ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 19 Απρίλη 2012
Σελ. /32
Ανθρωπος και κινηματογραφική μηχανή!

Με τη σάλπιγγα των καιρών να σαλπίζει «αντεπίθεση!» μπήκαμε για τα καλά στην προεκλογική περίοδο. Το σύνθημα της αντεπίθεσης αφορά τους πάντες, βεβαίως και την τέχνη, ιδιαίτερα τη μαζικότερη, εκείνη του κινηματογράφου, που εκτός απειροελάχιστων περιπτώσεων, κοιμάται ύπνο πάνβαθυ, όχι όμως και ύπνο δικαίου! Μοναδική ενδιαφέρουσα εξαίρεση της εβδομάδας, το σοβιετικό, κλασικό αριστούργημα του Τζίγκα Βέρτοφ από το 1929 «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΗΧΑΝΗ». Η ταινία επανακάμπτει σε ψηφιακή επανέκδοση, σηκώνοντας σήμερα το βράδυ την αυλαία του θερινού κινηματογράφου «Ζέφυρος». Ντοκιμαντέρ με σφρίγος αειθαλές - κι ας γυρίστηκε 83 χρόνια πριν - που υποχρεωτικά πρέπει να δουν και να ξαναδούν σινεφίλ και μη...

Η ταινία του Μπερτράν Μπονελό «ΟΙΚΟΣ ΑΝΟΧΗΣ» πρωτοπροβλήθηκε στο 13ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Αθήνας του περασμένου Μάρτη. Η γαλλική αυτή, αισθησιακή και τίποτα παραπάνω, παραγωγή του 2010 υπήρξε μια από τις επίσημες συμμετοχές στο προαναφερθέν φεστιβάλ, εκτός διαγωνισμού. Η μελαγχολικών τόνων δίωρη ταινία εποχής, τοποθετείται στα τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα σε ένα ροκοκό σκηνογραφικά, παριζιάνικο πορνείο για πλούσιους αριστοκρατικούς πελάτες που ζει τις τελευταίες του μέρες. Αφηγείται τις αναμνήσεις από την καθημερινότητα και το δράμα των κοριτσιών που οι άνδρες αγοράζουν, ποθούν, αγαπούν και καταστρέφουν.

Η ελληνική βδομαδιάτικη συμβολή, πλουσιοπάροχη, αλλά ισχνή.

Παραγωγής 2011 η καινούρια, χαμηλού προϋπολογισμού ταινία «περιπλάνησης» του Κώστα Καπάκα με τίτλο «MAGIC HOUR». Ο τίτλος, εμπνευσμένος από την κινηματογραφική γλώσσα, αναφέρεται στο μαγικό φως που καταγράφει η κάμερα λίγο πριν ξημερώσει ή νυχτώσει. Ετσι η ταινία σχολιάζει το μεταίχμιο μεταξύ μέρας και νύχτας, όταν όλα ετοιμάζονται να αλλάξουν. Οπως ακριβώς και οι ζωές των δύο πρωταγωνιστών, του Διομήδη και του Αριστείδη, που συναντιούνται τυχαία, ξεκινούν την περιπλάνησή τους στην ελληνική επαρχία, ενώ καθένας τους προσπαθεί να ξεπεράσει μια προσωπική του κρίση. Με τον Ρένο Χαραλαμπίδη και τον Τάσο Αντωνίου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.

Παραγωγής επίσης 2011, το ντοκιμαντέρ «ΑΝΟΙΧΤΑ ΜΙΚΡΟΦΩΝΑ» σε σενάριο και σκηνοθεσία Νίκου Σκαρέντζου. Θέμα του: Χιπ χοπ και ραπ και σχέση του μουσικού αυτού κινήματος με την ελληνική κοινωνία.

Παραγωγής 2011 και ο «ΣΟΥΠΕΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ». Ετσι τιτλοφορείται η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία της ανεξάρτητης ομάδας παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών χαμηλού προϋπολογισμού «ΟΤΙΝΑΝΑΙ Productions» που δραστηριοποιείται από το 2002 και έχει στο μέχρι σήμερα ενεργητικό της δεκάδες ψηφιακά φιλμ αμιγώς χιουμοριστικού περιεχομένου. Τέτοιο είναι και ο υπερηρωικός «ΣΟΥΠΕΡ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ», μια σουρεαλιστική κωμωδία τοποθετημένη στη Θεσσαλονίκη, σε σκηνοθεσία του Γεωργίου Παπαϊωάννου. Σημειωτέον, το κόστος της ταινίας δεν ξεπέρασε τα 2.000 ευρώ.

Τέλος, στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδας» θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 24 και την Τετάρτη 25 Απρίλη, κινηματογραφικό διήμερο με θέμα «Θηλυκό - Αρσενικό». Η εκδήλωση περιλαμβάνει αμφότερες τις μέρες: Στις 18.15 προβολές ταινιών μικρού μήκους, στις 21.00 συζήτηση με θέμα «Γυναίκες δημιουργοί: δυνατότητες και περιορισμοί» στις 24 και «Γυναίκες στον κινηματογράφο: η ανδρική ματιά» στις 25, ενώ η βραδιά θα κλείνει με προβολή ταινίας μεγάλου μήκους και ώρα έναρξης 21.45. Η είσοδος στις προβολές και τις συζητήσεις είναι ελεύθερη. Για περισσότερες πληροφορίες και διευκρινήσεις «επικοινωνήστε» με την «Ταινιοθήκη».


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΠΙΤΕΡ ΜΠΕΡΓΚ
Battleship

Οργιο εκρήξεων και παγκόσμιος πρωταθλητής στα κλισέ η αμερικανική υπερπαραγωγή που ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο επιτραπέζιο παιχνίδι. Περιέχει δε, τόνους βλακείας, αμέτρητες ποσότητες για εξαγωγή σε τουλάχιστον δύο γαλαξίες... Οστις κατορθώσει να επιβιώσει της εισαγωγής - η οποία δεν φθάνει που είναι ηλίθια, διαρκεί και έναν αιώνα - έχει περάσει με επιτυχία το τεστ αντοχής, πρωτίστως νεύρων, και μπορεί να συνεχίσει να θεάται το αριστούργημα. Με το πέρας της εισαγωγής, όποιες αντιρρήσεις, ενστάσεις κλπ θα μπορούσε κάποιος να προβάλλει, ξεριζώνονται βιαίως και αυτομάτως από την περιοχή του εγκεφάλου όπου φωλιάζουν, τόσο με το σάουντρακ, που η έντασή του αναισθητοποιεί τα όργανα της ακοής, όσο το εκθαμβωτικό μοντάζ και την ιλιγγιώδη δράση που αναλαμβάνουν να ξεπαστρέψουν τις υπόλοιπες αισθήσεις...

Ρητορικό το ερώτημα, βεβαίως, τι συμβαίνει με την αμερικανική κινηματογραφική βιομηχανία που τελευταία ξερνά, με τρομακτική συχνότητα, το ένα μετά το άλλο υποπροϊόντα που υμνούν τη βία, την καταστροφή, τον ολοκληρωτικό πόλεμο... Ποιοι είναι αυτοί που αγοράζουν τα προϊόντα αυτά και τα ρίχνουν στην αγορά, αλλά και ποιοι πληρώνουν ώστε να υποστούν εκούσιο υποβιβασμό, από όντα ανθρώπινα σε ανθρωπόμορφα της ζούγκλας; Κοινή συνισταμένη των πονημάτων αυτών ότι υμνούν τον στρατό - τους πεζοναύτες - ως τη μόνη λύση για την ανθρωπότητα, ως τους μόνους ικανούς υπερασπιστές της, την ώρα εκείνη της κρίσης, όταν οι «όποιοι εξωγήινοι» αποφασίσουν να επιτεθούν στον... ελεύθερο κόσμο.

Υπερπαραγωγή με μεγιστοποίηση της δράσης, του γρήγορου μοντάζ υπό τους ήχους ροκ μουσικής, αλλά επίσης και σε ό,τι αφορά τους γεμάτους τόλμη και αυταπάρνηση νεαρούς άνδρες και γυναίκες οι οποίοι καλούνται να υπερνικήσουν τις όποιες ελλείψεις του χαρακτήρα τους και να τσακίσουν τους βίαιους εξωγήινους χούλιγκανς. Αφήγηση σε έξαλλη ταχύτητα, υπερβολή παντού, από την προβολή προϊόντων έως τον κενό πατριωτισμό, από τα κάθε λογής κλισέ ως τις επιφανειακές φιγούρες των ρόλων και τις ανεγκέφαλες σκηνές...

Ο Αλεξ και ο Στόουν είναι αδέλφια. Ο πρώτος μακρυμάλλης, ανεύθυνος και ανάξιος ζει στον καναπέ του δεύτερου που είναι ένας καθώς πρέπει αξιωματικός του Ναυτικού, ο οποίος πασχίζει να φέρει τον αδελφό του στο σωστό δρόμο και να τον κάνει να καταταγεί στο αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό. Η ΝΑΣΑ τώρα, μπορεί να εκπέμπει στο διάστημα αλλά αγνοεί πως, τεχνολογικά προηγμένοι, εξωγήινοι έχουν ήδη προσθαλασσωθεί και καιροφυλαχτούν να επιτεθούν στη Γη, έχοντας το ορμητήριό τους κάτω από την επιφάνεια του νερού... Στο μεταξύ ο τολμηρός και ταλαντούχος - αλλά άγαρμπος - Αλεξ βρίσκεται στα πρόθυρα εξωπετάγματος από το σώμα του Ναυτικού όταν... μια συνηθισμένη ναυτική άσκηση στα ανοιχτά του Ειρηνικού μεταβάλλεται σε ύστατη ναυμαχία, στον πιο κρίσιμο αγώνα για να σωθεί η ζωή επί της Γης.

Παίζουν: Αλεξάντερ Σκάρσγκορντ, Λίαμ Νίσον, Τέιλορ Κιτς, Ριάνα, Μπρούκλιν Ντέκερ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ 2012 (Διάρκεια 131').

ΓΙΑΝΙΚΕ ΣΙΣΤΑΝΤ ΓΙΑΚΟΜΠΣΕΝ
Αναψέ με

Μια ακόμη ταινία από τη Νορβηγία, η τρίτη σε σύντομο χρονικό διάστημα. Με χαρακτηριστικά τη γλυκόπικρη αναίδεια, τους χαμηλούς τόνους και την αποστασιοποίηση από τα κυρίαρχα χολιγουντιανά στερεότυπα που πλημμυρίζουν αντίστοιχες θεματικά ταινίες, δείχνει να παίρνει μάλλον στα σοβαρά τα προβλήματα των εφήβων και τις διαδικασίες ενηλικίωσης, μέσα από την ακεραιότητα του χαρακτήρα της 16χρονης Αλμα τις επιθυμίες της οποίας ούτε αγνοεί ούτε και υποτιμά. Πρόκειται για την πρώτη, μεγάλου μήκους, ταινία της Γιάνικε Σίσταντ Γιάκομπσεν η οποία, όπως είναι απολύτως φυσικό, ορθώνεται σαν πρόκληση για ευθεία σύγκριση με μια προγενέστερη σουηδική, εκείνη του Λούκας Μόντισον με τίτλο «FUCKINGAMAL», που κινείται σε παραπλήσια μονοπάτια. Ωστόσο, παρά τον κοινό πυρήνα των δύο αυτών ταινιών, η Γιάκομπσεν συνθέτει μια πολύ λιγότερο βαριά αφήγηση.

Το σενάριο της σύντομης αυτής ταινίας δεν πραγματεύεται, σε τελική ανάλυση, κάποια σύνθετη ιστορία. Κινείται, όμως, με πειστικότητα, απλότητα και πανουργία στη σκοτεινή επιφάνεια σημαντικής θεματικής που άπτεται των εφηβικών ερωτικών απογοητεύσεων, της αίσθησης του αποκλεισμού και του εγκλωβισμού, αλλά και στιγματίζει νοοτροπίες και μοντέλα αναπαραγωγής τάξης και ιεραρχιών στις σχέσεις των δύο φύλων.

Η κωμωδία της Γιάκομπσεν δε γίνεται ποτέ ενοχλητική και ξετυλίγεται σε τόνους χαμηλούς, με αφηγηματικές στρατηγικές που ισορροπούν με τρόπο λεπτεπίλεπτο την απαισιοδοξία και το χιούμορ... Η σκηνοθετική γραμμή που επιμηκύνει κάπως παραπάνω τις σκηνές, προσδίδει στην ιστορία έναν ιδιαίτερο τόνο, ένα κράμα αμηχανίας και ανίας. Οι διάλογοι, η μουσική, η γλώσσα της εικόνας, οι διάσπαρτες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ο ρυθμός, το αισθησιακό και το σουρεαλιστικό στοιχείο λειτουργούν σαν συγκριτικό προτέρημα, σε σχέση με άλλες ταινίες του είδους.

Ηδη στην εισαγωγή συναντάμε την 16χρονη Αλμα να αυνανίζεται στο πάτωμα της κουζίνας δίπλα στο ακουστικό του τηλεφώνου απ' όπου βγαίνει μια βιαστική φωνή που πουλά, ακριβά, τηλεφωνικό σεξ. Η Αλμα διανύει την ηλικία που αισθήσεις κι ένστικτά ξυπνούν, σε όλους τους τόνους ξεκαθαρίζει ότι θέλει να βρει κάποιον να κάνει έρωτα, να ξεφορτωθεί την παρθενιά της. Ψάχνεται να βάλει τάξη στα συναισθήματά της. Εξάλλου, αυτό μοιάζει να 'ναι ό,τι πιο αξιόλογο μπορεί κανείς να κάνει στην απομακρυσμένη, στην καταθλιπτική «τρύπα» στην άκρη του κόσμου που κατοικεί με την μητέρα της, η οποία παρά λίγο να λιποθυμήσει στη θέα του υπέρογκου τηλεφωνικού λογαριασμού και μιας έφηβης κόρης σε μόνιμη υπερδιέγερση. Αν όχι η μοναδική, είναι από τις ελάχιστες φορές που βλέπουμε στο σινεμά «μια» και όχι «έναν» έφηβο να βρίσκεται απέναντι στις ορμόνες και την λίμπιντό του... Κι αυτό σε έναν θλιβερά μικρό τόπο όπου τίποτα, ποτέ δε συμβαίνει... όπου οι έφηβοι, η Αλμα και οι κολλητές της, όλες τους χαρακτήρες λοξοί και ενδιαφέροντες, πνίγουν την πλήξη τους στους ήχους της νεανικής μουσικής και το αλκοόλ και την ανία τους, καπνίζοντας στη στάση του λεωφορείου. Διέξοδος για την Αλμα ο συμμαθητής Αρτουρ, προσωποποίηση του αντικείμενου του πόθου της... Αλλά όταν η ιστορία μαζί του ξεστρατίζει κι εκείνη αντιμετωπίζει την περιφρόνηση του περίγυρου αποφασίζει να κάνει κάτι γι' αυτό. Απλά συμπαθητική!

Παίζουν: Χελένε Μπέργκσχολμ, Μάλιν Μπγιέρχοβντε, Μπεάτε Στέφρινγκ, Χενριέτε Στέενστρουπ, κ.ά.

Παραγωγή: Νορβηγία (2011).

ΤΖΙΓΚΑ ΒΕΡΤΟΦ
Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή

Τον 22χρονο Τζίγκα Βερτόφ (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ντένις Κάουφμαν 1896-1954) - που προεπαναστατικά σπούδαζε μουσική και ιατρική στο Ψυχονευρολογικό Ινστιτούτο της Μόσχας - βρίσκει ο Οκτώβρης πίσω από την κινηματογραφική μηχανή, στο τμήμα παραγωγής κινηματογραφικών επικαίρων της «Κινοκομιτέτ» (της Επιτροπής Κινηματογράφου) της Μόσχας. Με αυτή του την ιδιότητα θα συμμετάσχει στο μοντάζ του πρώτου σοβιετικού κινηματογραφικού χρονικού «Κινηματογραφική Εβδομάδα» (1918-19). Στον εμφύλιο, που ακολούθησε την επανάσταση, ο Βερτόφ θα είναι ένας από τους μπολσεβίκους κινηματογραφιστές που επάνδρωσαν τα θρυλικά τρένα αγκιτάτσιας και προπαγάνδας «Αγκίτ Προπ» τα οποία, μέσα στις φλόγες του εμφύλιου, όργωναν το νεαρό σοβιετικό κράτος για να αφυπνίσουν και να ενδυναμώσουν τις λαϊκές συνειδήσεις ενάντια στη λυσσαλέα επίθεση της εγχώριας αστικής τάξης, της αριστοκρατίας και των ξένων συμμάχων τους απέναντι στην επαναστατική εξουσία. Ο Βερτόφ αναδείχθηκε στα μέτωπα του εμφύλιου σε κεφαλή των κινηματογραφικών συνεργείων.

Μέσα από αυτή του τη δράση, ο Βερτόφ θα αρχίσει να συγκροτεί την προσέγγισή του στο κινηματογραφικό είδος του ντοκιμαντέρ, που, δεν θα πρέπει να καταγράφει ό,τι βλέπει το ανθρώπινο μάτι, αλλά να αναδεικνύει ό,τι αυτό δεν μπορεί να «δει». Δηλαδή, με την κάμερα να μετατρέπεται σε προέκταση του ματιού, να «σκάβει» και να αποκαλύπτει - ίδιο «νυστέρι» - τις λιγότερο φωτισμένες αλλά υπαρκτές πτυχές της πραγματικότητας. Η αντίληψη αυτή, ριζωμένη στην απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων που επέφερε η Επανάσταση, εκφράστηκε με τον όρο «Κινηματογράφος - μάτι», με τον οποίο βαφτίστηκε και η ομάδα που συνέστησαν ο Βερτόφ και άλλοι κινηματογραφιστές το 1919.

Ο Τζίγκα Βερτόφ υπήρξε εξέχων μαχητής της στρατιάς των καλλιτεχνών, δημιουργών, διανοουμένων και θεωρητικών, που συγκρότησαν αυτό που αργότερα θα καταχωρούνταν στην ιστορία της τέχνης ως «σοβιετική πρωτοπορία», εξέφρασε με κινηματογραφικά ρηξικέλευθο τρόπο τα ιδεολογικά, αισθητικά και πολιτικά αιτήματα της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Συμπύκνωσε με τον καλύτερο τρόπο όλες αυτές τις ιδιότητες και εκλάμβανε τη συμμετοχή του στη σοσιαλιστική οικοδόμηση ως μάχη. Οπως άλλωστε και ήταν.

Στη μνημειώδη ταινία του «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» ο Βερτόφ θα έδειχνε ένα εικοσιτετράωρο μιας τυπικής μέρας μιας σοβιετικής πόλης. Για να κινηματογραφήσει τη μέρα αυτή του πήρε τέσσερα χρόνια και δούλεψε σε τρεις διαφορετικές πόλεις: τη Μόσχα, την Οδησσό και το Κίεβο. Οι λήψεις, απαξάπασες, υποτάσσονται σε ένα συγκεκριμένο μοντέλο οργανογράμματος. Η ταινία αρχίζει με μια άδεια κινηματογραφική αίθουσα. Τα κλειστά καθίσματα ανοίγουν ρυθμικά από μόνα τους, το κοινό που πλημμυρίζει το χώρο κάθεται σε αυτά. Οι θεατές αρχίζουν να βλέπουν ένα φιλμ να προβάλλεται. Πρόκειται για το φιλμ που ο Βερτόφ γυρίζει και ταυτόχρονα, το ίδιο, τελειωμένο, προβάλλεται στην οθόνη, ξετυλίγοντας και αποκαλύπτοντας την τεχνική και τα μυστικά της... Η μόνη σταθερή φιγούρα, και όχι χαρακτήρας, είναι ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή στο χέρι, τον οποίο βλέπουμε να κινηματογραφεί με ποικίλους τρόπους, πολλές από τις σκηνές της ταινίας. Στην ταινία, που αποδομεί κάθε έννοια «αόρατου» μοντάζ, βλέπουμε μονταρισμένες σκηνές από την ίδια την ταινία. Βλέπουμε τα μηχανήματα. Βλέπουμε τον μοντέρ. Βλέπουμε αυτό καθαυτό το «φυσικό» φιλμ. Βλέπουμε μια ταινία που κινηματογράφησε τον εαυτό της, έκανε μοντάζ στον εαυτό της και τώρα διευθύνει τον εαυτό της. Η διαδικασία αυτή μοιάζει με το γιαπωνέζικο «origami», είναι σαν να διπλώνει και να ξεδιπλώνει τον εαυτό της μέσα κι έξω. Και καμιά φορά το καρέ παγώνει, άρα ο κινηματογραφιστής σταμάτησε να δουλεύει. Αυτό το πάγωμα του καρέ το εφηύρε απεικονίζοντας την κάθοδο με μια σειρά ταυτόχρονων βημάτων. Κινηματογραφώντας σε τρεις πόλεις χωρίς να ονομάζει καμιά τους, ο Βερτόφ διευρύνει το εστιακό του πεδίο, ώστε η ταινία του να αναφέρεται γενικά στην Πόλη, στον Κινηματογράφο και στον Ανθρωπο που κρατά μια κινηματογραφική μηχανή. Η ταινία πραγματεύεται την πρακτική τού «βλέπω», αλλά και του «με βλέπουν». Την πρακτική τού «προετοιμάζομαι να δω» αλλά και την πρακτική τού «επεξεργάζομαι» αυτό που έχω ήδη δει και αυτό που τελικά βλέπω. «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» μετατρέπει σε ξεκάθαρο αφενός και ποιητικό αφετέρου, την εκπληκτική ιδιότητα που μας δίνει το σινεμά: να οργανώνουμε αυτό που βλέπουμε, να το κανονίζουμε, να του προσθέτουμε ρυθμό και «γλώσσα», αλλά και να το υπερβαίνουμε...

Ο Βερτόφ κατάφερε να βελτιώσει την πρωτοποριακή αυτή θεώρηση σε επίπεδο που να αγκαλιάζει ολόκληρη την ταινία. Γι' αυτό και η ταινία φαίνεται ακόμα και σήμερα, 80 και παραπάνω χρόνια μετά, τόσο φρέσκια. Γιατί έχουν υπάρξει προγενέστερα ντοκιμαντέρ για πόλεις και για εικοσιτετράωρα σε μητροπόλεις. Αλλά σαν κι αυτήν καμιά...

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1929).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ