Αυξημένα κατά 26,37% ήταν τα έσοδα που εισπράχτηκαν από τις ΔΟΥ (προσωπικοί φόροι, ΦΠΑ κλπ) το Μάη του 2000, ποσοστό που είναι σχεδόν δεκαπλάσιο του πληθωρισμού, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία «πλεονάσματος» 330 δισ. δραχμών για το Α΄ 5μηνο του 2000
Επιτάχυνση των ρυθμών αύξησης των τακτικών εσόδων του προϋπολογισμού το Μάη του 2000, συγκριτικά με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, κατέγραψαν οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών που παρακολουθούν και καταγράφουν μήνα το μήνα τις εξελίξεις στα δημόσια οικονομικά, τόσο στο σκέλος των εσόδων όσο και των δαπανών. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιοποίησε χτες ο αρμόδιος υφυπουργός Οικονομικών κ. Φωτιάδης, τα συνολικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκαν 16,9% το μήνα Μάη 2000 και 12,6% στο πεντάμηνο Γενάρης - Μάης, συγκριτικά με τις αντίστοιχες περσινές περιόδους.
Στη γραπτή ανακοίνωση του υπουργείου, διευκρινίζεται πως η αύξηση των τακτικών εσόδων κατά 12,6% ήταν μεγαλύτερη από το στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση (προσδοκούσε μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,5%), έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθεί για το διάστημα του πενταμήνου ένα πλεόνασμα συνολικού ύψους 370 δισ. δραχμών! Το πλεόνασμα αυτό, προκύπτει από το γεγονός ότι αυξήθηκαν πάνω από το μέσο ετήσιο στόχο που είχε θέσει η κυβέρνηση κατά 330 δισ. δραχμές τα έσοδα των ΔΟΥ (φορολογικά έσοδα) και κατά 67 δισ. δραχμές τα τελωνειακά έσοδα. Αντίθετα, τα έσοδα υπολόγου παρουσίασαν μείωση 27 δισ. δραχμές.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι στο τετράμηνο Γενάρης- Απρίλης 2000, συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 1999, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού παρουσίασαν αύξηση 11,1%. Το ποσοστό αύξησης των εσόδων στο τετράμηνο (11,1%) είναι μικρότερο από το 12,6% της αύξησης των τακτικών εσόδων στο πεντάμηνο. Πρόκειται για ένα στοιχείο, που ενώ η κυβέρνηση το χαρακτηρίζει «θετικό», στην πραγματικότητα βεβαιώνει ότι το μήνα Μάη - δηλαδή ένα μήνα μετά τις βουλευτικές εκλογές της 9ης Απρίλη 2000 - εντάθηκε η φορολεηλασία των λαϊκών εισοδημάτων.
Του λόγου το αληθές, βεβαιώνουν και τα εξής, επίσημα, στοιχεία που δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα από το υπουργείο Οικονομικών και τα οποία μας πληροφορούν ότι:
Το γεγονός ότι φέτος το Μάη, αλλά και στο πεντάμηνο, είχαμε σχεδόν τετραπλάσιο ρυθμό αύξησης των τακτικών εσόδων σε σχέση με το στόχο που έχει θέσει η κυβέρνηση για φέτος, βεβαιώνει ότι η κυβέρνηση Σημίτη συνεχίζει - και μάλιστα με εντατικότερους ρυθμούς - το φορολογικό γιουρούσι σε βάρος των λαϊκών εισοδημάτων. Και αυτό, μπορεί τώρα να το κάνει με μεγαλύτερη ευκολία, καθώς η περίοδος ψηφοθηρίας έληξε στις 9 Απρίλη και τώρα το ΠΑΣΟΚ - που ξανασχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση - μπορεί να ερμηνεύει όπως θέλει το εκλογικό αποτέλεσμα.
Με κυρίαρχα τα αιτήματα για το σταμάτημα της διάλυσης της επιχείρησης, το σταμάτημα των εκβιασμών, αλλά και την ακύρωση της σκανδαλώδους σύμβασης ξεπουλήματος της επιχείρησης, οι εργαζόμενοι της ΣΟΦΤΕΞ του εργοστασίου της Αθήνας και του Μεγάλου Πεύκου, χτες το πρωί απέκλεισαν τα κεντρικά γραφεία, εμποδίζοντας τη διοίκηση να μπει σ' αυτά. Παρά τους εκβιασμούς και τις απειλές των διοικούντων, οι εργαζόμενοι δεν υποχώρησαν, δίνοντας έτσι το μήνυμα, ότι είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν ακόμα πιο δυναμικά τις κινητοποιήσεις τους.
Με ανακοίνωσή της η ΕΣΑΚ - ΣΟΦΤΕΞ, επισημαίνει ότι «ένα χρόνο μετά το ξεπούλημα - χάρισμα, διαπιστώνουμε όλοι πλέον ότι όσο παραμένει στη ΣΟΦΤΕΞ η πολυεθνική, ο Forlin και η παρέα του είναι επικίνδυνοι. Δεν υπάρχει προοπτική ανάπτυξης, αντίθετα θα κλείσουν ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος των εργοστασίων της εταιρίας με εκατοντάδες απολύσεις. Συνεπώς, πρέπει να διευρύνουμε τα αιτήματά μας και να απαιτήσουμε από το υπουργείο Ανάπτυξης την καταγγελία της συμφωνίας ξεπουλήματος».
Συνεχίζοντας η ΕΣΑΚ - ΣΟΦΤΕΞ καταγγέλλει την κυβέρνηση, «γιατί κρατάνε τη συμφωνία πώλησης εφτασφράγιστο μυστικό και δεν τη δίνουν στους εργαζόμενους και στο σωματείο, προκειμένου να μην αποκαλυφθεί στον ελληνικό λαό το μεγαλύτερο σκάνδαλο των τελευταίων χρόνων.
Τέλος η ΕΣΑΚ - ΣΟΦΤΕΞ καλεί όλους τους εργαζόμενους «παρά την οικονομική πίεση που όλοι δεχόμαστε από τις απεργίες», να συνεχίσουν με μεγαλύτερη ένταση τον αγώνα, κατανοώντας ότι η συρρίκνωση και η διάλυση της εταιρίας αφορά όλους τους εργαζόμενους. Ο αγώνας αυτός πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση επαναπρόσληψης των εφτά απολυμένων εργαζομένων, στο σταμάτημα της διάλυσης της εταιρίας και των σχεδίων για εκατοντάδες απολύσεις, και, να ακυρωθεί η συμφωνία ξεπουλήματος και να περάσει η ΣΟΦΤΕΞ, υπό τον έλεγχο του δημοσίου.
Με ετήσιο ρυθμό αύξησης 7% «έτρεχε» ο δείκτης τιμών Χονδρικής το μήνα Απρίλη, εξέλιξη η οποία σηματοδοτεί το κλίμα ανατιμήσεων που έχει επιβληθεί από τις μεγάλες εμποροβιομηχανικές επιχειρήσεις, με πρόσχημα την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και του δολαρίου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (ΕΣΥΕ), ο γενικός δείκτης τιμών Χονδρικής τον Απρίλη, ως προς τον προηγούμενο μήνα Μάρτη, παρουσίασε αύξηση 0,3%, έναντι αύξησης 1,1% που είχε σημειωθεί το 1999. Σε ετήσια βάση (Απρίλης 2000/1999) ο γενικός δείκτης παρουσίασε ρυθμό αύξησης 7%, ενώ ίδιος ρυθμός αύξησης προκύπτει από τη μέτρηση του δείκτη σε μέσα επίπεδα (Γενάρης - Απρίλης 2000/1999).
Η άνοδος του δείκτη κατά 0,3% τον Απρίλη οφείλεται στην εξέλιξη των ακόλουθων επιμέρους δεικτών:
Ο δείκτης εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής για εσωτερική κατανάλωση σημείωσε αύξηση 2,6%, η εγχώρια βιομηχανική παραγωγή για εσωτερική κατανάλωση δε σημείωσε καμιά μεταβολή, τα εξαγόμενα προϊόντα εγχώριας πρωτογενούς και βιομηχανικής παραγωγής παρουσίασαν μείωση 0,3% και τα τελικά προϊόντα προέλευσης εξωτερικού παρουσίασαν αύξηση 0,8%.
Ανακοίνωση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου της Αθήνας
Οι προϋποθέσεις για την κατανομή των κονδυλίων του Γ` ΚΠΣ αποκλείουν εκ προοιμίου τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, αφού τίθεται κριτήριο απασχόλησης μέχρι 250 άτομα. Αυτό τονίζει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας (ΒΕΑ) σε σχετική επιστολή του προς τους υφυπουργούς Εθνικής Οικονομίας, σημειώνοντας επίσης ότι οι συνέπειες από τη δημιουργία «ενιαίας αγοράς» και η ένταξη στην ΟΝΕ επηρεάζουν αρνητικά τις μικρότερες επιχειρήσεις που διαθέτουν λιγότερα μέσα και στελεχικό δυναμικό. Το ΒΕΑ ζητάει όχι μόνο να μην αποκλείονται θεωρητικά οι μικρές επιχειρήσεις από τα κονδύλια του ΚΠΣ, αλλά να ενισχυθούν ουσιαστικά οι επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι δέκα άτομα. Σ' αυτά τα πλαίσια ζητάει να διατεθεί τουλάχιστον το 50% των συνολικών πόρων στις επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι δέκα άτομα και το υπόλοιπο ποσοστό να διατεθεί αναλογικά με βάση τις κατά τεκμήριο ασθενέστερες κατηγορίες επιχειρήσεις από 10 άτομα και πάνω. Επίσης, προτείνει: