα δεν τη διαγράφω! Οταν στο γραφείο, που καθόμουν, πλησίαζαν οι ενδιαφερόμενοι για πληροφορίες, τους έτριζα τα δόντια κι ένιωθα αφάνταστη ευχαρίστηση, όταν πετύχαινα να δυσαρεστήσω κάποιον. Πάντα, σχεδόν, το πετύχαινα. Οι ενδιαφερόμενοι, όπως είναι γνωστό, ήταν το πιο πολύ ταπεινοί ανθρωπάκηδες. Μα απ' τους βαθμοφόρους ιδίως, δεν μπορούσα να υποφέρω κάποιον αξιωματικό. Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να συμμορφωθεί και βροντούσε απαίσια το σπαθί του. Μισόν ολάκερο χρόνο είχα πόλεμο μαζί του για κείνο το σπαθί. Στο τέλος νίκησα εγώ. Επαψε να το βροντάει. Αλλωστε αυτό συνέβηκε ακόμη στα νιάτα μου. Ξέρετε, όμως, κύριοι, ποιο ήταν το κυριότερο σημείο της κακίας μου; Μα αυτό ακριβώς ήταν όλο το ζήτημα, αυτό ακριβώς ήταν η πιο μεγάλη αθλιότητα, ότι εγώ κάθε στιγμή, ακόμη και τη στιγμή της πιο δυνατής οργής, επονείδιστα ομολογούσα στον εαυτό μου, πως όχι μονάχα δεν ήμουν κακός, μα μάλιστα, μήτε καν αγαναχτισμένος δεν ήμουν, πως μονάχα τα σπουργίτια φοβέριζα άδικα και διασκέδαζα μ' αυτό. Το στόμα μου άφριζε, μα αν μου φέρνατε μια κουκλίτσα, ή τσαγάκι με ζαχαρίτσα, καταπραϋνόμουν αμέσως, ακόμη μπορούσα και να συγκινηθώ, μολονότι ύστερα, ασφαλώς, θα 'τριζα στον εαυτό μου τα δόντια κι απ' την ντροπή θα βασανιζόμουν κάμποσους μήνες με αϋπνία. Αυτή ήταν πια η συνήθειά μου.
Είπα ψέματα, πρωτύτερα για τον εαυτό μου, πως ήμουν κακός υπάλληλος. Από την κακία μου το είπα. Απλούστατα, διασκέδαζα και με τους διαφόρους και με τον αξιωματικό, πραγματικά όμως, ποτέ δεν μπόρεσα να γίνω κακός. Κάθε στιγμή αναγνώριζα μέσα μου πολλά, πάμπολλα από τα πιο αντίθετα σ' αυτό στοιχεία. Αισθανόμουν, πως ολοένα κόχλαζαν μέσα μου αυτά τα αντίθετα στοιχεία. Ηξερα, πως σ' όλη μου τη ζωή κόχλαζαν μέσα μου κι αποζητούσαν να βγουν έξω, μα γω δεν τ' άφηνα, ξεπίτηδες δεν τ' άφηνα, να βγουν έξω. Με βασάνιζαν επαίσχυντα. Μ' έφερναν σε σημείο, που να με πιάνουν σπασμοί. Και στο τέλος τα βαρέθηκα. Πώς τα βαρέθηκα! Δε σας φαίνεται τάχα, κύριοι, πως τώρα σα να μετανιώνω για κάτι μπροστά σας, πως σα να σας παρακαλώ για κάτι, να με συχωρέσετε;... Είμαι βέβαιος, πως αυτό σας φαίνεται... Μα, άλλωστε, σας βεβαιώνω, πως εμένα το ίδιο μου κάνει κι αν το φαντάζεστε αυτό...
Οχι μονάχα κακός δεν ήμουν, μα μήτε τίποτε δεν μπόρεσα ποτέ να γίνω, μήτε κακός, μήτε αγαθός, μήτε παλιάνθρωπος, μήτε τίμιος, μήτε ήρωας, μήτε έντομο. Και τώρα αποτελειώνω τη ζωή μου στη γωνιά μου, ερεθίζοντας τον εαυτό μου με την παρηγοριά, που δε χρησιμεύει σε τίποτε, πως ένας άνθρωπος με μυαλό δεν μπορεί στ' αλήθεια να γίνει κάτι και πως μονάχα ο βλάκας κάτι γίνεται. Μάλιστα. Ο άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα πρέπει να έχει κι έχει ηθική υποχρέωση, να είναι πλάσμα πιο πολύ χωρίς χαρακτήρα. Ο άνθρωπος που έχει χαρακτήρα, που είναι της δράσης, δεν μπορεί παρά να είναι πλάσμα εντελώς περιορισμένο. Αυτή είναι η σαραντάχρονη πεποίθησή μου. Είμαι τώρα σαράντα χρονώ, μα βλέπετε, τα σαράντα χρόνια είναι όλη η ζωή. Είναι τα πιο βαθιά γηρατειά. Να ζει κανείς πέρα από τα σαράντα χρόνια είναι ξετσιπωσιά, αθλιότητα, ανηθικότητα! Ποιος ζει πέρα από τα σαράντα; Αποκριθείτε ειλικρινά, τίμια. Θα σας το πω εγώ, ποιος ζει: οι βλάκες κι οι παλιανθρώποι ζουν. Θα το πω κατάμουτρα σ' όλους τους γέρους, σ' όλους αυτούς τους σεβάσμιους γέρους, σ' όλους αυτούς τους αργυρομάλληδες και μυρόπνοους γέρους! Σ' όλο τον κόσμο κατάμουτρα θα το πω! Εχω το δικαίωμα να μιλώ έτσι, γιατί εγώ ο ίδιος θα ζήσω ίσαμε τα εξήντα. Ισαμε τα εβδομήντα! Ισαμε τα ογδόντα! Σταθείτε! Αφήστε με να πάρω ανάσα...
Βέβαια, νομίζετε, κύριοι, πως θέλω να σας κάνω να γελάσετε; Σφάλλετε. Δεν είμαι καθόλου τόσο διασκεδαστικός άνθρωπος, όπως σας φαίνεται ή, όπως, ίσως σας φαίνεται. Αλλωστε, αν όλη, αυτή η φλυαρία μου σας ενοχλεί (και γω πια το νιώθω, πως σας ενοχλεί) αποπειραθείτε να με ρωτήσετε: ποιος είμαι τελοσπάντων; Και γω θα σας αποκριθώ: πρώην δημόσιος υπάλληλος. Ημουν διορισμένος, για να κερδίζω το ψωμί μου (μα αποκλειστικά γι' αυτό) κι όταν πέρσι κάποιος μακρινός συγγενής μου, μου κληροδότησε έξι χιλιάδες ρούβλια, υπέβαλα αμέσως την παραίτησή μου κι εγκαταστάθηκα στη γωνιά μου. Και πρωτύτερα κατοικούσα στη γωνιά αυτή, τώρα όμως εγκαταστάθηκα. Το δωμάτιό μου είναι ελεεινό, απαίσιο, στην άκρη της πολιτείας. Η υπηρέτριά μου είναι μια χωριάτισσα, γριά, κακιά από βλακεία και σ' επίμετρο αναδίνει διαρκώς μια δυσάρεστη οσμή. Μου λένε, πως το κλίμα της Πετρούπολης με βλάφτει και, πως για τα πενιχρά μου μέσα, είναι πολύ ακριβή η ζωή στην πρωτεύουσα. Ολα αυτά τα ξέρω, πολύ καλύτερα απ' όλους αυτούς τους πάνσοφους συμβούλους και καλοθελητές. Μα θα μείνω στην Πετρούπολη. Δε θα φύγω απ' την Πετρούπολη! Δε θα φύγω, γιατί... Εχ! Μα βλέπετε, είναι τελείως αδιάφορο αυτό, αν δηλαδή θα φύγω ή θα μείνω. Αλλωστε: για τι πράγμα μπορεί να μιλεί ένας άνθρωπος καθώς πρέπει, με τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση; Απόκριση: για τον εαυτό του. Λοιπόν κι εγώ θα μιλήσω για τον εαυτό μου.
Απόσπασμα απ' το «Υπόγειο» του Φιόντορ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογιέφσκι