Να νομιμοποιήσει την κερδοσκοπική δράση των μονοπωλίων στον κλάδο τον τροφίμων που λυμαίνονται αδιάκοπα τα λαϊκά εισοδήματα και να δώσει ταυτόχρονα άλλοθι στη φιλομονοπωλιακή πολιτική συνολικά επιχειρεί το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού (ΕΔΑ) της ΕΕ, που αποτελείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις Επιτροπές Ανταγωνισμού των 27 κρατών - μελών. Αυτό προκύπτει από την έκθεση του Δικτύου που δημοσιοποιήθηκε χτες και συντάχθηκε μετά από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η περίοδος δημοσιοποίησης της εν λόγω έκθεσης δεν είναι καθόλου τυχαία, αν αναλογιστεί κανείς ότι έρχεται σε μία περίοδο που με την καπιταλιστική κρίση να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη οι κυβερνήσεις της λυκοσυμμαχίας της ΕΕ επιχειρούν να εδραιώσουν την κυριαρχία των μονοπωλίων σε βάρος των λαϊκών κατακτήσεων.
Το ΕΔΑ δεν ... δυσκολεύτηκε να διαπιστώσει και να διακηρύξει ότι οι εκθέσεις των 27 «αρχών ανταγωνισμού» «καταδεικνύουν ότι η ενεργός εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού στον τομέα των τροφίμων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ειδικότερα όσον αφορά στη μεταποίηση και την παρασκευή τροφίμων, αποβαίνει προς όφελος των αγροτών, των προμηθευτών και των καταναλωτών». Στον κλάδο, δηλαδή, τον άρρηκτα δεμένο με το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, όπου μια χούφτα μονοπώλια της βιομηχανίας τροφίμων «λύνουν και δένουν» έχοντας υπό τον έλεγχό τους το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του, διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα τις τιμές, χειραγωγούν παραγωγούς και καταναλωτές με τη μονοπωλιακή κερδοσκοπική τους δράση, ο στόχος έχει επιτευχθεί! Αυτό είναι το «δίκαιο του ανταγωνισμού» που εφαρμόζεται μέχρι κεραίας! Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, όπως διαπιστώνουν οι ίδιες αρχές, ορισμένες από τις δράσεις παρακολούθησης της αγοράς που διεξήγαγαν, κατέληξαν πως «ο ανταγωνισμός λειτουργεί εν γένει επιτυχώς στις αγορές τροφίμων προς όφελος των καταναλωτών». Ακόμα, δε, και εκεί όπου διαπιστώθηκαν αυξήσεις τιμών δεν οφείλονται στη δράση των μονοπωλίων, αλλά σε παράγοντες όπως οι αυξήσεις του κόστους συντελεστών παραγωγής αγροτικών προϊόντων, οι διακυμάνσεις στις παγκόσμιες αγορές βασικών ειδών, οι παγκόσμιες εξελίξεις της προσφοράς και της ζήτησης, το κόστος ενέργειας και εργασίας ή εποχιακή παραγωγή ορισμένων τροφίμων. Ολα, εκτός από τον παράγοντα επιχειρηματικό - μονοπωλιακό κέρδος.
Σε μια περίοδο, όπως είναι όλα τα τελευταία χρόνια, που η γιγάντωση των μονοπωλίων και της κερδοσκοπικής τους δράσης, είναι κυρίαρχη πρακτική, οι Επιτροπές Ανταγωνισμού της ΕΕ, οι «θεματοφύλακες» των κανόνων του ανταγωνισμού φρόντισαν για την εφαρμογή τους εκτιμώντας ότι από τις 1.300 συγχωνεύσεις που εξετάστηκαν (το όχημα, δηλαδή, για τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου) μόνο «82 περιπτώσεις δημιούργησαν ανησυχίες» που αφορούσαν κυρίως τον τομέα της λιανικής και «εν τέλει ενέκριναν τις περισσότερες από τις 82 προβληματικές περιπτώσεις, υποχρεώνοντας», τάχα, «τα μέρη της συγχώνευσης να αναλάβουν δεσμεύσεις»! Αξιοσημείωτο είναι, ακόμα, ότι εκεί όπου «πολλές αρχές ανταγωνισμού εντόπισαν συγκρούσεις απορρέουσες από εικαζόμενες αθέμιτες πρακτικές σε περιπτώσεις όπου υπάρχει ανισορροπία διαπραγματευτικής δύναμης μεταξύ των μερών της αλυσίδας εφοδιασμού», με απλά λόγια λόγος γίνεται για τις εκβιαστικές και «στραγγαλιστικές» πρακτικές των μονοπωλίων σε βάρος των λιγότερο ισχυρών ή εντελώς αδύναμων μικροπαραγωγών ή εμπόρων, «οι εν λόγω αρχές διαπίστωσαν ότι οι πρακτικές αυτές εκφεύγουν ως επί το πλείστον του πεδίου εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού επειδή δεν στάθηκε δυνατό να εντοπιστεί ζημία των καταναλωτών»!
Εκεί, όπου, όπως διαπιστώνουν οι αρμόδιες αρχές, ο «ανταγωνισμός» τους δεν λειτουργεί ικανοποιητικά είναι ο πρωτογενής τομέας, η αγροτική παραγωγή, όπου τους «χαλάει τη δουλειά» η ύπαρξη πολλών μικρών παραγωγών. Ε, αυτοί, όπως φτιασιδωμένα τα λένε οι συντάκτες των εκθέσεων, πρέπει στο όνομα της εφαρμογής των κανόνων του «ανταγωνισμού» να παραδοθούν στα μονοπώλια. «Η κατακερματισμένη και ατομική διάρθρωση των γεωργών σε ορισμένα κράτη - μέλη», είναι από τα «διαρθρωτικά προβλήματα» που εντόπισαν και που, σύμφωνα με τη λογική τους, έχουν «αρνητικές συνέπειες στις αγορές τροφίμων». Αυτό, εκτιμούν, «αντιμετωπίζεται» «ενθαρρύνοντας μια ευνοϊκή για τον ανταγωνισμό αναδιάρθρωση και ενοποίηση του γεωργικού τομέα μέσω μορφών συνεργασίας που επιτρέπονται σύμφωνα με τους κανόνες ανταγωνισμού και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (...)».
Για τρίτη φορά τα τελευταία χρόνια ανακοινώνεται πως ξεκινάει ιδιωτική αποθεματοποίηση στο λάδι για 100.000 τόνους σε επίπεδο ΕΕ, αλλά οι ελαιοπαραγωγοί δεν πρόκειται να έχουν κανένα όφελος, όπως έγινε και τις προηγούμενες φορές.
Τη σχετική ανακοίνωση έκανε χτες ο υπηρεσιακός υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων σε εφαρμογή της σχετικής πολιτικής της ΕΕ. Ομως το να αποθηκευτούν 100.000 τόνοι λαδιού για έξι μήνες δεν πρόκειται να λύσει κανένα πρόβλημα. Μάλιστα, οι ποσότητες αυτές θα ξαναβγούν στην αγορά μέσα στην περίοδο συγκομιδής των ελιών και παραγωγής της νέας σοδειάς λαδιού, πράγμα που θα συμπιέσει τότε τις τιμές ακόμα πιο κάτω. Ιδιωτική αποθεματοποίηση στο λάδι για 100.000 τόνους είχε ανακοινωθεί και τον περασμένο Οκτώβρη αλλά το μόνο που έγινε ήταν οι τιμές να κατρακυλήσουν ακόμα περισσότερο. Τον περασμένο Νοέμβρη, η τιμή στο έξτρα παρθένο λάδι ήταν 2,2 με 2,3 ευρώ το κιλό και στη συνέχεια έπεσε στο 1,7, με 1,8 ευρώ το κιλό.
Το θέμα είναι πως όσο κυριαρχούν οι νόμοι της ελεύθερης αγοράς και τα συμφέροντα των μονοπωλίων, οι κανονισμοί της ΚΑΠ και οι συμφωνίες του ΠΟΕ, η κατάσταση θα γίνεται όλο και χειρότερη σε βάρος των ελαιοπαραγωγών και της αγροτιάς συνολικότερα. Θα κυριαρχεί μονίμως η ανελέητη κερδοσκοπία σε βάρος των αγροτών και σε βάρος των καταναλωτών. Οι ελαιοπαραγωγοί καλούνται να αντισταθούν και να αγωνιστούν μαζί με όλη την φτωχομεσαία αγροτιά και τα λαϊκά στρώματα, για την ανατροπή της ακολουθούμενης αντιαγροτικής - αντιλαϊκής πολιτικής που δημιουργεί όλα αυτά τα προβλήματα και την εφαρμογή μιας άλλης φιλοαγροτικής - φιλολαϊκής πολιτικής.
Τρέχοντα θέματα, σχετικά κυρίως με τη χρηματοδοτική «ασφυξία» που απειλεί τη ΔΕΗ, συζητήθηκαν χτες στη συνάντηση του επικεφαλής της επιχείρησης Α. Ζερβού με τον υπηρεσιακό υπουργό Οικονομικών Γ. Ζανιά. Η συνάντηση είχε ενημερωτικό χαρακτήρα και δεν κατέληξε στη λήψη μέτρων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η ΔΕΗ προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα της υποχρέωσης καταβολής 600 εκατ. ευρώ για δάνειο που λήγει τέλος του Ιούνη, καθώς καμία τράπεζα δε φαίνεται διατεθειμένη να το αναχρηματοδοτήσει. Επίσης, εκκρεμεί η δανειοδότηση της ΔΕΗ με 400 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, θέμα που επίσης καθυστερεί.
Στο επίκεντρο της συζήτησης φαίνεται να βρέθηκαν και οι αμφίδρομες υποχρεώσεις ΔΕΗ - δημοσίου. Περί τα 130 εκατ. ευρώ χρωστά ο δημόσιος τομέας στη ΔΕΗ, η οποία από την πλευρά της κατέχει και διαχειρίζεται περί τα 260 εκατ. ευρώ προερχόμενα από το αντιλαϊκό χαράτσι στα ακίνητα, ποσό που δεν απέδωσε στο δημόσιο κατόπιν της συναίνεσης της προηγούμενης κυβέρνησης.