Εμπαίζει απροκάλυπτα το λαό η ηγεσία της ΝΔ όταν ισχυρίζεται ότι η ανταγωνιστικότητα δεν αφορά και δε θίγει τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Ψεύδεται βέβαια συνειδητά, προκειμένου να παραπλανήσει τους εργαζόμενους, καλλιεργώντας την εντύπωση ότι η ανταγωνιστικότητα είναι κάτι «καλό» που θα επιτευχθεί τάχα με ανώδυνα και «χαμηλού κόστους» μέτρα ενίσχυσης των επιχειρήσεων. Εστιάζει σκόπιμα σε μια δέσμη μέτρων που τάχα θα φέρουν την πολυπόθητη ανταγωνιστικότητα, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα επιχειρηματικά κέρδη, χορήγηση νέων «αναπτυξιακών κινήτρων» και ζεστού χρήματος, αλλά και αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, αποκρύπτοντας ότι η ανταγωνιστικότητα των μονοπωλίων περνά κυρίως μέσα από τη δραστική υποτίμηση της εργατικής δύναμης. Την ίδια στιγμή βέβαια στην πράξη στηρίζει όλες τις διαρθρωτικές αλλαγές που προωθούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Τάσσεται αναφανδόν υπέρ της ευέλικτης εργασίας, των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων, της εκ περιτροπής εργασίας κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις που συρρικνώνουν τους μισθούς και τα μεροκάματα και ισοπεδώνουν τα εργασιακά δικαιώματα δεν αποτέλεσαν ποτέ αντικείμενο έστω και φραστικής κριτικής της ηγεσίας της ΝΔ στο πλαίσιο της απατηλής ρητορικής κατά του μνημονίου. Ούτε βέβαια είναι τυχαίο ότι οι λαλίστατοι κατά τ' άλλα τομεάρχες δεν βγάζουν κουβέντα τώρα που κυβέρνηση και τρόικα επιταχύνουν την υλοποίησή τους. Ομως δεν μπορούν να παραπλανούν τους εργαζόμενους ούτε να αποκρύπτουν το αποκρουστικό πρόσωπο της αντιλαϊκής πολιτικής που στηρίζει.
Ενιαίος είναι ο τρόπος με τον οποίο η πλουτοκρατία σε κάθε καπιταλιστικό κράτος και το αστικό κράτος στο πλευρό της δίνουν τη μάχη τους, ώστε η αναγκαία καταστροφή κεφαλαίων, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης, να επηρεάσει το λιγότερο δυνατό τη λυσσαλέα επιδίωξη των μονοπωλίων για επάνοδο σε τροχιά κερδοφορίας. Οπως και στην Ελλάδα, έτσι και σε άλλα κράτη, ο λαός καλείται να πληρώσει το «μάρμαρο» της καπιταλιστικής κρίσης.
Ετσι, στη Δανία, το κράτος ανέλαβε υπό την κηδεμονία του την τράπεζα «Amagerbanken», την όγδοη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, η οποία είναι η δέκατη τράπεζα της χώρας που «καταρρέει». Ο κρατικός κορβανάς, δηλαδή οι τσέπες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, καλούνται να καταβάλουν 2,8 δισ. ευρώ, για να μπει η εν λόγω τράπεζα υπό την αιγίδα της «Finansiel Stabilitet A/S», δηλαδή μιας κρατικής εταιρείας που ο μόνος λόγος ύπαρξής της είναι να διαχειρίζεται τράπεζες που έχουν καταρρεύσει.
Πρόκειται για ένα ακόμα δείγμα της σύμφυσης του κράτους και του κεφαλαίου, του πώς κάθε φορά το αστικό κράτος παρεμβαίνει για να στηρίξει την πλουτοκρατία, σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Δεν πρόκειται για κάποια ιδιομορφία, αλλά για ίδιον του καπιταλισμού, και, μάλιστα, στην ανώτατη, κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα του.