Υπήρξε μια γυναίκα σύμβολο στον καλλιτεχνικό χώρο. Ηταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, με φωτεινό χαμόγελο, γεμάτη τρυφερότητα, καλοσύνη, ντροπαλοσύνη και έμφυτη ευγένεια. Κι όμως αυτή η γυναίκα τότε που έπρεπε να υπερασπιστεί τις κομμουνιστικές ιδέες της, απέναντι στους διώκτες και έπειτα στους δεσμοφύλακές της, που επιδίωκαν να την κάνουν να λυγίσει, να υποταχθεί, γινόταν «ατσάλι». Δεν έκλαψε, ούτε όταν, το '49, την καταδίκασαν δις εις θάνατον κι ας άφηνε ένα μικρό παιδί. Δεν τη νίκησαν ούτε οι φυλακές Αβέρωφ, όπου «έζησε» - αν αυτό λέγεται ζωή για μια μάνα που στερείται το παιδί της - δυόμισι χρόνια. Δεν υπέκυψε ούτε όταν «ελεύθερη» για να εργαστεί στο Εθνικό Θέατρο, της έδωσαν να υπογράψει δήλωση «μη ανάμειξης πλέον στην πολιτική». Αρνήθηκε και βεβαίως έμεινε άνεργη.
«Μια φράση που είχε πει κάποιος πρώτος μου ξάδελφος από τη μητέρα μου, όταν ήμουν πολύ μικρή, ήταν αυτό που με καθόρισε πολιτικά» - εξομολογήθηκε σε συνέντευξή της στον «Ρ», η Μαλαίνα Ανουσάκη. «Το 1917 ιδρύθηκε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και το Κόμμα, λίγο μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση. Είπε, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος: "Από σήμερα αλλάζει η ζωή των ανθρώπων, ο κόσμος θα γίνει καλύτερος, θα γίνει η επανάσταση σε όλο τον κόσμο". Αυτό με καθόρισε».
Μέσα σ' εκείνο το κλίμα, λοιπόν, η Μαλαίνα Ανουσάκη με τους προοδευτικούς ηθοποιούς και λογοτέχνες και επηρεασμένη από τον ισπανικό πόλεμο, προχώρησε στην πρώτη επαναστατική πράξη υπογράφοντας μια διακήρυξη συμπαράστασης σε εργάτες αγωνιστές και αρνήθηκε να την πάρει πίσω, παρά τις πιέσεις και απειλές που δέχτηκε. Εντάχθηκε στο ΚΚΕ, πέρασε μέσα από τη φασιστική δικτατορία του Μεταξά, την κατοχή, την Αντίσταση. Εζησε τη δίνη της μετεμφυλιακής Ελλάδας, καταδικάστηκε δις σε θάνατο, αλλά έμεινε πιστή και περήφανη στα ιδανικά της.
Στο θέατρο συνεργάστηκε με το Καλλιτεχνικό Θέατρο του Τζαβαλά Καρούσου το 1937, ακολούθησαν συνεργασίες με τους θιάσους Κοτοπούλη, Αργυρόπουλου, Μουσούρη, Μυράντας Μυράτ και Γιώργου Παππά, Θέατρο Τέχνης, Κατίνας Παξινού - Αλέξη Μινωτή, Καρζή κ.ά. Το 1944-1945 συμμετείχε στο «Θέατρο του Λαού» και τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε με τους «Ενωμένους Καλλιτέχνες». Το 1952 έλαβε μέρος στις Δελφικές Γιορτές που οργανώθηκαν για τον εορτασμό των 25 χρόνων της ίδρυσής τους από τον Αγγελο και την Εύα Σικελιανού, ερμηνεύοντας την κορυφαία του Χορού στον «Προμηθέα», που παρουσιάστηκε διαδοχικά με τέσσερις διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Τρεις ξένους και τον Μάνο Κατράκη. Οι επιδόσεις της στην αρχαία τραγωδία οδήγησαν τον σύζυγό της ηθοποιό Βαγγέλη Ανουσάκη να ιδρύσει το 1955 το «Αρχαίο Αττικό Θέατρο», ενώ μετά το θάνατό του συνεργάστηκε με τον Κωστή Λειβαδέα και τον Μάνο Κατράκη.
Η Μαλαίνα Ανουσάκη «καταδικάστηκε» αρκετές φορές στην ανεργία λόγω των πολιτικών της φρονημάτων. «Στο Εθνικό» - έλεγε - «με πήραν κάποια στιγμή, αλλά μόλις βλέπανε το όνομά μου με διαγράφανε αμέσως γιατί ήμουν στους υπόπτους. Μου έδωσαν στο Εθνικό να υπογράψω μια δήλωση, έμμεση. Εγραφε, δηλαδή, το συμβόλαιο "δε θα αναμειγνύομαι στην πολιτική". Λέω αυτό είναι δήλωση. Δεν μπορώ να μην έχω γνώμη και έτσι έφυγα από το Εθνικό».
Στον κινηματογράφο έπαιξε σημαντικούς ρόλους σε ογδόντα ταινίες: «Αρπα colla» (1982), «Ταξίδι του μέλιτος» (1979), «Γενναίοι του Βορρά» (1970), «Καλάβρυτα 1821» (1970), «Υπολοχαγός Νατάσσα» (1970), «Καινούργια μέρα χάραξε» (1969), «Αφροδίτη» (1968), «Η μοίρα μιας γυναίκας» (1968), «Η κοινωνία μας αδίκησε» (1967), «Ματωμένη γη» (1967), «Χώμα και αίμα» (1967), «Η παραστρατημένη» (1966), «Αφήστε με να ζήσω» (1965), «Η φωνή μιας αθώας» (1965), «Φτωχολογιά» (1965), «Το κορίτσι της Κυριακής» (1964), «Πολιορκία» (1962), «Εξόρμησις» (1945) κ.ά.
Θα τη θυμόμαστε πάντα ως μια αγία αγωνίστρια των ημερών, αγωνίστρια της καθημερινότητας, της ζωής. Θα τη θυμόμαστε με ένα φωτοστέφανο που έγραφε δις εις θάνατον. Θα τη θυμόμαστε γιατί δεν προσκύνησε ποτέ και κανέναν παρά μόνο τις υψηλές αξίες και τα ιδανικά.