ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 29 Αυγούστου 2000
Σελ. /32
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΗΠΕΙΡΟΣ
Η φωτιά αποκάλυψε και τον ένοχο

Τζάμπα «έφυγαν» 7 ανθρώπινες ζωές. Ηθικός αυτουργός και υπεύθυνος η κυβέρνηση και η πολιτική της. Η εγκληματική της αμέλεια άφησε και αφήνει την ορεινή περιοχή του Νομού Ιωαννίνων να καίγεται, ολοκληρώνοντας το έργο της εγκατάλειψης και του μαραζώματος δεκάδων ακριτικών χωριών. Αυτό δεν είναι μια διαπίστωση μόνο. Είναι η σκληρή πραγματικότητα, που επιβεβαιώνεται επιτόπου, στο χώρο του εγκλήματος. Η Μουργκάνα και ο Κασιδιάρης, οι δύο ορεινοί όγκοι στα σύνορά μας με τη γειτονική Αλβανία, καίγονται από την αναλγησία της κυβέρνησης και μαζί τους καίγονται και όλα τα σαθρά επιχειρήματα της πολιτικής που δημιουργεί ερήμωση.

Τα «ακραία καιρικά φαινόμενα», οι «εισαγόμενες φωτιές», το «δύσβατο της περιοχής», αυτά τα προσχήματα, στον κόσμο που πονάει τον τόπο του, ακούγονται κουβέντες του αέρα. Η κινητοποίηση της κρατικής μηχανής προήλθε δυστυχώς μετά την τραγική εξέλιξη, της απώλειας των 7 ανθρώπινων ζωών και έγινε μετά από μια εγκληματική καθυστέρηση τουλάχιστον μισού μήνα. Είναι δεδομένο ότι η φωτιά ξεκίνησε από το αλβανικό έδαφος στις 3 του Αυγούστου και ουσιαστικά αφέθηκε να εξελιχθεί και να κατακάψει ανθρώπους και χωριά, ενώ ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι μικρές δυνάμεις πυρόσβεσης, που περιορίζονται μόνο στη φύλαξη και προστασία χωριών, προδικάζουν για ένα συνειδητό σχέδιο να αφεθεί η περιοχή στην τύχη της και την καταστροφική μανία της φωτιάς.

Η εφιαλτική κατάσταση που βιώνουν οι ακρίτες των ορεινών χωριών των Ιωαννίνων δεν πρέπει να οδηγήσει σε απόγνωση και παραίτηση. Χρειάζεται άμεση διεκδίκηση και συντονισμένος αγώνας των πυροπλήκτων, η αλληλεγγύη όλου του λαού της περιοχής για να μπορέσει να ξαναγεννηθεί η περιοχή. Για να γίνει το γκρίζο και το μαύρο και πάλι πράσινο και δύναμη ζωής. Το μήνυμα αυτό προσπάθησαν να μας μεταφέρουν οι ίδιοι οι κάτοικοι με αφορμή την αποστολή του «Ρ» στον τόπο της καταστροφής.

ΠΩΓΩΝΙ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ
«Μας άφησαν να καούμε»

Οι πυρόπληκτοι κάτοικοι μιλούν για την εγκατάλειψη που βιώνουν και την αναλγησία της κρατικής μηχανής, που άφησε και αφήνει να καίγεται η περιοχή

1. Η αγανάκτηση των κατοίκων της Αγ. Μαρίνας έχει ξεχειλίσει. Η Β. Ντάκα (δεξιά) σημειώνει: «Μας έχουν εγκαταλείψει, δεν νοιάζεται κανείς για μας»
1. Η αγανάκτηση των κατοίκων της Αγ. Μαρίνας έχει ξεχειλίσει. Η Β. Ντάκα (δεξιά) σημειώνει: «Μας έχουν εγκαταλείψει, δεν νοιάζεται κανείς για μας»
Εικόνες βιβλικής καταστροφής είναι αυτές που αντικρίζει ο επισκέπτης στον ορεινό όγκο που εκτείνεται βορειοδυτικά των Ιωαννίνων και το γκρίζο κυριαρχεί πια παντού κάνοντας κυρίως ακόμα πιο γκρίζα και μαύρη την πραγματικότητα για τους ακρίτες κατοίκους της περιοχής. Μιας περιοχής που οι άνθρωποί της, παρά τις αντιξοότητες, προσπαθούν να κρατηθούν στον τόπο τους και που τώρα θρηνεί 7 αδικοχαμένους νεκρούς και μετράει εκατοντάδες άστεγους πυρόπληκτους κατοίκους, που βρίσκονται σε κατάσταση απελπισίας. Αυτή η εικόνα της καταστροφής και του μαύρου ήρθε να συμπληρώσει την πλήρη εγκατάλειψη, αποτέλεσμα των κυβερνητικών πολιτικών που εδώ και χρόνια εφαρμόζονται στην Ηπειρο. Είναι η ερήμωση των χωριών, το αναγκαστικό φευγιό των όποιων νέων, η ανυπαρξία στοιχειωδών υποδομών, οι κακοτράχαλοι, παραμελημένοι δρόμοι και τα δάση που έγιναν απροσπέλαστοι λόγκοι από την εγκατάλειψη. Τα μύρια όσα προβλήματα διαβίωσης που ξεριζώνουν τους ανθρώπους από τις πατρογονικές εστίες τους και τώρα οι εγκληματικές ευθύνες των υπευθύνων που αφήνουν την περιοχή να γίνεται στάχτη.

Το οδοιπορικό του «Ρ» είναι αποκαλυπτικό της κατάστασης που επικρατεί στα χωριά που βρίσκονται μια ανάσα από τα αλβανικά σύνορα. Η οικολογική διάσταση της καταστροφής κόβει την ανάσα. Τα πανέμορφα καταπράσινα δάση, που στολίζουν τις ποικιλόμορφες βουνοπλαγιές και τις ρεματιές στα βουνά Μουργκάνα και Κασσιδιάρη, έγιναν και γίνονται σταδιακά κάρβουνο και τα κουφάρια των δέντρων, κυρίως πουρνάρια, κουμαριές και ρείκια, στέκουν βουβοί μάρτυρες της καταστροφής που πραγματοποιήθηκε σε ένα διάστημα τουλάχιστον μισού μήνα, που η αναλγησία του κρατικού μηχανισμού άφησε τον τόπο να κατακαίγεται. Οι μικρές δυνάμεις που ρίχτηκαν στο έργο της καταστολής, μόνο μετά την καταστροφή και δυστυχώς μετά τις απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, μιλάμε για δέκα πυροσβεστικά οχήματα και 4-5 αεροπλάνα και ελικόπτερα σε μια τεράστια δασική έκταση, είναι ανήμπορες να ελέγξουν την κατάσταση. Το σχέδιο όμως, αν και ανομολόγητο, είναι πλέον διαπιστωμένο. Με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει η κρατική μηχανή επιχειρείται η προστασία μόνο των χωριών της περιοχής και αφήνονται δεκάδες εστίες να κατατρώγουν το παρθένο δάσος. Και η διάταξη των ελάχιστων πυροσβεστικών δυνάμεων είναι αποδεικτική για αυτό.

Εσβησε το χωριό

5. Το κοπάδι της φωτογραφίας, από τις λίγες κτηνοτροφικές μονάδες της περιοχής, επιβιώνει στο μαύρο τοπίο
5. Το κοπάδι της φωτογραφίας, από τις λίγες κτηνοτροφικές μονάδες της περιοχής, επιβιώνει στο μαύρο τοπίο
Οι άνθρωποι των ακριτικών χωριών της Αετόπετρας, της Γρανιτσοπούλας, του Ριζού, της Αγίας Μαρίνας, της Καστάνης, με τους λιγοστούς μόνιμους κατοίκους, μιλούν γι' αυτή τη θλιβερή εικόνα της εγκατάλειψης που βιώνουν, καταγγέλλουν την ανυπαρξία κινήτρων και την ανυπαρξία οποιασδήποτε ενέργειας της πολιτείας που θα μπορούσε να κρατήσει τον κόσμο στον τόπο του. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια των ανθρώπων της Αγίας Μαρίνας, όταν η αποστολή της εφημερίδας βρέθηκε στο χωριό λίγο μετά την κηδεία των τριών θυμάτων της πυρκαγιάς. Στο καφενείο το κλίμα είναι βαρύ, αλλά ο κόσμος, κάτοικοι και συγγενείς των θυμάτων, δε μασάει τα λόγια του. «Μας άφησαν να καούμε, μας έχουν εγκαταλείψει, ούτε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς δεν υπήρχε αυτή η κατάσταση». μας λέει αγανακτισμένη η μαυροφορεμένη σεβάσμια γερόντισσα Βασιλική Ντάκα και συμπληρώνει «για 20 μέρες η φωτιά έκαιγε στο Αλβανικό και δεν έκαναν τίποτα. Δεν πάει καιρός που μας πήραν το στρατό και μας φέρανε τους φύλακες, που όμως δεν τους βλέπουμε ποτέ. Μόνο όταν θέλουν την ψήφο εμφανίζονται, αλλά δεν κάνουν τίποτε για να μείνουν οι νέοι στο χωριό. Δεν έχουμε ούτε δρόμο της προκοπής, ούτε σχολείο, ούτε παπά. Τώρα ήρθε και η καταστροφή και μας αποτέλειωσε. Στο χωριό δεν ήρθε κανένας να πάρει τους ηλικιωμένους, καήκανε τα σπίτια που φτιάχτηκαν εδώ πάνω με αίμα, που μας έπνιξαν οι θάλασσες και η ξενιτιά». Η απόγνωση και η οργή είναι διάχυτη σε όλα τα πρόσωπα. Οι καταγγελίες αλληλοσυμπληρώνουν η μια την άλλη. «Εδώ πάνω η κατάσταση είναι απερίγραπτη. Δεν υπάρχει καμιά ασφάλεια. Πήρανε τα φυλάκια του στρατού, ήρθαν οι λιγοστοί συνοροφύλακες και η Μουργκάνα έχει γίνει το πέρασμα για κάθε είδους λαθρεμπόριο από μαφίες σε Αλβανία και Ελλάδα», «τώρα ήρθε και η φωτιά, που την άφησαν και μας έκαψε και ολοκληρώθηκε το κακό». «Καταστραφήκαμε παιδί μου, και το χωριό μας πάει έσβησε». Λέξεις των κατοίκων που ελάχιστα περιγράφουν την απελπισία και την απόγνωσή τους.

4.Η Μουργκάνα τυλιγμένη στις φλόγες, η φωτιά συνεχίζει το έργο της, όσο οι προσπάθειες κατάσβεσης είναι μηδαμινές
4.Η Μουργκάνα τυλιγμένη στις φλόγες, η φωτιά συνεχίζει το έργο της, όσο οι προσπάθειες κατάσβεσης είναι μηδαμινές
Είναι επίσης χαρακτηριστική και ενδεικτική της ανυπαρξίας της κρατικής μηχανής η μαρτυρία της εγγονής του άτυχου ζευγαριού Χρήστου και Μαρίας Κυρίτση, που δεν πρόλαβε να διαφύγει. Η Μαρίκα Κυρίτση με οργή μας περιέγραψε την τραγελαφική κατάσταση, που όταν πήγε να παραλάβει τις σορούς των παππούδων της έφτυσε αίμα για να έρθει ασθενοφόρο από το Δελβινάκι, αλλά και στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων που της αρνήθηκαν ασθενοφόρο για τη μεταφορά των σορών στο νεκροτομείο. Τελικά, όπως σημείωσε, το ζήτημα ήταν οικονομικό και αναγκάστηκε να φέρει η ίδια και η οικογένειά της γραφείο τελετών.

Η εικόνα απόγνωσης επικρατεί από άκρη σε άκρη σε όλο το χωριό. Οι ξεσπιτωμένοι άνθρωποι να μην μπορούν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε. Η πολιτεία να έχει ετοιμάσει ένα υποτυπώδες καταυλισμό με σκηνές και η εφιαλτική συνέχεια να ορθώνεται απειλητική για τους ακρίτες.

«Φθίνουν τα χωριά μας»

Και στα άλλα χωριά από την Κάτω Λάβδανη, την Χαραυγή μέχρι την Καστάνη η εικόνα είναι αντίστοιχη, όπου κυριαρχεί ο πόνος για τα ανθρώπινα θύματα, η οργή και η αγανάκτηση ξεχειλίζει. «Επρεπε η φωτιά να χτυπηθεί στην αρχή της, από τα αλβανικά, δεν έπρεπε να την αφήσουν να καίει ανεξέλεγκτα από τις 6 Αυγούστου», θα μας πουν οι κάτοικοι στο Ριζό. Η ερήμωση και εκεί είναι εμφανής, οι ανύπαρκτες δουλιές που δεν μπορούν να κρατήσουν τους νέους, η κτηνοτροφία που φθίνει. Η εικόνα σε όλη την περιοχή, στις πλαγιές και τους κάμπους, και εκεί που έχουν ήδη καεί και εκεί που υπάρχει ακόμα πράσινο, είναι μια. Η εγκατάλειψη, το μαράζωμα. Ελάχιστες μονάδες και καλλιεργήσιμα εδάφη μπορεί να διακρίνει κανείς. Αυτή είναι προφανώς και η κατάσταση που θέλει να επιβάλει η εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική. Να εκκαθαριστεί ο τόπος, ώστε ευκολότερα να μπορεί να γίνει κατανομή αυτής της γης σε λίγα χέρια.

Στην ειδυλλιακή Καστάνη, μερικά μόλις μέτρα από την Αλβανία, η συζήτηση στο καφενείο επιβεβαιώνει την ανησυχία των ανθρώπων για την τύχη του τόπου τους. Ανησυχούν γιατί η φωτιά που καίει για μέρες πλησιάζει το χωριό, ενώ τα μέσα κατάσβεσης δεν επαρκούν. Αυτή ήταν και η κραυγή αγωνίας που ύψωσαν στον υφυπουργό Γεωργίας και τον περιφερειάρχη Ηπείρου, που επισκέφτηκαν την περιοχή, το Σάββατο το μεσημέρι και του ζήτησαν περισσότερες δυνάμεις. Οι λιγοστοί όμως άνθρωποι, μόνιμοι κάτοικοι και επισκέπτες χωριανοί, διαπιστώνουν ότι η ζωή εκεί φθίνει. Δεν υπάρχουν τα κίνητρα για να μείνουν οι νέοι. Οσοι προσπαθούν να επιστρέψουν χτίζοντας ένα σπιτάκι, συναντούν μεγάλες δυσκολίες. Τώρα με την καταστροφική πυρκαγιά διαπιστώνουν ότι η κατάσταση θα γίνει ακόμα πιο δύσκολη.


Δημήτρης ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ
«Είμαστε πλέον αηδιασμένοι»

Συγκλόνισε το βράδυ της Πέμπτης στα νυχτερινά δελτία ειδήσεων η κραυγή απόγνωσης του 45χρονου πυροσβέστη Τάσου Ιωάννου, βγαλμένη μέσα από το ασθενοφόρο που τον μετέφερε αφυδατωμένο στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων. «Ντρέπομαι που είμαι πυροσβέστης. Δίψασα, αφυδατώθηκα. Το μόνο που ξέρουν να μας λένε είναι σβήσε - σβήσε. Δεν είμαι ο σούπερμαν, δεν είμαι ο βιονικός άνθρωπος. Σαν τα κουνάβια είμαστε χωμένοι στα πουρνάρια μέρα - νύχτα και σβήνουμε φωτιές. Διψασμένοι και πεινασμένοι. Δεν αντέχω άλλο».

Η μαρτυρία αυτή ωστόσο, που έκανε όλο πανελλήνιο να ανατριχιάσει, δεν προκάλεσε τα ίδια συναισθήματα και στους πυροσβέστες. Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτοί ξέρουν και γνωρίζουν πόσο πιο σκληρό είναι ό,τι ειπώθηκε απ' τον απελπισμένο συνάδελφό τους. Καταπέλτης είναι οι κουβέντες τους: «Το μόνο που έχουμε να πούμε στον συνάδελφο είναι πως δεν πρέπει να νιώθει ντροπή που είναι πυροσβέστης. Πρέπει μόνο να νιώθει αηδία για όλους, όσοι μας διοικούν»!

Πλησιάζουμε τα ταλαιπωρημένα κορμιά τους, μέσα απ' την ανάσα που λαχανιασμένη βγαίνει απ' την ψυχή τους. Οχι δεν είναι λυγμοί, σαν αυτούς που έβγαλε στην απελπισία του ο Τ. Ιωάννου. Είναι κραυγές απόγνωσης, λέξεις που βγαίνουν μία - μία και σε καρφώνουν στον τοίχο: «Η νύχτα αυτή θα είναι δύσκολη. Τόσες μέρες εδώ πάνω έχουμε χάσει το χρώμα μας. Μαυρίσαμε από τους καπνούς και τις στάχτες. Οργώσαμε τα βουνά. Κοντεύουμε να κοιμηθούμε με τις μάνικες στα χέρια. Με λίγη τροφή και νερό. Κύριο εφόδιο το φιλότιμό μας. Δεν είμαστε ήρωες. Κάνουμε τη δουλιά μας, προσπαθώντας να σώσουμε τους συμπολίτες μας, χωρίς να σκοτωθούμε». Η φωνή, τα λόγια ανήκουν σε πυροσβέστη από την Αρκαδία κι ακούγεται από την άλλη άκρη του σύρματος εξαντλημένη. «Γράφτε κάτι και για μας. Για το ανθυγιεινό και επικίνδυνο. Μας λένε για τις καιρικές συνθήκες. Δε φταίνε μόνο αυτές. Ας έρθουν οι αρμόδιοι να δουν τι "τραβάμε" κάθε καλοκαίρι κι ας πάψουν να μιλούν για ήρωες». Είναι λόγια οργής και λύπης από έναν υπάλληλο της Πυροσβεστικής, που υπηρετεί δέκα χρόνια στην υπηρεσία αυτή. Από έναν υπάλληλο, που μέρες τώρα παλεύει με εκατοντάδες συναδέλφους του, να σβήσει μια πυρκαγιά στη Γορτυνία.

Και δεν είναι ο μόνος. Αν βάλεις τους πυροσβέστες να σου ανοίξουν την καρδιά τους θα σου πουν: «Εργαζόμαστε με συνθήκες του προηγούμενου αιώνα! Χωρίς ωράριο, χωρίς την απαιτούμενη μέριμνα. Αυτό που κατήγγειλε ο συνάδελφος, ότι δηλαδή δούλευε τρεις μέρες χωρίς να έχει κοιμηθεί καθόλου, χωρίς να έχει φάει και το κυριότερο χωρίς να έχει νερό να πιει είναι η τραγική πραγματικότητα. Μιλάμε για δραματική κατάσταση. Είναι δεκάδες, εκατοντάδες οι πυροσβέστες που μεταφέρονται σε ιατρικά κέντρα και νοσοκομεία από αφυδάτωση ή ακόμα και με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. Απλώς ο Τ. Ιωάννου είχε το θάρρος να πει κάποια πράγματα δημοσίως».

Μιλούν για τις άδειες που φέτος - ίσως και να 'ναι η μόνη χρονιά - αναστάλθηκαν. Για τις υπερωρίες, τα εκτός έδρας και τα επιδόματα που ποτέ δεν τους δίνονται. «Βεβαίως, το χειρότερο απ' όλα είναι πως οι ηρωικές - όπως τις χαρακτηρίζει ο υπουργός Δημόσιας Τάξης - προσπάθειές μας δε βρίσκουν κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα. Ενα μόνο θα σας πω: Πριν 2,5 χρόνια ανακοινώθηκε πως θα παίρναμε το λεγόμενο επίδομα αυξημένης ευθύνης. Ξέρετε για τι ποσό μιλάμε; Για 2.800 δραχμές καθαρά τον μήνα. Είναι ή δεν είναι εμπαιγμός αυτό; Θέλουν ή δε θέλουν να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου;». Πολλά τα ερωτήματα - ερωτήματα απόγνωσης είναι - που θέτουν οι «ανώνυμοι» πυροσβέστες. Και οι τελευταίες τους κουβέντες σκληρές, πολύ σκληρές: «Δυστυχώς οι πυροσβέστες δεν είμαστε μόνο αγανακτισμένοι με την όλη κατάσταση. Είμαστε αηδιασμένοι»...


ΚΕΡΚΥΡΑ
Δεν υπήρχε σχέδιο πρόληψης

Τεράστιες και σε αρκετές περιπτώσεις ανεπανόρθωτες είναι οι ζημιές που προξένησε η μεγάλη πυρκαγιά, που ξέσπασε το απόγευμα του περασμένου Σαββάτου 26/8 στα όρια του δήμου Αχιλλείων και τελικά κατέστρεψε πολλές χιλιάδες στρέμματα καλλιεργημένης γης στο Δήμο Αχιλλείων, έκαψε 19 κατοικίες (σύμφωνα με μια πρώτη καταγραφή) και δεκάδες αγροτικές αποθήκες, αρκετά αμάξια, ενώ προξένησε σοβαρές ζημιές σε αρκετές βιοτεχνίες. Καταστράφηκε το πανέμορφο πευκοδάσος, έκτασης πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Βαρυπατάδες και Καλαφατιωνές. Η φωτιά ξέσπασε κοντά στον οικισμό Καρουμπάτικα του Δήμου Παρελίων και γρήγορα επεκτάθηκε με τη βοήθεια των μετρίων ανέμων και την ανυπαρξία μέτρων πρόληψης σε έκταση πολλών χιλιομέτρων, καταστρέφοντας πολλές χιλιάδες καλλιεργημένα ελαιόδεντρα, αμπέλια, οπωροκηπευτικά, οικίες και αγροτικές αποθήκες. Αμεσα κινδύνεψαν τα χωριά Καλαφατιωνές, Βιρά και Καστελλάνοι. Ιδιαίτερα επικίνδυνη ήταν η κατάσταση που δημιουργήθηκε στο χωριό Βιρός, όπου βρίσκονται παράνομα εγκαταστημένες μεγάλες αποθήκες υγραερίου της εταιρίας «Κορομιός gas», οι οποίες ζώστηκαν κυριολεκτικά από τις φλόγες και μόνο χάρη στη συνεχή προσπάθεια των πυροσβεστών δεν έγινε η μεγάλη καταστροφή. Το βράδυ της πυρκαγιάς αρκετοί κάτοικοι του Βιρού ξέσπασαν και εκτέθηκαν φραστικά στον νομάρχη Α. Παγκράτη, θεωρώντας τον υπεύθυνο για την ύπαρξη των αποθηκών - βόμβα.

Την επόμενη μέρα, Κυριακή, κλιμάκιο της ΝΕ Κέρκυρας του ΚΚΕ με επικεφαλής τον Θ. Γουλή, μέλος του γραφείου Περιοχής Β-Δ Ελλάδας του ΚΚΕ περιόδευσε στα χωριά της πληγείσας περιοχής, συζήτησε με κατοίκους και τον δήμαρχο Αχιλλείων Στ. Πουλημένο. Ο Θ. Γουλής υπογράμμισε την ανάγκη να δοθούν άμεσα πραγματικές αποζημιώσεις σ' όλους τους πληγέντες, τόνισε την αναγκαιότητα να παλέψει ο λαός και οι φορείς του για πραγματικά μέτρα πρόληψης και στην πράξη αποδεικνύεται ότι δεν υπάρχουν. «Ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των πυροσβεστών δεν πρέπει να συγκαλύπτουν τη μεγάλη έλλειψη μέτρων και σχεδίου πρόληψης, την έλλειψη πυροσβεστικών μέσων και την έλλειψη προσωπικού της πυροσβεστικής υπηρεσίας». Τόνισε, επίσης, ότι η κυβερνητική πολιτική που κατήργησε τη Δασική Υπηρεσία, ιδιωτικοποιεί τις δασικές εκτάσεις και νομιμοποιεί τα αυθαίρετα στα δάση, είναι η κύρια πολιτική αιτία της ραγδαίας ανάπτυξης των πυρκαγιών.

ΚΚΕ
Αμεση ενίσχυση της περιοχής

Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε η καταστροφική φωτιά στα ορεινά του Νομού Ιωαννίνων βρέθηκε στο πλευρό των κατοίκων της περιοχής και επισήμανε την ανάγκη της άμεσης παρέμβασης για να αποφευχθεί η μεγάλη καταστροφή. Επιβεβαιώθηκαν με τραγικό τρόπο οι καταγγελίες του ΚΚΕ για την ανυπαρξία πολιτικής πρόληψης, με ενιαίο φορέα δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης, καθώς και η αναγκαιότητα να αλλάξει η εγκληματική πολιτική που εμπορευματικοποιεί τη γη και την παραδίδει στα συμφέροντα των καταπατητών και των οικοπεδοφάγων.

Κλιμάκιο του ΚΚΕ, αποτελούμενο από τον Κ. Αλυσσανδράκη, μέλος της ΚΕ και ευρωβουλευτή και τον Απ. Τασούλα , μέλος Γραφείου Περιοχής Ηπείρου, περιόδευσε στην περιοχή, πράγμα που αποσιωπήθηκε από την πλειοψηφία των ΜΜΕ και των τοπικών και είδε από κοντά το μέγεθος της καταστροφής. Οπως δήλωσε στο «Ρ» ο Απ. Τασούλας, «υπάρχουν σοβαρότατες ευθύνες στην κυβέρνηση που άφησε τον τόπο να καεί, εδώ και πολλές μέρες που ξεκίνησε η φωτιά. Το μέλημα της κυβέρνησης, μετά τις τραγικές απώλειες των ανθρωπίνων ζωών, να μην καούν χωριά, δεν μπορεί να δικαιολογήσει το ότι σήμερα το δάσος συνεχίζει να καίγεται, γιατί η μετατροπή της περιοχής σε κρανίου τόπο διώχνει το πληθυσμό από τον τόπο του, που έτσι και αλλιώς αντιμετωπίζει την εγκατάλειψη και το μαρασμό. Εμείς απαιτούμε να βοηθηθούν οι κάτοικοι τώρα, για να ζήσουν στην περιοχή. Το βοήθημα των 200 χιλιάδων και τα μέτρα άμεσης ανακούφισης δεν αρκούν, η συνέχεια έχει σημασία και χρειάζεται να αποζημιωθούν όλες οι ζημιές και να ληφθεί ειδική μέριμνα, να υπάρξουν εθνικά προγράμματα, για να ξαναζωντανέψει η περιοχή». Και υπογραμμίζει: «Ο τόπος χρειάζεται στήριξη, όλα αυτά προϋποθέτουν αλλαγή της πολιτικής που εφαρμόζεται για αυτές τις ακριτικές περιοχές και διεκδίκηση άλλου δρόμου ανάπτυξης».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ