ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Θυμάσαι;

Ενας από τους μεγαλύτερους κλέφτες καρδιών βιάστηκε να παίξει στα δύσκολα. Ο Τάσος Φαληρέας, γνωστός παραγωγός, ο άνθρωπος που έστησε τη σκηνή της μουσικής από τα μέσα του '60 έως τις μέρες μας δεν είναι πια ανάμεσά μας.

Με τον Τάσο βρισκόμασταν καθημερινά στο πρώην «Ντόλτσε». Τον αγαπούσα, μα πιο πολύ τον θαύμαζα όταν τον άκουγα να μιλάει για την αμερικάνικη λογοτεχνία, για τον κουμπάρο του τον Τσιτσάνη, τη φαρσοκωμωδία που μας περιβάλλει και τους ελάχιστους αυθεντικούς.

Ενα από τα τελευταία περιστατικά με τον Φαληρέα μού το διηγήθηκε ένας φίλος. Περπατούσαν στο Παγκράτι όταν πέσανε πάνω σ' ένα μικρό γήπεδο μπάσκετ ενός Γυμνασίου. Μπήκαν και άρχιζαν να παίζουν, αλλά η εικόνα δύο αντρών γύρω στα εξήντα να παίζουν μπάσκετ δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τον φύλακα, που τους έβαλε τις φωνές να φύγουν. «Γιατί δε μας αφήνετε να παίξουμε;», είπε ο Φαληρέας. «Θέλετε να πέσουμε στα ναρκωτικά;».

Εκλεισε λοιπόν έτσι, με τον λεγόμενο θάνατο του Φαληρέα, η ομάδα παιδικότητας που έδρασε στο κέντρο της Αθήνας. Την ομάδα αποτελούσαν ακόμα ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Γιώργος Κούνδουρος και ο Γιάννης Διακογιάννης. Αραγε, είναι τυχαίο ότι τώρα που καταστρέφεται το ιστορικό κέντρο της Αθήνας η παρέα αυτή δεν υπάρχει πια; Και πώς να μην τα χάσω με τη δύναμη του κέρδους που βλέπω παντού όταν περνώ έξω από του πρώην Ορφανίδη, γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, και αντί να δω το στέκι των απελπισμένων και μη, τις μοναδικές φάτσες, τον καλό μου τον Μήτσο να σερβίρει κάτω από ένα αντίγραφο του Γκωγκέν, και όλους να λειτουργούν έναν θαυμάσιο ψίθυρο - τον προθάλαμο της σιωπής, τον απαραίτητο για τα δύσκολα -, να βλέπω τώρα εκεί χρυσό και διαμαντικό; Και το καινούριο αφεντικό να χαίρεται και να χαμογελάει, πατέρα!

Και να 'ταν μόνο του Ορφανίδη! Τα ίδια και με του Απότσου... Που ξεκίνησε από τη Σταδίου, σκαρφάλωσε στη Βουκουρεστίου και τέλειωσε άδοξα στην Πανεπιστημίου. Τώρα είναι μια άδεια αίθουσα, που σε πιάνει η ψυχή σου όταν θυμάσαι πως έσφυζε από ζωή.

Για την πλατεία Κολωνακίου τι να πεις; Εκεί που βλέπετε τώρα όλους τους καραγκιόζηδες της δημοσιότητας, που όχι μόνο λούζονται στο φως αλλά τρώνε και τα ίδια τα φλας, υπήρχε το σεμνό λουκουματζίδικο του Μπόκολα. Και ακριβώς από κάτω, στη Σκουφά, το πρώτο πνευματικό στέκι της εφηβείας, το «Ενα» του αγαπημένου Γιώργου Κούνδουρου. Εκεί συναντούσες, μεταξύ άλλων, τον Αλέξη Ακριθάκη να σου μιλάει για τον Αρθούρο Ρεμπώ και γιατί ο ζωγράφος πρέπει να είναι τυφλός.

Οπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες αρχίζουν με μια κόντρα, έτσι γνωρίστηκα και με τον Γιώργο Κούνδουρο. Εφηβος ακόμα έσκασα μύτη με την παρέα μου στο «Ενα» και κάναμε φασαρία. Μια-δυο, ο Γιώργος μάς έκανε παρατήρηση και μας απείλησε με την Αστυνομία. Εμείς απτόητοι συνεχίσαμε ώσπου επιδεικτικά ο Γιώργος πήρε μπροστά μας το «100» για να έρθει να μας μαζέψει. Δε θυμάμαι ποιος από την παρέα, μόλις έκλεισε το τηλέφωνο ο Γιώργος, κάλεσε κι αυτός το «100» ισχυριζόμενος ότι ο ιδιοκτήτης μάς ενοχλεί. Ετσι ζήσαμε την εκπληκτική σκηνή, να καταφθάνουν οι αστυνομικοί και να τους ρωτάει ο Γιώργος: «Είστε το "100" το δικό μου ή των κυρίων;».

Από τον Κούνδουρο προκύπτει ο Γιάννης Διακογιάννης, ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς, φευγάτος, δήλωνε εγκληματολόγος, ντυνόταν πότε ναύαρχος, πότε λοκατζής, είχε πάντοτε έναν μεγάλο χάρτη της Ελλάδας στην τσέπη του και είχε ξεκινήσει μια βεντέτα με την πραγματικότητα ή τη βαρβαρότητα, όπως έλεγε.

Από τον Διακογιάννη ο κύκλος κλείνει, όπως άνοιξε, με τον Φαληρέα, στον οποίο δεν άρεσαν καθόλου αυτό που λέει ο ποιητής: λόγια και λόγια και άλλα λόγια. Ολοι αυτοί οι ρομαντικοί ήταν άνθρωποι της πράξης και των βιωμάτων. Κι επειδή κατά έναν τρόπο παράξενο πιστεύω ότι, παρόλο το θάνατο, η παρέα αυτή συνεχίζει, τι λέτε, δε βγαίνουμε απόψε να τους συναντήσουμε;


Toυ
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Σαρανταπεντάχρονη εικαστική προσφορά

«Αναμονή», χαλκός, 1995
«Αναμονή», χαλκός, 1995
Η γλυπτική της δημιουργία, πλούσια και σημαντική. Η Μαρία Λεδάκη στη μακρόχρονη εικαστική της διαδρομή, ζωντανεύει με τ' άξια χέρια της, αγρότες και αγρότισσες, παιδιά της πόλης και του χωριού, μητέρες με μωρά στην αγκαλιά τους, συμπλέγματα της χαράς και της λύπης. Με την τέχνη της «σκύβει» στους απλούς, λαϊκούς ανθρώπους, στο μεγάλο όνειρο της ειρήνης, δίνοντας «σάρκα και οστά» στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.

Η μονογραφία «Μαρία Λεδάκη - 45 χρόνια γλυπτική», αποτελεί, σίγουρα, μια ξεχωριστή εικαστική έκδοση. Στις σελίδες της, παρουσιάζεται ο μόχθος μιας ζωής. Η επιμονή και η υπομονή για να τιθασεύσει με τη σμίλη το σκληρό υλικό της τέχνης της. Το βιβλίο, έκδοση της ίδιας της καλλιτέχνιδας, ακολουθεί τη γλυπτική της πορεία, τους σταθμούς της δουλιάς της. Περιλαμβάνει αρκετά από τα κείμενα γνωστών τεχνοκριτικών και ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών (Ν. Βρεττάκος, Στ. Μαράντος, Ν. Αλεξίου, Π. Παναγιωτούνης κ.ά.), που έγραψαν για τη δημιουργία της. Στις σελίδες του φιλοξενούνται δεκάδες έργα της, αλλά και σκέψεις της γύρω από την τέχνη και τον εικαστικό καλλιτέχνη.

Ενδεικτικά αναφέρουμε: «Τέχνη είναι το δυνατό αίσθημα της δημιουργίας που πηγάζει από κάθε άνθρωπο με ανησυχίες. Βασικά νομίζω πως όλοι μας σχεδόν έχουμε μέσα μας έναν καλλιτέχνη, ένα δημιουργό. Οι συνθήκες μόνον αλλάζουν. Οι εξωτερικοί παράγοντας παίζουν τον αποφασιστικότερο ρόλο. Κι είναι τόσο δύσκολοι την εποχή αυτή που τα πάντα τα επηρεάζει η τεχνολογία. Κίνδυνος μέγας ο σημερινός τεχνικός πολιτισμός, που με την υποταγή του πνεύματος στην ύλη δεν αφήνει περιθώρια στην τέχνη να πάρει τη σωστή θέση της. Οι καλλιτέχνες πρέπει να αντισταθούν: να μη χαθεί το μόνο πράγμα που ομορφαίνει τη ζωή μας, η καλλιτεχνική δημιουργία. Να αγωνιστούν, να μην αφήσουν τη ζωή και τον άνθρωπο χωρίς αυτό το θείο δώρο που λέγεται Τέχνη».


Ο Βάσος Α. Κουντουρίδης στο προλογικό του σημείωμα γράφει: «Η εργασία της διακρίνεται για την πλαστικότητα των όγκων, που έχουν μια ωραία ισορροπία και δίνονται με λιτότητα, μακριά από κάθε φιλολογική επιβάρυνση. Με όποιο υλικό κι αν καταπιάστηκε - χαλκό, τσιμέντο, πωρόλιθο, γύψο, ξύλο - μπόρεσε και το υπέταξε στις δικές της εκφραστικές δυνάμεις. Είτε σε φυσικό μέγεθος, είτε σε μινιατούρες, το υπέταξε με τη δύναμη της δημιουργίας και με λεπτή ευαισθησία στην απόδοση της φόρμας. Το στήσιμο της φιγούρας ή της συνθέσεως διακρίνεται από ελευθερία και άνεση».

«Στην τεχνική της παρατηρούμε ότι αναζητεί την απλοποίηση, ξεφεύγοντας από την παράδοση και δίνει ένα προσωπικό ύφος, στο οποίο η γυναικεία της ευαισθησία, σ' όλα τα έργα της, θα προβάλει την καμπύλη γραμμή, αποφεύγοντας τις γωνιώδεις επαφές των επιπέδων. Ολα τα έργα της έχουν ζωή και οι ανθρώπινες φιγούρες της, αισθάνεσαι, βλέποντάς τες, ότι κινούνται».

Η Μαρία Λεδάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1932 και κατάγεται από τα Χανιά της Κρήτης. Από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το σχέδιο στο εργαστήρι του ζωγράφου Γερμενή και αργότερα με τη γλυπτική σαν μαθήτρια του γλύπτη Απάρτη. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Μιχάλη Τόμπρο. Το 1957, σπουδάστρια ακόμα, συμμετέχει στην Πανελλήνια έκθεση με δύο έργα της, ενώ, ένα χρόνο αργότερα, παίρνοντας το δίπλωμα της Σχολής, συμμετέχει στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στη Μόσχα, με διάκριση και μετά από επιλογή των έργων. Το 1960 κάνει την πρώτη ατομική της έκθεση και από τότε παρουσιάζει δημιουργίες της σε πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 1958, η Μ. Λεδάκη διδάσκει ως καθηγήτρια καλλιτεχνικών στη Μέση Εκπαίδευση.

Εργα της βρίσκονται στην Πινακοθήκη της Αγκόνας στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ηλιούπολη το «Μνημείο Ειρήνης» και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Για τις δημιουργίες της έχει αποσπάσει πολλές διακρίσεις. Από αυτές σημειώνουμε: Διεθνής Εκθεση Νέων Καλλιτεχνών στη Μόσχα «Επαινος» 1960, Μετάλλιο τιμής για την καλλιτεχνική της δράση από το δήμο Αθήνας 1978, Διεθνής Εκθεση Μαρμάρου (διάκριση) Θεσσαλονίκη 1976, Μετάλλιο από τη Διεθνή Γυναικεία Μορφωτική Ομοσπονδία 1980 κ.ά. Το εργαστήριο της γλύπτριας βρίσκεται στην Ανω Ηλιούπολη (Πάρου 19, τηλ. 9917.440).


Η. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ