Στον «ξεχασμένο» αρχιτέκτονα, αλλά και άγνωστο ζωγράφο Πικιώνη, αφιερώνεται η έκθεση «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887 - 1968)», που παρουσιάζει (έως 13/3/2011) το Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138), χάρη στη δωρεά το 2000, από την οικογένειά του, του αρχιτεκτονικού και ζωγραφικού έργου του. Το σχεδιασμό και την επιμέλεια της έκθεσης υπογράφουν η Αγνή Πικιώνη και η Ντόρα Ρόκου - Πικιώνη.
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται το αρχιτεκτονικό του έργο, που περιλαμβάνει τα δύο πρώτα σπίτια που σχεδίασε (1923 και 1925 - κατεδαφίστηκαν), το Δημοτικό Σχολείο Λυκαβηττού (1932), το θερινό Θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη (1933- κατεδαφίστηκε), τα σχέδια του Κέντρου για τις περίφημες Δελφικές Γιορτές του Αγγελου Σικελιανού (1934), το Πειραματικό Σχολείο Θεσσαλονίκης (1935), την Πολυκατοικία της οδού Χέυδεν (1936), το Περίπτερο Ειδών Λαϊκής Τέχνης (1938), το Ξενία των Δελφών (1951 - 1956), άλλες οικίες (1953 - 1955), τα σχέδια για τον οικισμό της Αιξωνής (1950 - 1957), την πλακόστρωτη διαμόρφωση του περιβάλλοντος της Ακρόπολης και του λόφου του Φιλοπάππου (1954 - 1958), τον περίφημο, πανέμορφο, πρότυπο για την εποχή του, αλλά και σήμερα Παιδικό Κήπο Φιλοθέης (1961 - 1964). Επίσης, παρουσιάζονται μελέτες του για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της Ζαγοράς, της Καστοριάς, της Χίου, τεύχη του περιοδικού «Το 3ο μάτι», που από το 1935 εξέδιδε, σε συνεργασία με άλλους δημιουργούς της «Γενιάς του '30» (Νίκο Χατζηκυριάκο - Γκίκα, Στρατή Δούκα, Σπύρο Παπαλουκά, Σωκράτη Καραντινό, Τάκη Παπατσώνη, Μιχάλη Τόμπρο, Αγγελο Θεοδωρόπουλο), επιστολές, φωτογραφίες, βιβλία και άλλα τεκμήρια της φιλίας του με άλλους Ελληνες και ξένους δημιουργούς (Τζόρτζιο ντε Κίρικο, Γιώργο Μπουζιάνη, Γιάννη Τσαρούχη, Αγγελο Σικελιανό, Βάλτερ Γκρόπιους, κ.ά.).
Καταγόμενος από τη Χίο, γεννημένος στον Πειραιά (26/6/1887), πρωτοξάδελφος του δημοτικιστή λυρικού ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, χάρη στον οποίο πρωτάκουσε και αγάπησε τη σολωμική και δημοτική μας ποίηση, γιος αυτοδίδακτου ζωγράφου, ο Δημήτρης Πικιώνης από παιδί ζωγράφιζε, αλλά και αντιλαμβανόταν «πως ο καθένας θέλει ιδιαίτερη ανατροφή, ιδιαίτερη παίδευση, ανάλογη τις κλίσεις του, για να καρποφορήσει. Κι όμως μας αναγκάζουν να διατρέξουμε τη μακριά έρημο μιας συμβατικής παιδείας που απονεκρώνει απειράριθμες ψυχές» και θυμούμενος τα παιδικά του χρόνια και τα «πνευματικά σπέρματα» που τον διαμόρφωσαν, έγραφε: «Το παιδί μαθαίνει ακούοντας μυστικές φωνές μέσα του». Γυμνασιόπαιδο οδοιπορούσε «εξερευνώντας το αττικό τοπίο», από το Μοσχάτο ως τους βράχους του Φιλοπάππου και της Ακρόπολης, από τις όχθες του Κηφισού και την Ιερά Οδό ως την Καισαριανή, νιώθοντας χαρά με τη θέα «του ανασκαλεμένου χώματος των περιβολιών που άχνιζε κάτω από τις πυρές αχτίδες του ήλιου!...».
Το 1904 εισάγεται στο Πολυτεχνείο, στην τάξη του Ορλάνδου. Στη Σχολή Καλών Τεχνών φοιτούν μεταξύ άλλων ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο και ο Μπουζιάνης. Γίνονται φίλοι. Το 1906 γνωρίζει τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Γίνεται ο πρώτος μαθητής του και συνοδός του όταν ο μεγάλος καλλιτέχνης ζωγράφιζε στο ύπαιθρο και νιώθει ευτυχισμένος γιατί βρήκε «έναν παιδευτή, έναν δάσκαλο στην τέχνη». Δύο χρόνια αργότερα πάει στο Μόναχο. Διψά για γνώση. Τον πλημμυρίζουν δάκρυα διαβάζοντας τον τραγικό ποιητή Αισχύλο. Μελετά τα πάντα. Ακόμα και την «αρχιτεκτονική των σκελετών», που του φαίνονταν «ως απομεινάρια μιας αρχέγονης αρχιτεκτονικής, που έκρυβαν τους νόμους "της του παντός διοικήσεως"». Από το 1909 μέχρι το 1911, στο Παρίσι «μαθητεύει» με το έργο κορυφαίων εικαστικών δημιουργών. Από βιοποριστική ανάγκη επιστρέφει στην Ελλάδα και αφοσιώνεται στην Αρχιτεκτονική, πιστεύοντας ότι αυτή «ίσως περισσότερο από τις άλλες τέχνες μπορεί να δώσει: την ποίηση στην καθημερινή μας ζωή». Παράλληλα, συνεχίζει να ζωγραφίζει «ολομόναχος», θεωρώντας την τέχνη ως «πράξη ευλάβειας και λατρείας προς τη Μητέρα Φύση».
Αξιακή αρχή του Πικιώνη για τη διάπλαση κάθε ανθρώπου ήταν η εξής: «Περισσότερη ανθρωπιά, βαθύτερη νόηση και ψυχική ευαισθησία - κι αλλάζουν όλα: από την αρχική στάση, ως τις λεπτομέρειες».
Κι αυτή η αρχή του εξηγεί γιατί ο ζωγράφος, ο αρχιτέκτονας, ο «σοφός και ενάρετος δάσκαλος με τον εμπνευσμένο λόγο ή τη δημιουργική απορία, με οδηγό τις παραδοσιακές μεγάλες τέχνες του τόπου μας, τις θαυμαστές ριζωμένες αξίες της λαϊκής τέχνης, που χάνονται στα πλαίσια της σημερινής δομής της κοινωνίας» (Αριστομένης Προβελέγγιος), ο διανοητής, ο απλός και σεμνός άνθρωπος Δημήτρης Πικιώνης, υπήρξε πρωτοπόρος, καθολικά «αναγεννησιακός» δημιουργός, κορυφαίος στον τομέα του, ενταγμένος στη «χορεία» της Γενιάς του '30 - των διανοουμένων, συγγραφέων, εικαστικών, συνθετών, καλλιτεχνών του θεάτρου - που αντιστεκόμενοι στα δυτικά αισθητικά πρότυπα, δεν υπερασπίστηκαν απλά τις ελληνικές λαϊκές παραδόσεις και τέχνες, αλλά και τροφοδοτούμενοι από αυτές «αναγέννησαν» τον πολιτισμό μας και πάλεψαν για να καταξιωθεί η ελληνική «ταυτότητά» του.
Ο Πικιώνης, αναφερόμενος στα επιτεύγματα της Γενιάς του '30 επεσήμανε ότι αυτή «κατόρθωσε να δώσει στα σύγχρονα [ευρωπαϊκά] ρεύματα μια δική της ελληνική ερμηνεία». Η Γενιά του '30, όπως επισημαίνει σε κείμενό του για τον Πικιώνη ο Θανάσης Μουτσόπουλος, «παραμένει μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς», σε σχέση με τις σημερινές αισθητικές εξελίξεις και τις πρωτοπορίες στα «μητροπολιτικά κέντρα», και παράλληλα «μια αντίσταση προς την πολιτισμική αφομοίωση ή ακόμη και την αποικιοκρατική επιβολή ξένων προτύπων».
Ο Πικιώνης «δενόταν» συναισθηματικά με τα αρχιτεκτονήματά του. «Ηταν φορές που αισθανόμουν πως εις τα θεμέλια που εισχωρούσαν βαθιά στη γη, εις τους ογκώδεις τοίχους και τις καμάρες των, ήταν η ψυχή μου μια απ' τις πολλές πέτρες που εντοιχιζόταν εις το πλήθος των», έλεγε. Επηρεασμένη από τη διδαχή του Κ. Παρθένη : «φως ίσον χρώμα. Είναι αυτό που γεννάει το σχήμα», ήταν η πρώτη αισθητική αρχή του Πικιώνη ότι «το φως έπλασε τούτο τον Κόσμο. Το φως τον συντηρεί και τον γονιμοποιεί». Οι ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες και οι έντονες αντιπαραθέσεις φωτός και σκιάς στον τόπο μας τον στρέφουν στη μελέτη του φωτός και μεσόφωτος. Σκοπός του ήταν - και τον πέτυχε - η πλαστικότητα, η αρμονική συνύπαρξη φωτός - σκιάς, με σταθερό σημείο αναφοράς τις λαϊκές κατασκευές και τα επιτεύγματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής κλασικής. Η «ομορρυθμία» μεταξύ φωτός και αιθέρος ενός τόπου, η «ομολογία φύσης και έργου».
«Οι αρετές της λαϊκής κατασκευής, η εμμονή στην υφή του ασοβάντιστου τοίχου, η καθολική προτίμηση τυπολογικών στοιχείων της ηπειρωτικής παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, πρωτογενών και μινιμαλιστικών υλικών (...), η επικουρική χρήση του χρώματος και των προσχεδίων ως ζωγραφικών παραστάσεων, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του πικιωνικού αρχιτεκτονικού ιδιώματος (...)» (Γιώργος Λέστος).
«Η πλαστική ευαισθησία του υλικού, η άπειρη ποικιλία στη σύνθεση των στοιχείων που μας προσφέρνει η πραγματικότητα, είναι δώρα της φύσης» και «τα δώρα της φύσης πρέπει να γείνουν αρετές ανθρώπινες. Η φύση πρέπει να γείνη τέχνη», δίδασκε ο Πικιώνη, γράφοντας για τα πλακόστρωτα του περιβάλλοντος της Ακρόπολης και του Λόφου Φιλοπάππου.