Κάθε μέρα που περνά, αποδεικνύει ότι οι άμεσες ισραηλινο-παλαιστινιακές διαπραγματεύσεις, για τις οποίες τόσο πίεσαν οι ΗΠΑ για τους δικούς τους λόγους, έχουν καταρρεύσει πριν καν αρχίσουν
Για μία ακόμη φορά, οι όποιες αφελείς ελπίδες είχαν επενδυθεί στην επίτευξη μιας οριστικής τελικής ειρηνευτικής συμφωνίας με το Ισραήλ, διά μέσου των άμεσων διαπραγματεύσεων οι οποίες άρχισαν υπό ασφυκτικές αμερικανικές πιέσεις το Σεπτέμβρη, σβήνουν μέρα με τη μέρα. Η αμερικανική διπλωματία επιχείρησε επισταμένως και μεθοδικώς να δρομολογήσει αυτές τις διαπραγματεύσεις μέσα σε ένα διογκωμένο κλίμα αισιοδοξίας, καλλιεργώντας προσδοκίες, που, για όσους παρακολουθούν στοιχειωδώς την πορεία του παλαιστινιακού ζητήματος, ήταν ξεκάθαρο εξαρχής ότι δεν μπορούσαν να ευοδωθούν.
Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ομπάμα, όπως αρκετοί προκάτοχοί του, έθεσε την επίλυση του Παλαιστινιακού ως προτεραιότητα της εξωτερικής του πολιτικής. Οπως και παλαιότερα, έτσι και αυτή τη φορά, για την Ουάσιγκτον προτεραιότητα δεν είναι αυτή καθ' εαυτή η επίλυση του Παλαιστινιακού. Προτεραιότητα, και σήμερα ιδιαίτερα επιτακτική, είναι η αξιοποίηση του Παλαιστινιακού και της όποιας επιφανειακής και βραχυπρόθεσμης επίφασης προόδου μπορεί να επιτευχθεί, ως μοχλού για την «κατάκτηση της καρδιάς και του μυαλού τού ανά τον κόσμο μουσουλμανικού πληθυσμού».
Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτά τα κίνητρα, η προεδρία Ομπάμα, αφού διακήρυξε την πρόθεσή της για «την οικοδόμηση μιας άλλης σχέσης με τον μουσουλμανικό κόσμο», πίεσε ασφυκτικά για την επανέναρξη άμεσων ισραηλινο-παλαιστινιακών συνομιλιών, υποστηρίζοντας, μάλιστα, ότι είναι εφικτή η επίτευξη οριστικής συμφωνίας εντός ενός έτους. Για μια ακόμη φορά, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι κλήθηκαν να συζητήσουν για όλα τα μείζονα ζητήματα που αποτελούν αιχμή του δόρατος ενός προβλήματος δεκαετιών: Για την κυριαρχία επί της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, για τους εποικισμούς που κατατρώγουν το παλαιστινιακό έδαφος, για τους αποκλεισμούς που καθιστούν κόλαση την καθημερινότητα του παλαιστινιακού λαού και ανέφικτη την όποια οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη, για την τύχη των εκατομμυρίων προσφύγων, για τα σύνορα ενός μελλοντικού ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, για τον έλεγχο των συνόρων αυτών.
Στις, μόλις, δύο συναντήσεις που έγιναν ανάμεσα στον Ισραηλινό πρωθυπουργό και στον Παλαιστίνιο πρόεδρο με την παρουσία της Αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών δεν επιτεύχθηκε καμία απολύτως πρόοδος πέραν της επανάληψης των διαβεβαιώσεων περί «καλών προθέσεων» εκατέρωθεν και περί «αποφασιστικότητας για υπερσκελισμό των αδιεξόδων» από την πλευρά της αμερικανικής διαμεσολάβησης. Οι αλλεπάλληλες περιοδείες του ειδικού απεσταλμένου του Ομπάμα, Τζορτζ Μίτσελ, στην περιοχή δεν έχουν φέρει κανένα ορατό αποτέλεσμα.
Πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει κάτι τέτοιο όταν, για μια ακόμη φορά, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι κλήθηκαν να κάτσουν στο τραπέζι των συνομιλιών για να συζητήσουν και να λύσουν τη μεταξύ τους διένεξη, χωρίς να θιχτεί όμως η γενεσιουργός της αιτία: Η ισραηλινή κατοχή. Για μια ακόμη φορά, τα ευχολόγια και τα μεγάλα λόγια ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά, αλλά η ουσία παρέμεινε απούσα. Για μια ακόμη φορά, κατακτητής και κατεχόμενος κλήθηκαν να επιλύσουν, από κοινού, πώς δεν θα θιχτούν τα δεδομένα που έχει δημιουργήσει στο έδαφος ο κατακτητής, καθώς και πώς θα προστατευτεί η ασφάλειά του από τον κατεχόμενο.
Η λογική της εξίσωσης του θύτη με το θύμα και της διατύπωσης ισοσκελισμένων απαιτήσεων διαπνέει και αυτόν τον γύρο δήθεν διαπραγματεύσεων. Και για μία ακόμη φορά, η μοναδική, και αναγκαία για να διασφαλιστεί έστω και μια στοιχειώδης κοινωνική συναίνεση, προϋπόθεση συζήτησης που έθεσε η παλαιστινιακή πλευρά, δηλαδή το απόλυτο «πάγωμα» της εποικιστικής δραστηριότητας, δεν έγινε δεκτή.
Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, επικαλούμενος την εύθραυστη ισορροπία επιβίωσης στην οποία βρίσκεται η κυβέρνηση συνασπισμού - όπου συμμετέχουν οι πλέον ακραίες πολιτικές δυνάμεις - της οποίας ηγείται, απέκλεισε την παράταση του μορατόριουμ. Η αμερικανική ηγεσία, από την άλλη, είδε τις πιέσεις της προς το Ισραήλ (προκειμένου να διευκολυνθούν τα σχέδιά της) να «σκοντάφτουν» πάνω στην αναγκαιότητα διατήρησης μιας στοιχειώδους πολιτικής σταθερότητας στο εσωτερικό της καλής σύμμαχης χώρας, αλλά και στις πιέσεις του εβραϊκού λόμπι εντός ΗΠΑ, που σαφώς δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες μετά και από τα απογοητευτικά, για τον Ομπάμα, αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών.
Το παρατεταμένο τέλμα, οι ολοένα πιο προκλητικοί όροι που τίθενται από την ισραηλινή πλευρά, καθώς και η διαρκής χειροτέρευση της καθημερινότητας του παλαιστινιακού λαού, τόσο στη Λωρίδα της Γάζας όσο και στις «ελεύθερες» περιοχές της Δ. Οχθης, όπου, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι Παλαιστίνιοι ζουν σε μεγάλες φυλακές (με αυστηρότερους ή λιγότερο αυστηρούς όρους προαυλισμού), έχουν περιορίσει σημαντικά και τα περιθώρια ελιγμών τόσο του Προέδρου Μαχμούντ Αμπάς όσο και των αραβικών ηγεσιών, οι οποίες ενεπλάκησαν ενεργότερα, αυτή τη φορά, διά μέσου του Αραβικού Συνδέσμου. Η προϋπόθεση των εποικισμών που τίθεται επίμονα και από τις αραβικές ηγεσίες είναι η κόκκινη γραμμή που δεν μπορούν να διασχίσουν αν θέλουν να διατηρήσουν έστω και ένα ελάχιστο λαϊκό έρεισμα.
Οι «ενδιάμεσες» λύσεις που προσπαθούν να προωθήσουν οι ΗΠΑ, για να κρατήσουν έστω και τυπικά ζωντανή την όποια διαβούλευση, δε φαίνεται να αποδίδουν καρπούς, όπως τουλάχιστον απέδειξε και η, προ τριών 24ώρων, συνάντηση της Χίλαρι Κλίντον με τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, κατά την οποία και πάλι περίσσεψαν οι προθέσεις, αλλά όχι οι δεσμεύσεις, ενώ ο Ισραηλινός πρωθυπουργός έθεσε εκ νέου και προκλητικά ζήτημα «ασφάλειας». Υπό την έννοια αυτή, είναι ξεκάθαρο ότι είναι θέμα χρόνου, αν δεν γίνει κάτι εξαιρετικά θεαματικό (έστω και σε επίπεδο εντυπώσεων και μόνο), το πότε θα κλείσει και αυτός ο γύρος ισραηλινο-παλαιστινιακών διαβουλεύσεων. Μια προοπτική που πολλοί Αραβες ηγέτες έχουν, τους τελευταίους μήνες, υποστηρίξει ότι μπορεί να πυροδοτήσει ανεξέλεγκτες εξελίξεις σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο.