ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 8 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ ΤΗΣ ΓΣΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΡΓΙΑ
Επανάληψη μιας χρεοκοπημένης διαχειριστικής αντίληψης

Ηπλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, ενόψει του κοινωνικού διαλόγου της απάτης, επέδωσε (24/8/00) στην κυβέρνηση και το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών (ΣΕΒ), κείμενο με τον τίτλο «Θέσεις της ΓΣΕΕ για την αγορά εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις και την καταπολέμηση της ανεργίας». Οι θέσεις αυτές καταγράφουν τη διαχειριστική αντίληψη των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ και «Αυτόνομης παρέμβασης» (ΣΥΝ), και οδηγούν στη στήριξη της αντιλαϊκής πολιτικής της κυβέρνησης και στον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων.

Η απόφαση για την απόρριψη των αντεργατικών μέτρων του υπουργού εργασίας, τη μη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο» της απάτης και την εξαγγελία της 24ωρης απεργίας στις 11 Οκτώβρη, δεν αλλάζει τις εκτιμήσεις για τις θέσεις της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν την ορθότητα της τακτικής του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, πού τεκμηριωμένα αποκάλυψε τις τεράστιες ευθύνες της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ, τους ελιγμούς σκοπιμότητας, την επικίνδυνη λογική της «κοινωνικής συναίνεσης», το διαλυτικό χαρακτήρα των αντεργατικών μέτρων της κυβέρνησης, οργανώνοντας την πάλη των εργαζομένων, με επιμονή στην ανάπτυξη συντονισμένων, πολύμορφων κινητοποιήσεων και την κλιμάκωση των απεργιακών αγώνων για να μην περάσουν τα αντεργατικά μέτρα.

Για τις πολιτικές απασχόλησης

Επιχειρώντας μια αποτίμηση των επονομαζόμενων πολιτικών καταπολέμησης της ανεργίας η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, εξωραΐζει την πολιτική που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της «Ευρωπαϊκής Κοινότητας» πριν το 1990, αποκρύπτοντας τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης, αποσιωπώντας ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 εντάθηκε η επίθεση του κεφαλαίου, προωθήθηκε το ξήλωμα των εργασιακών κατακτήσεων και μπήκαν τα θεμέλια της νεοφιλελεύθερης επέλασης που εξελίσσεται στις μέρες μας.

Η εκτίμηση που αναφέρεται στη μετά το 1990 περίοδο, καταγράφει τη νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα, αλλά αποφεύγει να εξετάσει την ουσία της που βρίσκεται στην προσαρμογή -της πολιτικής πού εφαρμόζουν από κοινού τα σοσιαλδημοκρατικά και συντηρητικά κόμματα- στις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στις συνθήκες έντασης του μονοπωλιακού ανταγωνισμού, προσπάθειας χαλιναγώγησης της τάσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, όξυνσης των αντιθέσεων του καπιταλισμού και ιδιαίτερα της βασικής αντίθεσης του συστήματος ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

Το κείμενο κρίνει τις λεγόμενες «ενεργητικές πολιτικές» απασχόλησης (χρηματοδότηση των βιομηχάνων, στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας κ.ά.) καλλιεργώντας αυταπάτες ότι «οι πολιτικές αυτές μπορούν να δώσουν θετικά αποτελέσματα εφόσον συνοδεύουν μια πολιτική μακροοικονομικού χαρακτήρα πού εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα απασχόλησης».

Η λαθροχειρία είναι χαρακτηριστική. Ελειψαν οι πολιτικές; Τα οικονομικά επιτελεία των καπιταλιστικών χωρών «οργίασαν». Σε διεθνές και εθνικό επίπεδο στρατεύτηκαν όλα τα μέσα για την αναζήτηση της αποτελεσματικής «συνταγής» που «θα απάλλασσε» το σύστημα από το βραχνά της ανεργίας και τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων. Εχουν δοκιμαστεί όλες οι διαχειριστικές εκδοχές. Μάταια. Το πρόβλημα παραμένει και οξύνεται, γιατί το γεννά η ίδια η λειτουργία του συστήματος. Η υψηλή ανεργία δεν περιορίζεται μόνο στη φάση της κρίσης, αλλά σημαδεύει όλες τις φάσεις του οικονομικού κύκλου ακόμα και τη φάση της ανόδου της καπιταλιστικής οικονομίας. Η μείωση του δείκτη της ανεργίας που εμφανίζεται σε ορισμένες χώρες, αφορά την τεχνική της απόκρυψης των πραγματικών στοιχείων και τη συγκάλυψη της ανεργίας μέσω της μερικής απασχόλησης και των άλλων μορφών υποαπασχόλησης.

Το κείμενο ξεπερνά σκοπίμως τον ταξικό χαρακτήρα της κυβερνητικής πολιτικής και... διακρίνει «αποσπασματικότητα, προσαρμογή χωρίς προγραμματισμό και χωρίς μελέτη των επιπτώσεων, τον πυροσβεστικό χαρακτήρα, όταν το πρόβλημα διογκώνεται».

Ποιο είναι όμως το «βαρυσήμαντο» συμπέρασμα, για τους εργοδοτικούς - κυβερνητικούς συνδικαλιστές;

«Προκύπτει, λένε, η ανάγκη του απολογισμού της κυβέρνησης και της ανάληψης των ευθυνών της» καλώντας για «ριζικό αναπροσανατολισμό των ασκούμενων πολιτικών».

Ως «ριζικό αναπροσανατολισμό», βεβαίως, δεν εννοούν τη ρήξη με την πολιτική των «καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων», τη σύγκρουση με τα μονοπώλια και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης - ενσωμάτωσης, αλλά την παραπέρα ενσωμάτωση της χώρας στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση και την ενίσχυση του ρόλου της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», με μέτρα που θα ανταποκρίνονται καλύτερα στις προσδοκίες της πλουτοκρατίας για την αύξηση των κερδών της και τη βελτίωση της ανταγωνιστικής της θέσης. Το γεγονός αυτό διαπιστώνεται ολοφάνερα, εάν παρθεί υπόψη ότι η ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ «ποιεί τη νήσσα» για κρίσιμες εξελίξεις που συνδέονται με τις ιδιωτικοποιήσεις, την υποβάθμιση και την εμπορευματοποίηση της υγείας και της παιδείας, την κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος, κι αυτό γιατί τέτοια ζητήματα αφορούν στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου και των πολιτικών του εκπροσώπων, όπως κατέδειξαν και οι ομιλίες του πρωθυπουργού στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης.

«Tρείς» ... άξονες

Το κείμενο χαρακτηρίζει την όξυνση της ανεργίας ως «κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα», που συνδέεται με «το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο της ονομαστικής σύγκλισης», το οποίο - η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ - στήριξε φανατικά όλο το προηγούμενο διάστημα και καθορίζει τρεις, όπως τους αποκαλεί, «στρατηγικούς άξονες».

Ο πρώτος αφορά «την αλλαγή του συσχετισμού των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στην Ευρωπαϊκή Ενωση» (πολύ sic), διασκεδάζοντας το γεγονός ότι η «καπιταλιστική ενοποίηση», οι συνθήκες που τη στηρίζουν (Μάαστριχτ, Λευκή Βίβλος κ.ά.) και οι πολιτικοί, ιδεολογικοί, οικονομικοί άξονες στους οποίους κινείται η Ευρωπαϊκή Ενωση, είναι αποτέλεσμα συναίνεσης των Σοσιαλδημοκρατικών, Συντηρητικών και των αποκαλούμενων «νεοαριστερών» κομμάτων, και των αντίστοιχων συνδικαλιστικών παρατάξεων.

Η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ καλεί το συνδικαλιστικό κίνημα να παλέψει για μια «Ευρώπη της ανάπτυξης (της καπιταλιστικής ανάπτυξης), με πλήρη απασχόληση» (τι υποκρισία), προσβλέποντας σε ένα «πανευρωπαϊκό σύμφωνο απασχόλησης» με τις πολυεθνικές και τα μονοπώλια, στην προοπτική της μετάλλαξης των «λύκων σε αρνιά».

Οδεύτερος άξονας αφορά μια «βασική - όπως αποκαλείται - διεκδίκηση» που στοχεύει στη «διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου εθνικού προγράμματος για την ανάπτυξη, την παραγωγικότητα, την απασχόληση και την ανεργία», κοροϊδεύοντας για ακόμα μια φορά τους εργαζόμενους και τους ανέργους, αφού τέτοιου είδους χρεοκοπημένα «εθνικά» και «ευρωπαϊκά» προγράμματα εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται κατά τα πρότυπα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, της «Λευκής Βίβλου», του «εθνικού σχεδίου δράσης για την απασχόληση», του κατασκευάσματος που ακούει στο όνομα «Σύμφωνο εμπιστοσύνης για το 2000», τα οποία μέσα από τις αντεργατικές συναινετικές διαδικασίες του «κοινωνικού διαλόγου» της απάτης, στήριξαν και οι δυνάμεις της υποταγής στο συνδικαλιστικό κίνημα.

Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, αναμασά τα κυβερνητικά συνθήματα.

Υπάρχει ανάπτυξη και ανάπτυξη. Το ερώτημα ανάπτυξη προς όφελος «ποίου», για το συμφέρον «ποίας» κοινωνικής τάξης, είναι ο καταλύτης. Η απάντηση καθορίζεται από το ποια τάξη κατέχει τα μέσα παραγωγής, ποια δύναμη είναι στην εξουσία, κι αυτό το γνωρίζουν καλά οι απολογητές του συστήματος, αλλά επιδιώκουν με κάθε τρόπο να «θολώσουν τα νερά».

Οι εργαζόμενοι έχουν παράγει και παράγουν τεράστιο πλούτο. Η καπιταλιστική ανάπτυξη, διά μέσου βεβαίως του φάσεων, των επαναλαμβανόμενων κύκλων της καπιταλιστικής κρίσης υπερπαραγωγής, έχει προχωρήσει με έντονους ρυθμούς.. Η ΑΝΕΡΓΙΑ όμως είναι παρούσα. Το πρόβλημα δεν είναι καινούριο. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, στη διάρκεια της 20ετίας '60-'80 παρατηρήθηκε για τα κράτη μέλη του διπλασιασμός του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ)... αλλά και τριπλασιασμός του ποσοστού ανεργίας.

Σήμερα, οι αστοί αναλυτές αναφέρονται στο φαινόμενο της αύξησης των ρυθμών της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της αύξησης του ΑΕΠ και της ταυτόχρονης αύξησης της ανεργίας. Αρνούνται, βεβαίως, να αποδεχτούν την αδυσώπητη δράση των νόμων, των αντιθέσεων του συστήματος και προσπαθούν να τα φορτώσουν στη λεγόμενη «ακαμψία της αγοράς εργασίας».

«Αν ίσχυε η διαπίστωση ότι η ανάπτυξη απορροφά την ανεργία, τότε έπρεπε στη χώρα μας το ποσοστό ανεργίας να είχε μειωθεί, τουλάχιστον από το 1994, από 9,7% σε περίπου 7%, το 1998! Αυτό σημαίνει ότι όσο επιτείνεται η ανάπτυξη στη χώρα μας αυξάνεται η ανεργία», επισημαίνει ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» (22/4/00).

Η καπιταλιστική, λοιπόν, ανάπτυξη προχώρησε, παράχθηκε τεράστιος πλούτος, η ανεργία αυξήθηκε και οι καπιταλιστές καρπώθηκαν τα οφέλη αυτής της διαδικασίας, αυξάνοντας τα υπερκέρδη τους.

Το 1960 το 20% των πλουσίων κατείχε το 31% του συνολικού εισοδήματος της ανθρωπότητας, ενώ στις μέρες μας κατέχει το 83%!

Στον τόπο μας οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και τα άλλα τμήματα της αστικής τάξης, τρίβουν τα χέρια τους για το ύψος των κερδών και ορκίζονται στο όνομα της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας. Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ παραθέτει στοιχεία τα οποία μαρτυρούν ότι το «10% και πλουσιότερο τμήμα του πληθυσμού καρπώνεται το 26.3% του εθνικού εισοδήματος, έναντι του αντίστοιχου 2.2%,! πού καρπώνεται το 10% και φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού».

Τα στοιχεία βεβαίως πού παραθέτει αποκαλύπτουν τον επικίνδυνο χαρακτήρα του προσανατολισμού της, τις εγκληματικές της ευθύνες γι' αυτή την κατάσταση και τα αδιέξοδα της τακτικής της «κοινωνικής συναίνεσης», που φτάνει μέχρι το ανεκδιήγητο κάλεσμα στους καπιταλιστές «να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να αποδεχτούν τον περιορισμό των «κεκτημένων» τους, ως σώφρονες πολίτες.

Τα ίδια ισχύουν για την εμμονή στην «παραγωγικότητα». Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν είναι ουδέτερη έννοια, έχει ταξικό περιεχόμενο, την καρπώνονται οι καπιταλιστές, συσσωρεύουν κεφάλαια, ισχυροποιούν τη θέση και την κυριαρχία τους. Η αύξηση της «παραγωγικότητας» οδηγεί στη μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας (για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) και στην αύξηση του πρόσθετου χρόνου εργασίας - όταν δε μειώνεται αντίστοιχα ο συνολικός εργάσιμος χρόνος - κατά τη διάρκεια του οποίου παράγουν οι εργάτες την υπεραξία (απλήρωτη εργασία) για τους καπιταλιστές. Πρόκειται δηλαδή, για διαδικασία παραγωγής σχετικής υπεραξίας και έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης κι αυτό το γνωρίζουν καλά οι κυβερνητικοί - εργοδοτικοί συνδικαλιστές, πού υιοθετώντας το σύνθημα της εργοδοσίας και της κυβέρνησης για την «παραγωγικότητα», «ανταγωνιστικότητα» της «ελληνικής οικονομίας» και την υλοποίηση του «προγράμματος σύγκλισης» για την ένταξη στην ΟΝΕ, στήριξαν την αντιλαϊκή πολιτική της σκληρής, παρατεταμένης λιτότητας, υπογράφοντας Συλλογικές Συμβάσεις κατά παραγγελία της εργοδοσίας, συνεργώντας στη συνεχή μείωση της αγοραστικής δύναμης και την επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής οικογένειας. Ακόμα και σήμερα που η αύξηση της φτώχειας, ως αποτέλεσμα αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής, μαστίζει εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους, επιμένουν να καλλιεργούν την αυταπάτη της, δήθεν, «πραγματικής σύγκλισης», ενώ γνωρίζουν ότι σε συνθήκες ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, ισχυροποιείται η δράση του απόλυτου καπιταλιστικού νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης και αποδεικνύεται ότι η εντός ΟΝΕ εποχή χαρακτηρίζεται από κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης και όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, όπως άλλωστε προειδοποίησε από τη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός.

Επιβάλλεται να δοθεί με αποφασιστικότητα η μάχη ενάντια στην παραπλάνηση και την ιδεολογική χειραγώγηση των εργαζομένων. Η ανεργία είναι προϊόν του καπιταλισμού, αποτέλεσμα της λειτουργίας του και όρος ύπαρξης του.

Οι καπιταλιστές, με στόχο την απόσπαση περισσότερης υπεραξίας και αποκόμισης μεγαλύτερου κέρδους, στα πλαίσια του ανταγωνισμού, καταφεύγουν στη νέα τεχνική για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αυτό έχει ως συνέπεια την αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου.

Την αύξηση δηλαδή του σταθερού κεφαλαίου πού προορίζεται για την αγορά μέσων παραγωγής (υποδομή, μηχανήματα κ.ά.), έναντι του μεταβλητού κεφαλαίου που προορίζεται για την αγορά εργατικής δύναμης.

Ετσι ένα μέρος των εργατών πλεονάζει σχετικά, γιατί αυτό επιβάλλουν οι ανάγκες του κεφαλαίου πού καθορίζονται από το κυνηγητό του κέρδους.

«Οσο μεγαλύτερος είναι ο κοινωνικός πλούτος, το κεφάλαιο που λειτουργεί, η έκταση και η ένταση της αύξησής του, επομένως και το απόλυτο μέγεθος του προλεταριάτου και η παραγωγική δύναμη της εργασίας του, τόσο μεγαλύτερος είναι και ο βιομηχανικός εφεδρικός στρατός», η στρατιά των ανέργων.

Αυτή ακριβώς η διαπίστωση του ΜΑΡΞ, επιβεβαιώνεται καθημερινά.

Στη χώρα μας, η εισβολή κοιναγορίτικων προϊόντων, η γενικότερη αύξηση των εισαγωγών, εκτοπίζει εγχώρια προϊόντα από την εσωτερική αγορά, οδηγεί σε κλείσιμο παραγωγικών μονάδων και στην απώλεια θέσεων εργασίας.

Σημαντικές επιδράσεις στη μείωση των θέσεων απασχόλησης και την αύξηση της ανεργίας ασκούν οι ιδιωτικοποιήσεις και οι συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, η μεταφορά επιχειρήσεων προς τις βαλκανικές χώρες.

Το ξεκλήρισμα χιλιάδων μικρομεσαίων αγροτικών νοικοκυριών και το κλείσιμο χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων συντελούν στην αύξηση της ανεργίας. Η διαδικασία αυτή θα γίνει ακόμα πιο επώδυνη το επόμενο διάστημα, γι' αυτό το λόγο οι διαχειριστές και οι απολογητές του συστήματος, κατά τα πρότυπα άλλων χωρών της ΕΕ και των ΗΠΑ, ετοιμάζονται για το «μοίρασμα της ανεργίας», την τεχνητή μείωση και την απόκρυψη των πραγματικών διαστάσεών της.

Οτρίτος άξονας αφορά την προστασία των ανέργων, που αρνείται πεισματικά να διεκδικήσει, τόσα χρόνια, η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ, υιοθετώντας τα κάθε λογής ψευτοπρογράμματα, καταφεύγοντας, επιπρόσθετα, στον εμπαιγμό και την εκφυλιστική τακτική του «επιχειρηματικού ρόλου» του συνδικαλιστικού κινήματος, μέσα από «συγκεκριμένες δράσεις», με αποτέλεσμα τον πλουτισμό των «χρυσοδάκτυλων» από το λουφέ των προγραμμάτων της ψευτοαπασχόλησης.

Στα πλαίσια αυτά προκλητικά εκφράζεται η αποδοχή στη «μερική απασχόληση» και τα «Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης», εν μέσω προσχηματικών προϋποθέσεων και ενώ έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν βασικά εξαρτήματα της αντεργατικής μηχανής για την υπονόμευση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και των εργασιακών κατακτήσεων.

Εντονα στοιχεία αποπροσανατολισμού

Στο κείμενο καταγράφεται μια «διαφοροποίηση», από το πακέτο των αντεργατικών μέτρων πού προωθεί η κυβέρνηση (διευθέτηση του χρόνου εργασίας, κατάργηση 8ωρου, ελαστικοποίηση ημερήσιου χρόνου εργασίας, αύξηση του ποσοστού των απολύσεων, απαλλαγή των εργοδοτών από ασφαλιστικές εισφορές, γενίκευση της μερικής απασχόλησης).

Χρειάζεται προσοχή, γιατί το περιεχόμενο των παρατηρήσεων, στις θέσεις της κυβέρνησης, χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία αποπροσανατολισμού. Αυτό διαπιστώνεται, όταν ληφθεί υπόψη ότι την ώρα που χτυπιέται το θεμελιακό δικαίωμα του 8ωρου και η κυβέρνηση προσανατολίζεται στην πλήρη ανατροπή του ημερήσιου, σταθερού χρόνου εργασίας, η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ «διαμαρτύρεται» γιατί τίθεται στο «περιθώριο - όπως λέει - η αναζήτηση του αμοιβαίου οφέλους!!» των εργαζόμενων με τους εκμεταλλευτές τους.

Αποδέχεται, επίσης, τη λογική των αυξομειώσεων του ποσοστού των απολύσεων, νομιμοποιώντας την εργοδοτική αυθαιρεσία που πατάει στην ίδια τη δυνατότητα της απόλυσης. Επιπρόσθετα, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες για τη μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων (απαλλαγή της εργοδοσίας από τις ασφαλιστικές εισφορές), που σε κάθε περίπτωση θα το πληρώσουν οι ασφαλισμένοι, τα λαϊκά στρώματα.

Η επισήμανση του κειμένου, αλλά και το προσφιλές «σλόγκαν» του προέδρου της ΓΣΕΕ ότι «η ελληνική αγορά δεν πάσχει από μορφές ευέλικτης και φθηνής απασχόλησης», αποτελεί στήριξη, νομιμοποίηση του «κεκτημένου» της εργοδοτικής ασυδοσίας και επίδειξη υποκρισίας, με δεδομένες τις ευθύνες της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ, για το ξήλωμα των εργασιακών σχέσεων.

Επικίνδυνη είναι η θέση που αναφέρει ότι «Δεν είναι δυνατόν να τροποποιείται η νομοθεσία χωρίς να έχουν αντληθεί συμπεράσματα» από την εφαρμογή του προηγούμενου αντεργατικού νόμου 2639/98 που ανατρέπει τις εργασιακές κατακτήσεις, λες και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ - που άναψε το «πράσινο φως» για την ψήφιση και την εφαρμογή του - δε γνωρίζει τις επώδυνες για τους εργαζόμενους συνθήκες που επικρατούν στους χώρους δουλιάς και τους εκβιασμούς που χρησιμοποιεί η εργοδοσία για να περάσει τη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας», την κατάργηση του 8ωρου και γενικότερα τις «ευέλικτες μορφές», για την ένταση της εκμετάλλευσης, με «συμφωνίες» σε επίπεδο επιχείρησης.

Οι προτάσεις της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ

Τέλος, οι προτάσεις που προβάλλονται για το πρόβλημα της ανεργίας καθορίζονται σε γενικές γραμμές από τα εξής σημεία:

Η πρόταση για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αναφέρεται στην υποχρεωτική 12χρονη εκπαίδευση με ενίσχυση του «αυτόνομου ρόλου» του λυκείου και υιοθετεί τη χρεοκοπημένη κυβερνητική πολιτική για τα Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια (ΤΕΕ) και τα Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), σε αντίθεση με την αναγκαιότητα κατάργησης των αντιεκπαιδευτικών νόμων, τη διεκδίκηση δωρεάν, δημόσιας εκπαίδευσης, ενιαίου 12χρονου σχολείου βασικής εκπαίδευσης, την ίδρυση δημόσιων επαγγελματικών σχολών.

Την ώρα που η κυβέρνηση μετατρέπει τον ΟΑΕΔ σε βραχίονα εφαρμογής της αντεργατικής πολιτικής και στήριγμα των στόχων των βιομηχάνων, γενικότερα της εργοδοσίας, προωθώντας την ιδιωτικοποίηση του οργανισμού, την ώρα που και με ευθύνη της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ απλώνουν τα πλοκάμια τους τα δουλεμπορικά, ιδιωτικά γραφεία «εργασίας», με στόχο την εκμετάλλευση της αγωνίας των ανέργων, η πρόταση της ΓΣΕΕ περί «ευελιξίας», μετατροπής σε «μητρικό οργανισμό» και τεμαχισμό του ΟΑΕΔ, κινείται στα πλαίσια της κυβερνητικής λογικής και διευκολύνει τα αντεργατικά σχέδια.

Η ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ εναρμονίζεται με την κυβερνητική πολιτική, για το βάθεμα της ενσωμάτωσης της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και το ξεκοκάλισμα των εκατοντάδων δισεκατομμυρίων (προϊόν της υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων) του Γ` Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, από το μεγάλο κεφάλαιο, παρά το γεγονός πως και η ίδια διαπιστώνει ότι ως προς την αύξηση της απασχόλησης, «οι πολιτικές της κυβέρνησης δεν απέδωσαν, παρότι διατέθηκαν μεγάλα ποσά από το Α` και Β` Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, πολλαπλάσια χρήματα από αυτά που πρόκειται να διατεθούν με το Γ` Κοινοτικό Πλαίσιο»!

Οι προτάσεις για την προστασία των ανέργων δεν ανταποκρίνονται στις αυξημένες ανάγκες, παρότι το πρόβλημα των μακροχρόνια ανέργων, γενικότερα της ανεργίας, οξύνεται. Περιορίζεται ο χρόνος κάλυψης των ανέργων στα 3 χρόνια, καθορίζεται ο χρόνος έναρξης της επιδότησης 5 μήνες μετά την εγγραφή στο σχετικό μητρώο, δεν προβλέπεται η πλήρης ιατροφαρμακευτική κάλυψη όλων των ανέργων και των οικογενειών τους, καθώς επίσης και ο υπολογισμός του χρόνου ανεργίας ως συντάξιμου χρόνου.

Αναπαράγονται κυβερνητικές θέσεις που αφορούν περιπτώσεις μερικής, προσωρινής απασχόλησης (στον κοινωνικό τομέα και σε άλλους τομείς), οι οποίες κινούνται στην κατεύθυνση της παραπέρα ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας και στην υπονόμευση των Συλλογικών Συμβάσεων, υποκαθιστώντας θέσεις πλήρους, σταθερής απασχόλησης, συμβαδίζοντας με την πολιτική περικοπής των κοινωνικών δαπανών, την εμπορευματοποίηση της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, τις ιδιωτικοποιήσεις.

Τέλος, η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ προβάλλει τη θέση για το «35ωρο χωρίς τη μείωση των αποδοχών», επιχειρώντας, στην ουσία, να διαστρεβλώσει και να φθείρει το πολύχρονο, ώριμο, δίκαιο αίτημα της εργατικής τάξης για τη μείωση του ημερήσιου χρόνου εργασίας.

Το θέμα αυτό θα απασχολήσει επόμενο σημείωμα, αλλά με την ευκαιρία θα θέσουμε ορισμένα ζητήματα.

Πρώτο, η θέση για 35ωρο χωρίς τον καθορισμό του ημερήσιου σταθερού και του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας (7ωρο - 5ήμερο) νομιμοποιεί και ισχυροποιεί τη θέση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, λειτουργεί ως «αντίτιμο στη συναλλαγή» και για το λόγο αυτό τέθηκε στον «κοινωνικό διάλογο» της απάτης. Το ψευτο35ωρο, από τη στιγμή που δε στηρίζεται στην εξασφάλιση του σταθερού ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας σημαίνει ωρομίσθιο, 9ωρο, 10ωρο, 11ωρο χρόνο ημερήσιας απασχόλησης, συνοδευόμενο από υποαπασχόληση, σημαίνει 6 ή 7 ημέρες δουλιά τη βδομάδα, ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και τις όποιες αυθαίρετες επιλογές της εργοδοσίας.

Δεύτερο, το βασικό στοιχείο που κυριαρχεί στη λογική της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ είναι η υιοθέτηση της θέσης των βιομηχάνων για την «ανταγωνιστικότητα» των επιχειρήσεών τους και για το λόγο αυτό τίθεται κυνικά το ζήτημα της παροχής νέων προνομίων στους κεφαλαιοκράτες. Η λογική αυτή οδηγεί στο «ρεαλισμό» του ψευτο35ωρου και την άρνηση διεκδίκησης της γενικευμένης εφαρμογής της μείωσης του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου.

Τρίτο, η θέση για το 35ωρο χωρίς μείωση των αποδοχών σημαίνει άρνηση της αναγκαιότητας αύξησης των μισθών των εργαζομένων, άρνηση της κάλυψης των διευρυμένων αναγκών της εργατικής - λαϊκής οικογένειας, σε συνθήκες πρωτοφανούς αύξησης των κερδών της πλουτοκρατίας.

Το περί «δικαιότερης αναδιανομής του πλούτου» αποτελεί ειρωνεία σε βάρος των εργαζομένων.

Τέταρτο, η προβολή του ψευτο35ωρου ως πανάκεια για την αντιμετώπιση της ανεργίας και η δημαγωγική αναφορά στη δημιουργία συγκεκριμένου (!) αριθμού νέων θέσεων απασχόλησης, σε καθεστώς κυριαρχίας των μονοπωλίων, καλλιεργεί επικίνδυνες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.

Σε συνθήκες, ιδιαίτερα, ελαστικών σχέσεων εργασίας, η εργοδοσία έχει τη δυνατότητα να καλύπτει ανάγκες, αυξομειώνοντας τον ημερήσιο και εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, να αξιοποιεί τη μερική και προσωρινή απασχόληση, την εντατικοποίηση της δουλιάς.

Στόχοι πάλης του ταξικού κινήματος

Ο στόχος της μείωσης του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου εργασίας, η κατάκτηση του 7ωρου, 5ήμερου, 35ωρου (30ωρου για τα βαριά, ανθυγιεινά επαγγέλματα), με αναβάθμιση των μισθολογικών, ασφαλιστικών, εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, απαιτεί ολόπλευρη οργάνωση του αγώνα της εργατικής τάξης, δυναμική αναμέτρηση με το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους, ταξική πάλη που στοχεύει στην ανατροπή των αντεργατικών μέτρων και την αντεργατική πολιτική, διεκδίκηση του δικαιώματος της πλήρους - σταθερής απασχόλησης και την ουσιαστική προστασία των ανέργων, μέτωπο ενάντια στις απολύσεις.

Σ' αυτό το δρόμο παλεύει το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα, σ' αυτή την κατεύθυνση το ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ (ΠΑΜΕ) οργανώνει τον αγώνα των εργαζομένων και αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες ανάπτυξης της πάλης, με άμεσο καθήκον να «σπάσει τα μούτρα» της η ολομέτωπη κυβερνητική επίθεση.

Η ριζική αντιμετώπιση της ανεργίας, η επίλυση των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων απαιτούν σχεδιασμένη, λαϊκή οικονομία, κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Σ' αυτή την κατεύθυνση καλείται να παλέψει η εργατική τάξη, οικοδομώντας το Αντιμονοπωλιακό - Αντιιμπεριαλιστικό - Δημοκρατικό Μέτωπο Πάλης, με τα άλλα καταπιεζόμενα λαϊκά στρώματα, στην προοπτική της Λαϊκής Εξουσίας.

Κείμενα

Γιώργος ΜΑΡΙΝΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ