ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 4 Φλεβάρη 2010
Σελ. /40

Τρεις είναι οι ταινίες της βδομάδας, η αυθεντικής καλλιτεχνικής αξίας «Εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα», η καλογυρισμένη, συμβατικά αμερικάνικη «Ραντεβού στον αέρα» και η, κατά το μάλλον ή ήττον, περιττή «Επικίνδυνες μαγειρικές».

ΠΙΤΕΡ ΣΤΡΙΚΛΑΝΤ
Η εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα

Ο 35χρονος Βρετανός σκηνοθέτης Πίτερ Στρίκλαντ, ο οποίος κατά σχολιαστή της «Γκάρντιαν», ξεφύτρωσε από το πουθενά, βρέθηκε πριν τρία περίπου χρόνια μ' ένα μικρό χρηματικό ποσό από την πώληση ενός ακίνητου που είχε κληρονομήσει. Με αυτές τις 25 περίπου χιλιάδες, γύρισε σε 16μ.μ. στην Τρανσυλβανία της Ρουμανίας την ταινία Καταλίν Βάργκα, με ολιγάριθμο συνεργείο και ηθοποιούς από την περιοχή.

Η εκδίκηση της Καταλίν Βάργκα είναι ένα θρίλερ νουάρ, με εξεζητημένο εκφραστικό ύφος, αφηγηματικούς τριγμούς και τεταμένες καταστάσεις. Ταινία σκοτεινού μυστηρίου, βιασμού κι εκδίκησης, εγκλήματος και τιμωρίας, σε αγροτικό περιβάλλον, μακριά από το σύγχρονο κόσμο. Εκτός από ένα κινητό που κάνει που και που την εμφάνισή του, η τεχνολογία απέχει παντελώς μην προσφέροντας βιάγκρα στην αφήγηση. Η Καταλίν ζει σε μικρή αγροτική περιοχή με τον γιο και τον άνδρα της. Ενα μυστικό της που εκμυστηρεύτηκε σε φίλη, φθάνει τελικά στα αυτιά του άνδρα της, που την αποκαλεί πόρνη και τη διώχνει με το γιο της από το σπίτι. Με μηδαμινές αποσκευές ξεκινούν οι δύο, πάνω σ' ένα αργό ξεχαρβαλιασμένο κάρο, για ένα μακρύ οδοιπορικό σε όρη και βουνά, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στα πυκνά, γεμάτα θρύλους, σκουρόχρωμα δάση των Καρπαθίων. Η Καταλίν ψάχνει να βρει και να εκδικηθεί τον άνδρα και πατέρα του γιου της Ούρμπαν που, πριν δέκα χρόνια, τη βίασε καταστρέφοντάς της τη ζωή. Κάποτε τον ανακαλύπτει, ανθρώπινο, έντιμο και δυστυχή που δεν έχει παιδιά με τη γυναίκα που αγαπά. Η Καταλίν δεν μπορεί πια να πάρει εκδίκηση. «Είναι τόσο διαφορετικά απ' ό,τι είχα φανταστεί, για το πόσο ωραία θα ήταν η αιματηρή μου εκδίκηση» λέει, μετά την κορυφαία σεκάνς της διήγησής της, μέσα στη βάρκα στη λίμνη, όταν η Καταλίν αποκαλύπτεται στο βιαστή της. Η αναζήτηση πορεύεται μέσα από ποιητικά, σκοτεινά τοπία και νυχτερινές επιδρομές των τρομαχτικών φαναριών του αυτοκινήτου μέσα στην κατάμαυρη σιωπή. Ολα τα αφηγηματικά μέσα βρίσκονται σε συναγερμό, η μηχανή - κύρια στον ώμο - ακολουθεί τους ρυθμούς και τις κινήσεις των ρόλων, καδράρει τα πρόσωπά τους από ασυνήθεις γωνίες, εστιάζει σε λεπτομέρειες, σε βλέμματα και ανεπαίσθητες εκφράσεις. Η χρήση της μουσικής είναι καταλυτική. Ενταγμένη οργανικά στην αφήγηση, λειτουργεί ενίοτε σαν επιθετικός προσδιορισμός, άλλοτε σαν σήμα στίξης, διευκολύνοντας την ανάγνωση του φιλμικού κειμένου και τονίζοντας ψυχικές καταστάσεις, μνήμες και κρεσέντο συναισθημάτων σαν εκείνο το βλέμμα της Καταλίν, που συνεχώς επανέρχεται και καρφώνεται στο ξέφωτο με τους πυκνούς κορμούς, στο ξέφωτο του βιασμού. Ταινία άξια θαυμασμού και απόλαυσης, φιλμ που πρέπει να μελετήσουν οι σπουδαστές κινηματογράφου και οι σχολές να εντάξουν στη διδακτέα τους ύλη ως υπόδειγμα χρήσης της κινηματογραφικής γλώσσας και τεχνικής στην υπηρεσία αυτού που θέλεις να πεις και του τρόπου με τον οποίο θέλεις να το αφηγηθείς.

Παίζουν: Χίλντα Πέτερ, Τίμπορ Πάλφι, Μαλίντα Κάντορ, Ρομπέρτο Τζιακομέλο, Νόρμπερτ Τάνκο.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΕΛΕΜΕΓΚΟΣ
Επικίνδυνες μαγειρικές

Μαμ, Νανά και νάνι... Υπόσχεται η κινηματογραφική εκδοχή του ομότιτλου μυθιστορήματος του Ανδρέα Στάικου. Η ανάλαφρη ιστοριούλα θα μπορούσε να εξελιχθεί σε χαριτωμένα συμπαθητική ταινία, δυστυχώς όμως υποφέρει από άκρατο έλλειμμα αυθεντικότητας. Εικόνες και συμπεριφορές ευθυγραμμισμένα με μοντέλα deje - vu. Ενα μάτσο κλισέ, το ένα πλάι στο άλλο που κινούνται εντός των πλαισίων της καθεστηκυίας διαφημιστικής αισθητικής και των live style προτύπων. Εκτός του τρίο Χωραφάς, Ζυγούλη, Μαρκουλάκης, συμπρωταγωνιστεί και το φαγητό. Δεδομένου ότι το τελευταίο συνιστούσε το επίκεντρο σε λαμπρότατες κινηματογραφικές παραγωγές όπως Το Μεγάλο φαγοπότι, Η Γιορτή της Μπαμπέτ, Μπέλλα Μάρτα... οι Επικίνδυνες Μαγειρικές τελούν υπό την δαμόκλειο σπάθη της μνήμης, της σύγκρισης και της απόρριψης.

Βλέποντας την ταινία του Βασίλη Τσελεμέγκου, άθελά μου την συνέκρινα με την θεματικά συγγενή και αυθεντικά γοητευτική, Μπέλλα Μάρτα της Σάντρα Νέτελμπεκ με τον Σέρτζιο Καστελίτο, ταινία που κατακλύζεται από αλήθεια, από κραυγές ανάγκης για ουσιαστική επικοινωνία που συντελείται μέσα από την μαγειρική. Αναντίρρητα, η γοητεία συνιστά στοιχείο θεμελιώδες κι όχι μόνο στην τέχνη. Είναι εκείνη η ιδιαίτερη δύναμη που εκπέμπει η ομορφιά, η εξυπνάδα, η ακτινοβολία, το στυλ και η έλξη που προκαλείται από όλα αυτά. Η γοητεία θέλγει, σαγηνεύει και μαγεύει. Ιδιαίτερα όταν έχουμε να κάνουμε με ερωτικές ιστορίες και ρόλους που εξαρτούν την δραματουργική τους ύπαρξη από την γοητεία. Θεωρώ ότι πρόκειται για την περίπτωση του ερωτικού τριγώνου, της πανωραίας Νανάς με δυο μάγειρες, τον γκουρμέ σεφ Δαμοκλή και τον Δημήτρη που εργάζεται σε ποντοπόρο πλοίο. Για χάρη του έρωτά της οι δυο άνδρες - που κατοικούν σε διπλανά διαμερίσματα και δεν γνωρίζει ο ένας ότι αντίπαλός του είναι ο άλλος - αναμετρούνται γαστρονομικά, παραβγαίνοντας σε πνευματικότητα, γνώσεις και γεύσεις ενώ εκείνη αφήνεται να μυηθεί στην έννοια της σχεδόν αισθησιακής απόλαυσης, έως την ώρα της οδυνηρής για όλους τους συμβαλλόμενους αποκάλυψης. Οσο η ταινία πλησιάζει προς την ολοκλήρωσή της, οι ίδιοι χαρακτήρες αποκαλύπτουν μια πιο ώριμη, πιο ειλικρινή και πιο δομημένη πλευρά του εαυτού τους, που όμως είναι αργά ώστε να εκληφθεί, αναδρομικά, ως επαρκής. Αυτά τα δραματουργικά χαρακτηριστικά μάλλον θα έπρεπε να σηματοδοτούν την αφετηρία των ρόλων. Φαίνεται ότι οι ρόλοι πλάστηκαν μονοδιάστατα, θυμίζουν ξεφούσκωτα μπαλόνια, όχι ξεχειλωμένα γιατί οι πρωταγωνιστές είναι φυσικά όλοι τους κομψοί. Η παραγωγή θεώρησε μάλλον ότι η εξωτερική κομψότητα ήταν υπεραρκετή για το ευρύ κοινό που εκπαιδεύεται να αγοράσει και να καταναλώσει ποικιλοτρόπως το προϊόν. Οι Επικίνδυνες μαγειρικές δεν εκπέμπουν ίχνος γοητείας, γιατί η ταινία δεν έχει να πει τίποτα, γιατί αν δεν έχει να πει κάτι, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Γι' αυτό και οι ρόλοι είναι περιγράμματα, χωρίς ανθρώπινο περιεχόμενο. Ο κεντρικός ρόλος, η Νανά, ενσάρκωση της γοητείας αλλά και συνδετικός κρίκος και στήριγμα της ραχοκοκαλιάς της ταινίας, είναι στα καλύτερά της όταν ποζάρει ακίνητη και άλαλη για τους σπουδαστές της Καλών Τεχνών, γιατί τότε δεν περιμένουμε τίποτε άλλο από αυτόν τον ρόλο. Η δίμετρη οπτασία, άδεια από εσωτερική ένταση, μόνο γοητευτική δεν είναι, με τους μπορντό κοθόρνους και την εκκωφαντική έλλειψη class. Ο Δαμοκλής αντίθετα, ευρωπαϊκού λούστρου και ορθολογισμού, φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την έμπνευση που του χαρίζει η Νανά για το βιβλίο μαγειρικής που ετοιμάζει, παρά για την σχέση του μαζί της.

Παίζουν: Γιώργος Χωραφάς, Κάτια Ζυγούλη, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Μυρτώ Αλικάκη κ.ά.

ΤΖΕΪΣΟΝ ΡΑΪΤΜΑΝ
Ραντεβού στον αέρα

Πωλητές ανεργίας ή τεχνικές κοινοποίησης των απολύσεων. Προτιμάς την «face to face» ανακοίνωση της απόλυσής σου από συμπάσχοντα, άγνωστό σου κύριο ή επιθυμείς να σου ανακοινωθεί η απόλυση, κάπως πιο ψυχρά, μέσα από τηλεδιάσκεψη στο διαδίκτυο; Είσαι ελεύθερος να επιλέξεις τον τρόπο...

Αρχικά φαίνεται ότι θέμα της ταινίας είναι οι απολύσεις. Φυσικά δε γίνεται καν λόγος περί του γιατί των απολύσεων. Αυτό είναι δεδομένο, είναι κισμέτ και δε χωρά αντίθεση, ενστάσεις ή αντιρρήσεις. Η προβληματική του φιλμ αναλώνεται στο τεχνικό μέρος της μεθοδολογίας των απολύσεων, συζητά την τυχόν υιοθέτηση μοντέλου «ηλεκτρονικών» απολύσεων και τη χρήση διαφόρων όρων κατά την απόλυση - διαφάνεια δηλαδή σε λεκτικό επίπεδο - για την οποία πιέζει το νομικό τμήμα των επιχειρήσεων. Ο επαγγελματικός τίτλος του πρωταγωνιστή Ράιαν, που υποδύεται περίφημα ο Τζορτζ Κλούνεϊ, είναι «σύμβουλος επαγγελματικής μετάβασης», δηλαδή την όσο πιο ανώδυνη μετάβαση από τη θέση εργασίας, κατόπιν της απόλυσης απ' αυτήν, σε μια άλλη, μελλοντική, άγνωστη και δυσδιάκριτη. Ο πρωταγωνιστής είναι ειδήμων στις απολύσεις, άρα περιζήτητος. Πληρώνεται αδρά από τις εταιρείες που του αναθέτουν την πρακτική εκτέλεση της «βρώμικης» δουλειάς, από άκρη σ' άκρη της Αμερικής... Ταξιδεύει συνεχώς για να ανακοινώσει, άγνωστος αυτός, στους αγνώστους που κάθονται απέναντί του, την απόλυσή τους. Αυτό ακριβώς είναι το point της ταινίας: ο τρόπος ανακοίνωσης της απόλυσης και οι επιπτώσεις (αυτού του τρόπου) στη ζωή ενός ανθρώπου. «Δουλειά μας είναι να ρίχνουμε τους ανθρώπους στην ανασφάλεια» λέει ο πρωταγωνιστής και εξηγεί ότι η τεχνική της απόλυσης δομείται με στερεότυπες φράσεις και έννοιες ώστε να κάνουν «υποφερτή την αβεβαιότητα»...

-- Θυμάσαι τα όνειρα που είχες σαν νέος; Τώρα σου παρουσιάζεται η ευκαιρία να τα πραγματοποιήσεις.

-- Είσαι τυχερός, δηλαδή, που θα βγεις στην ανεργία, διότι θα μπορούσες να φθάσεις στα πρόθυρα του θανάτου χωρίς να έχεις πραγματοποιήσει τα εφηβικά σου όνειρα... Πρέπει να αντιληφθείς ότι σου κάνουν χάρη που σε απολύουν, φροντίζουν για την πραγμάτωση των οραμάτων σου...

Η ταινία ενσωματώνει, εν είδει ντοκουμέντου, κάποιες αληθινές, χαζές κι ανώδυνες μαρτυρίες ανθρώπων που απολύθηκαν από τη δουλειά τους, γέρασαν και δεν αντιλήφθηκαν τίποτα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος που τους περιτριγυρίζει.

«Το πιο σημαντικό - λέει ένας - ήταν η αγάπη της οικογένειάς μου, η δουλειά... δεν έχει σημασία»... Από τα μέσα της ταινίας ο αγέρωχος συναισθηματικά Ράιαν συνειδητοποιεί ότι αρχίζει να ερωτεύεται μια θηλυκή πωλήτρια ανεργίας και το πόσο άδεια ήταν τόσο καιρό η ζωή του κλπ, κλπ... Θα ήθελα πάντως να προσθέσω ότι για το θέμα των απολύσεων υπάρχει μια γαλλική τηλεοπτική ταινία μυθοπλασίας, ένα διαμαντάκι από το 1998, με τίτλο «Εκούσια ή με τη βία» («De gr? ou de force?) σε σκηνοθεσία Φαμπρίς Καζνέβ.

Παίζουν: Τζορτζ Κλούνεϊ, Τζέισον Μπέιτμαν, Βέρα Φαρμίγκα, Αννα Κέντρικ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ