Με ποια επιστημονική μεθοδολογία αθροίζει το ΚΚΕ, που καλεί το λαό να μην αναγνωρίσει το χρέος της πλουτοκρατίας, να μη δεχτεί καμία θυσία για την κρίση, με τις διάφορες αποχρώσεις των θέσεων των ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Κουβέλη που κινούνται στις διάφορες μορφές αναδιάρθρωσης του χρέους; Με ποιο κριτήριο αθροίζει ένα κομμουνιστικό κόμμα με τα όποια αριστερά του συστήματος; Με ποια κριτήρια αθροίζει το ΚΚΕ, που παλεύει για την αποδέσμευση από την ΕΕ, με τις θέσεις αυτών των κομμάτων με τα εντός ΕΕ - εκτός ευρώ, εντός ευρώ σε μια άλλη ΕΕ κλπ; Με ποια κριτήρια αθροίζει το ΚΚΕ, που προτείνει ως λύση για το λαό τη λαϊκή εξουσία - οικονομία, με αυτά τα κόμματα που ως λύση βλέπουν μια άλλη κυβέρνηση, που την ψάχνουν άλλοι από τα αριστερά του ΠΑΣΟΚ και άλλοι μέχρι τη «λαϊκή Δεξιά»;
Είναι φανερό ότι ο κ. Βερναρδάκης εκφράζει μισό τον πόθο του. Ο άλλος μισός, που τον κρύβει, είναι να αθροίσει και το ΠΑΣΟΚ για να φτάσει η «Αριστερά» στο 55%. Και πιο φανερό απ' όλα είναι ότι χρειάζεται να τσουβαλιάζουν το ΚΚΕ για να κρύβουν το πού βρίσκεται η διέξοδος και η δύναμη για το λαό.
Το παραμύθι των διεθνών κερδοσκόπων που συνωμοτούν κατά της ελληνικής οικονομίας επανέλαβε χτες ο πρωθυπουργός, επιχειρώντας να δικαιολογήσει το αρνητικό κλίμα που επικρατεί στις διεθνείς χρηματιστικές αγορές. Μίλησε συγκεκριμένα για «σύγχρονους μαυραγορίτες, εγχώριους ή και της αλλοπαδής» με τους οποίους, όπως είπε, συνεργάζονται διάφοροι δημοσιολογούντες είτε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης είτε από τα ΜΜΕ και κατέληξε: «Και ξέρουμε την κερδοσκοπική επίθεση που γίνεται εναντίον της χώρας μας, από εκείνους οι οποίοι έχουν τεράστια συμφέροντα να μην πετύχει». Το σχόλιο που αβίαστα έρχεται στο μυαλό είναι «κοίτα ποιος μιλάει». Γιατί αν είναι κάποιος που συνεργάζεται με τους λεγόμενους διεθνείς κερδοσκόπους, δηλαδή το παγκόσμιο χρηματιστικό κεφάλαιο, και τα διάφορα, επίσημα και άτυπα, όργανά τους αυτός είναι η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός. Ο τελευταίος, μάλιστα, δεν παραλείπει να συναντά στο Μέγαρο Μαξίμου επιφανείς εκπροσώπους των διεθνών κερδοσκόπων (π.χ. Τζ. Σόρος). Το σημαντικότερο, βέβαια, είναι ότι ο ίδιος δηλώνει πως η πολιτική και τα βάρβαρα μέτρα που εφαρμόζει έχουν ως υπέρτατο στόχο «να αποκαταστήσουν την αξιοπιστία της χώρας στα μάτια των διεθνών αγορών», δηλαδή των διεθνών κερδοσκόπων. Ασφαλώς και υπάρχει ενόχληση και άγρια διαμάχη για το πώς θα μοιραστούν οι ζημιές από την καταστροφή κεφαλαίων, αλλά μέχρις εκεί. Στο κυρίαρχο, δηλαδή στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης και την καταλήστευση του λαού, προκειμένου να ενισχυθεί η κερδοφορία του κεφαλαίου, κυβέρνηση και ξένοι και εγχώριοι «κερδοσκόποι» είναι μαζί, έχουν συνάψει αδιάσπαστη συμμαχία.
Πολύ βολεύει την κυβέρνηση και την πλουτοκρατία να εμφανίζουν τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες στις πρώην ΔΕΚΟ ως δήθεν βασικούς αντιπάλους των σαρωτικών ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος που προωθείται το επόμενο διάστημα. Χαρακτηριστικό είναι χτεσινό άρθρο στην ηλεκτρονική έκδοση του «Βήματος» που χαρακτηρίζει μόνη επιλογή την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και συμπληρώνει: «Κανείς δεν θα ήθελε γενικό ξεπούλημα. Αλλά οι συνθήκες δεν αφήνουν περιθώρια αναστολών. Ωστόσο, ήδη εκδηλώνονται αντιδράσεις, με τους συνδικαλιστές να δηλώνουν έτοιμοι για "ιερό πόλεμο". Με τη διαφορά ότι στις παρούσες συνθήκες ο μόνος "ιερός πόλεμος" που μπορεί να κηρυχθεί τούτη την ώρα είναι αυτός της διάσωσης της οικονομίας και της χώρας». Η αλήθεια είναι όμως ότι η πλειοψηφία των συνδικάτων στις πρώην ΔΕΚΟ έχουν βαριές και διαχρονικές ευθύνες και είναι συνένοχες για τις εξελίξεις που δρομολογούνται σήμερα, γιατί εδώ και χρόνια ουσιαστικά έχουν βάλει πλάτες για να ανοίξει ο δρόμος της ιδιωτικοποίησης με διάφορες μορφές, αλλά και να διαχωριστεί η πολιτική του ξεπουλήματος από την πολιτική της ΕΕ για απελευθέρωση των αγορών και ιδιωτικοποιήσεις, προκειμένου να βρουν νέα πεδία επέκτασης τα συσσωρευμένα ιδιωτικά κεφάλαια. Η ίδια η ζωή έχει καταδείξει ότι οι συμβιβασμένες συνδικαλιστικές πλειοψηφίες ποτέ δεν ήταν απέναντι από την αντιλαϊκή πολιτική και γι' αυτό έχουν καταντήσει ανυπόληπτες και αναξιόπιστες στα μάτια των εργαζομένων και του λαού. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να οργανώσουν την πάλη για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής. Η ευθύνη λοιπόν περνά στους ίδιους τους εργαζόμενους που πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχει δρόμος προς τα πίσω, παρά μόνο πάλη για τη λαϊκή εξουσία, για να γίνουν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις λαϊκή περιουσία.