Aπό το βιβλίο για τη δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στη Πελοπόννησο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
Αυτό το κενό για την Πελοπόννησο έρχεται να καλύψει το βιβλίο του Αρίστου Καμαρινού. Οπως ο ίδιος αναφέρει στον πρόλογό του, «πήρα την απόφαση να γράψω τούτο το βιβλίο, για το Δημοκρατικό Στρατό Πελοποννήσου... Ξεπέρασα τους δισταγμούς που είχα και πήρα αυτή τη μεγάλη απόφαση, παρόλο που νιώθω αρκετά αδύναμος για μια τόσο σοβαρή συγγραφική δουλιά. Θα είναι και αυτή μου η προσπάθεια ένα από τα πιο μεγάλα και τολμηρά βήματα που έκανα στη ζωή μου, για να υπερνικήσω τις δυσκολίες που συναντούσα, μαχόμενος πάντα για τα ιδανικά του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, για το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό... Θα περιγράψω τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα έζησα και πολλές φορές συνέβαλα στη δημιουργία τους. Θα εκθέσω και άλλα περιστατικά, που δεν τα έζησα ο ίδιος, αλλά άκουσα να μου τα αφηγούνται απόλυτα αξιόπιστα πρόσωπα, ανώτερα και ανώτατα στελέχη του ΔΣΠ, με τα οποία είχα συνδεθεί φιλικά και είχα συνεργαστεί ατομικά ή σε συλλογικά όργανα.
Γράφοντας τούτο το βιβλίο, στηρίζομαι μόνο στα τεφτέρια της μνήμης, αφού, δυστυχώς, χάθηκαν τα λεπτομερειακά ημερολόγια που κρατούσα στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Ευτυχώς, που όταν μπήκα στο καταφύγιο, τον Οκτώβρη του 1949, άρχισα αμέσως να καταγράφω συνοπτικά ό,τι θυμόμουνα, από αυτά που είχα γράψει στα χαμένα ημερολόγιά μου, και τώρα σ' ένα μεγάλο βαθμό στηρίζομαι σ' αυτά τα ντοκουμέντα μου, για να γράψω τούτο το βιβλίο...».
Ο Αρίστος Καμαρινός ήταν ταγματάρχης του ΔΣΕ, διοικητής του 2ου Τάγματος του Αρχηγείου Ταϋγέτου. Το τάγμα τυπικά ανήκε στο Αρχηγείο Ταϋγέτου, στην πραγματικότητα ήταν ανεξάρτητο. Στα τέλη Μάρτη, πέρασε στην κεντρική Πελοπόννησο. Πολέμησε σε όλες σχεδόν τις μάχες της Πελοποννήσου και έλαβε μέρος στις συσκέψεις υψηλού επιπέδου, επειδή βρισκόταν πάντοτε στη Διοίκηση της Μεραρχίας. O Αρ. Καμαρινός ανήκει στους άριστους αξιωματικούς του ΔΣ Πελοποννήσου. Ανέλαβε τις πιο δύσκολες αποστολές και τις έφερε εις πέρας. Είχε τρομερές ικανότητες, τις οποίες απέκτησε στη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης. Τον πιο αποφασιστικό ρόλο τον έπαιξε η αφοσίωσή του σε αυτό που έκανε.
Επομένως, ο συγγραφέας είχε προσωπική συμβολή, στα συλλογικά πλαίσια της δράσης του ΔΣΕ στην Πελοπόννησο, στην πραγματική ιστορία. Καταγράφοντάς την στις μέρες μας, αφήνει αυτό της το κομμάτι για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει σήμερα ένα μικρό μέρος του βιβλίου, με το «Σχέδιο της μάχης των Καλαβρύτων».
«...Ηπροετοιμασία γι' αυτή τη μάχη είχε αρχίσει προ 15ημέρου, στις 25/03/1948, από τον επιτελάρχη του Αρχηγείου Πελοποννήσου, Κώστα Κανελλόπουλο, σε συνεργασία με τον Μανώλη Σταθάκη, διοικητή του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, και ολοκληρώθηκε τα χαράματα της 10/04/1948.
Παρόλο που τα Καλάβρυτα βρίσκονται στην Αχαΐα, στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή της μάχης σκόπιμα δεν πήρε μέρος ο αντισυνταγματάρχης, διοικητής του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας Κώστας Μπασακίδης, για να παραπλανηθεί ο αντίπαλος και να επιτύχει ο αιφνιδιασμός των κυβερνητικών στρατευμάτων, που είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στα Καλάβρυτα και στην περιοχή τους.
Κατά το πρώτο δεκαήμερο του Απρίλη, τα τμήματα του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας έκαναν συνεχώς εμφανίσεις στην περιοχή του Νομού Ηλείας, μακριά από τα Καλάβρυτα, για να είναι στραμμένη προς τα εκεί η προσοχή του αντιπάλου και να επιτύχει ο αιφνιδιασμός στα Καλάβρυτα.
Αυτή η κολοκοτρωνέικη πονηριά - βασικό στοιχείο της αντάρτικης τακτικής - έπιασε τόσο σ' αυτή την επιχείρηση όσο και σ' άλλες μεγάλες μάχες που έγιναν αργότερα, ιδιαίτερα στη μάχη της Χαλανδρίτσας, που πάλι ο Μπασακίδης (το Αρχηγείο Αχαΐας-Ηλείας) δεν πήρε μέρος, για τους ίδιους λόγους που προανέφερα, για τη μάχη των Καλαβρύτων.
Τη φρουρά της πόλης είχε αναλάβει το 21ο Τάγμα Εθνοφρουράς (ΤΕ), ένα ισχυρό τμήμα Χωροφυλακής (80 περίπου άνδρες) και 100 ΜΑΥδες, με την εξής διάταξη:
α. Μια διλοχία του Τάγματος Εθνοφρουράς (διοικητής του ο αντισυνταγματάρχης Ν. Αρβανιτάκης) και η δύναμη της Υποδιοίκησης Χωροφυλακής (20 περίπου άνδρες), είχαν οχυρωθεί σε διάφορα οικήματα, στο κέντρο της πόλης.
β. Ενας άλλος λόχος του Τάγματος, ένα τμήμα Χωροφυλακής (60 άνδρες) και 100 ΜΑΥδες είχαν εγκατασταθεί αμυντικά στο χωριό Κέρτεζη, νοτιοδυτικά της πόλης.
γ. Ενας άλλος λόχος του Τάγματος είχε οχυρωθεί στο Μοναστήρι Μέγα Σπήλαιο, βορειοανατολικά των Καλαβρύτων.
Στην περιφέρεια της πόλης υπήρχαν 5 οχυρά: Του Αγίου Κωνσταντίνου ή Κάστρο, της Ηλεκτρικής Εταιρίας, της Αγίας Αικατερίνης, του Σιδηροδρομικού Σταθμού και της οικίας Κατσίνη.
Κέντρο της αμυντικής διάταξης των αμυνομένων ήταν το Διοικητήριο και η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής. Μικροομάδες ελεύθερων σκοπευτών είχαν εγκατασταθεί σε ταράτσες υψηλών κτιρίων (Αγροτική Τράπεζα, κ.α.). Το Διοικητήριο βρισκόταν σε απόσταση 300-500 μέτρων από τα οχυρά της περιφερειακής διάταξης του Τάγματος.
Την εσφαλμένη αυτή διάταξη του κυβερνητικού τάγματος μέσα στην πόλη εκμεταλλεύτηκε ο επιτελάρχης μας και καθόρισε ως κύρια προσπάθεια (που την ανέθεσε στο Τάγμα μου) τη διείσδυση τμημάτων μας στο εσωτερικό της πόλης, ταυτόχρονα με την έναρξη της επίθεσης στα εξωτερικά φυλάκια, ώστε να απομονωθεί το Διοικητήριο και η Υποδιοίκηση Χωροφυλακής από τα περιφερειακά οχυρά, με την ταχεία εξουδετέρωση των ελεύθερων σκοπευτών και την αχρήστευση της τηλεφωνικής επικοινωνίας τους, στόχοι που επιτεύχθηκαν την 7η πρωινή της 11/04/1948.
Ας σημειωθεί ότι στην επιχείρηση αυτή θα έπαιρναν μέρος μόνο 1.100 αντάρτες (450 του Αρχηγείου Μαινάλου, 280 του Αρχηγείου Αργολιδοκορινθίας, 300 του Τάγματος Ταϋγέτου και 70 του Αρχηγείου Αχαΐας-Ηλείας) ενώ, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, κατά των 500 περίπου αμυνομένων στα Καλάβρυτα, στο Μέγα Σπήλαιο και στην Κέρτεζη θα έπρεπε να συγκεντρώσουμε το λιγότερο δύο χιλιάδες αντάρτες (η κανονική σχέση επιτιθεμένων προς αμυνόμενους σε οχυρωμένες θέσεις κατοικημένης περιοχής είναι 10 προς 1, υπέρ του επιτιθέμενου...».