ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 18 Νοέμβρη 2012
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΚΡΑΤΙΚΟΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Πώς το αστικό κράτος παραχωρεί τα πάντα στο κεφάλαιο

Η κατρακύλα των κρατικών δαπανών συνοδεύεται από «τεμενάδες» στην «αγορά» και στα ταξικά κοινοτικά προγράμματα

Το τσάκισμα της ζωής του λαού έχει πάντα διπλή «συνοδεία», μια ολοφάνερη και μια πιο ύπουλη. Η ολοφάνερη είναι η καταστολή του λαϊκού κινήματος. Η ύπουλη είναι η καταστολή της σκέψης. Η δεύτερη δρα μέσω της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Γι' αυτό και στους δύο αυτούς τομείς, τόσο με το νόμο - κόλαση του μεσοπρόθεσμου, όσο και με τον κρατικό προϋπολογισμό, το αστικό κράτος δίνει ένα από τα ισχυρότερα χτυπήματα μέχρι τώρα.

Η κατρακύλα των κρατικών δαπανών για τον πολιτισμό που ήταν το βασικό χαρακτηριστικό των κρατικών προϋπολογισμών επί δεκαετίες, έχει πάρει πλέον χαρακτηριστικά «ελεύθερης πτώσης», σε συνδυασμό με τα οικονομικά χτυπήματα που δέχθηκε ο πολιτιστικός τομέας μαζί με όλους τους άλλους τομείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «κούρεμα» των αποθεματικών του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων την περασμένη Ανοιξη, που επέφερε συντριπτικό πλήγμα σε μία από τις σημαντικότερες χρηματοδοτικές πηγές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και, κατ' επέκταση, της προστασίας και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς.

Βέβαια, όταν το σύστημα κόβει το μισθό του εργάτη, τη σύνταξη των γονιών του, το μέλλον των παιδιών του και συμπεριφέρεται στην πολιτιστική κληρονομιά, που ανήκει στο λαό, σα να είναι «τσιφλίκι» του, είναι επόμενο να συνοδεύει αυτήν την εγκληματική πολιτική, με τον απόλυτο κυνισμό. Διότι, όπως ακριβώς το κριτήριο για τα απάνθρωπα μέτρα που επιβάλλει στο λαό το κεφάλαιο, μέσω του αστικού πολιτικού συστήματος, είναι το πώς θα γίνει ακόμη πιο φθηνός ο εργάτης, έτσι και στον πολιτισμό, το βασικό κριτήριο είναι το πόσο καλό «φιλέτο» είναι για να το εκμεταλλευθεί ο καπιταλιστής. Είναι πολύ χαρακτηριστική, των παραπάνω, η απάντηση του υπουργού Πολιτισμού, Κ. Τζαβάρα, στην Επίκαιρη Ερώτηση του βουλευτή του ΚΚΕ, Ν. Μωραΐτη, για το «λουκέτο» που έβαλε το κράτος στο Μουσείο Θυρρείου, στην Αιτωλοακαρνανία. Πλέον, όποιος θέλει να επισκεφθεί το μουσείο θα πρέπει πρώτα να συνεννοηθεί με την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων για να του ανοίξει την πόρτα!

Από παλαιότερη κινητοποίηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών με το ΠΑΜΕ
Από παλαιότερη κινητοποίηση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών με το ΠΑΜΕ
Ο υπουργός, λοιπόν, δικαιολόγησε τον παραπάνω τρόπο λειτουργίας του μουσείου με κριτήριο την επισκεψιμότητα και το μέγεθός του! Απευθυνόμενος στον κομμουνιστή βουλευτή με λανθάνοντα σαρκασμό, ο υπουργός είπε ότι «ακούγοντάς σας κάποιος να υπερασπίζεστε το Μουσείο Θυρρείου με τόση πράγματι αγωνιστικότητα, θα νομίζει ότι πρόκειται περί ενός θηριώδους μουσείου». Πρόσθεσε ότι «δεν μπορούμε να συντηρούμε ένα μουσείο του οποίου η επισκεψιμότητα σε ετήσια βάση είναι της τάξεως των εκατό επισκεπτών» και ότι «το ύφος σας και το περιεχόμενο της ερωτήσεώς σας προδιαθέτει κάποιον που το διαβάζει ότι πρόκειται για το κλείσιμο ενός μουσείου από τα πιο λαμπρά αυτής της χώρας (...)».

Σαφέστατη ήταν η απάντηση του βουλευτή, αφού πρώτα απέδειξε ότι το μουσείο είχε χαμηλή επισκεψιμότητα αφού το ίδιο το κράτος συνειδητά το απαξίωνε: «Το μουσείο σήμερα μπορεί να έχει επισκεψιμότητα, μπορεί να γίνει πόλος έλξης σε μια περιοχή που μαραζώνει πραγματικά από την αντιλαϊκή και αντεργατική πολιτική. Αυτό, όμως, προϋποθέτει να υπάρχουν και προδιαγραφές. Γι' αυτό ζητάμε να μεταφερθούν πίσω τα αρχαία. Εχουν πάει σε άλλες περιοχές και όχι μόνο στο μουσείο του Αγρινίου. Υπάρχει ενδιαφέρον από εργαζόμενους και μπορούν να γίνουν οι μετατάξεις, για να πληρωθούν οι τρεις οργανικές θέσεις. Υπάρχουν, επίσης, εργαζόμενοι στο Υπουργείο Πολιτισμού στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας, με τους οποίους λειτουργούσε μέχρι χθες το μουσείο. Επομένως, δεν είναι θέμα εξόδων. Εμείς λέμε ότι είναι θέμα πολιτικής βούλησης».


Ακριβώς λοιπόν αυτή την πολιτική που διαχειρίζεται την πολιτιστική κληρονομιά με τα κριτήρια της «αγοράς» υπηρετεί ο κρατικός προϋπολογισμός για τον πολιτισμό. Σε αυτή την πολιτική που απαξιώνει τα «ταπεινά» μουσεία στα χωριά προς όφελος της αρχαιολογικής «βιτρίνας» για την πελατεία - «ελίτ» των μεγάλων «τουρ οπερέιτορς» και που αποδομεί την ίδια την Αρχαιολογική Υπηρεσία, αμφισβητώντας πλέον ανοιχτά ακόμη και την ύπαρξή της, αφήνοντας τους μεγαλο-εργολάβους να προσλαμβάνουν κατευθείαν αρχαιολόγους για ένα κομμάτι ψωμί και με «μπλοκάκι» γονατίζει το ακόμη μεγαλύτερο τσεκούρωμα των κρατικών δαπανών για τον πολιτισμό, οι οποίες, για το 2013, θα είναι μόλις 250 εκ. ευρώ, περίπου 70 εκ. λιγότερα και από το 2012! Εδώ ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψιν του και την τροποποίηση - προς τα κάτω - της κατανομής των πιστώσεων του προϋπολογισμού του 2012 που έγινε τον περασμένο Μάρτη. Τότε, η μείωση του προϋπολογισμού για τον πολιτισμό ανήλθε στα 14,6 εκ. ευρώ, ή 4,7%.

Στη «γύρα» φορείς και μουσεία

Ακόμη και ο Κ. Τζαβάρας στη βουλή χαρακτήρισε τα ποσά για το 2013 με τον, μάλλον ευγενικό, όρο... «περιοριστικά», για να προσθέσει όμως ότι την πολιτιστική κληρονομιά «είναι βέβαιο ότι οποιαδήποτε εκατομμύρια και αν χρειαστεί να δαπανηθούν δεν πρόκειται να την προστατεύσει τόσο πολύ το χρήμα όσο η ηθική ποιότητα των ανθρώπων και κυρίως η ηθική ποιότητα των συλλογικών δράσεων»! Αλλά επειδή είναι αδιαμφισβήτητη η ηθική ποιότητα των εργαζομένων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο υπουργός ήταν σαφές ότι με τον όρο «συλλογικές δράσεις» εννοούσε την «κοινωνία των πολιτών», δηλαδή τους ιδιώτες, δηλαδή το κεφάλαιο και την «αγορά» που πλέον εμφανίζονται από την ίδια την κυβέρνηση ως οι «μεσσίες» - μαζί με το ΕΣΠΑ - που θα «σώσουν» τον πολιτισμό. Αυτό το συμπέρασμα δεν τεκμηριώνεται μόνο από τη νομοθετική πρωτοβουλία που ο υπουργός είπε ότι «θα φέρουμε εντός των ημερών για την αναμόρφωση του θεσμού της χορηγίας», η οποία «στο μέλλον θα αποδειχθεί μια από τις βασικές χρηματοδοτήσεις των έργων του πολιτισμού που προέρχεται από την κοινωνία»(!), αλλά και από το ίδιο το κείμενο του προϋπολογισμού.


Ετσι, μέσω του κρατικού Προϋπολογισμού, οι επιχορηγούμενοι πολιτιστικοί φορείς μετατρέπονται και επισήμως σε «ζητιάνους» των «χορηγών», ή «θυγατρικές» των μονοπωλίων του «ελεύθερου χρόνου»... αν δεν θέλουν να εξαφανιστούν. Στην Εισηγητική Εκθεση του Προϋπολογισμού, στους τομείς της Παιδείας, του Πολιτισμού και Αθλητισμού, εκτός της «σφαγής» στις δαπάνες και της μεταφοράς του κόστους στο λαό (π.χ., με το κόστος των σχολικών βιβλίων), αναφέρεται: «Η μείωση της κρατικής επιχορήγησης στους κρατικούς και μη κρατικούς φορείς, όπως ομοσπονδίες, Αθλητικά Κέντρα, Θέατρα, Μουσεία, Φεστιβάλ, και η δαπάνη μισθοδοσίας προσωπικού θα καλύπτεται από κρατική επιχορήγηση, ενώ οι μη λειτουργικές δαπάνες θα καλύπτονται από άλλες προσόδους των ίδιων των φορέων» (σ.σ. η υπογράμμιση δική μας)!

Αυτό σημαίνει ότι όλη η σύγχρονη πολιτιστική δημιουργία, αλλά και το «φιλέτο» της πολιτιστικής κληρονομιάς - τα μουσεία, στο εξής, θα «υπάρχουν» μόνο στο βαθμό που θα βρίσκουν χρήματα από οπουδήποτε αλλού - και προφανώς με οποιονδήποτε τρόπο - εκτός από το κράτος!

Είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, με στόχο τη σταδιακή «αποχώρηση» του κράτους από τη στήριξη του πολιτισμού, με το τεχνητά δημιουργημένο κενό να καλύπτει η «αγορά», δηλαδή το κεφάλαιο.

Πρόκειται για επικίνδυνη εξέλιξη, αφού μπροστά στην αδυναμία συντήρησης των συλλογών ή κάλυψης των αντικειμενικά μεγάλων οικονομικών αναγκών τους, τα μουσεία θα είναι ευάλωττα στις «ορέξεις» των επιχειρήσεων και των κάθε λογής «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», που αποτελούν τον «πυρήνα» της αγοραίας επέλασης στον Πολιτισμό.

Ηδη από το Δεκέμβριο του 2011 τέθηκε σε ισχύ η Υπουργική Απόφαση (ΥΑ) για την ίδρυση και αναγνώριση μουσείων, η οποία, σύμφωνα με το ΥΠΠΟΤ, «εξειδικεύει τις προϋποθέσεις ίδρυσης από το Δημόσιο νέων μουσείων και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα μη δημόσια μουσεία, προκειμένου να αναγνωρίζονται από το ΥΠΠΟΤ».

Αυτή η ΥΑ υπηρετεί την αγοραία «θηλιά» που προορίζει το αστικό κράτος για την πολιτιστική κληρονομιά. Η «λογική» της είναι ότι «υιοθετείται ένα ελάχιστο, αλλά απολύτως αναγκαίο, σύνολο προϋποθέσεων που αφορούν το ευρύτερο φάσμα λειτουργιών ενός μουσείου και εκτείνονται από τη διαχείριση των συλλογών ως την οργάνωση και διοίκηση του μουσείου και τις υπηρεσίες προς το κοινό». Το ΥΠΠΟΤ υποστηρίζει ότι έτσι «καλύπτεται ένα σημαντικό κενό στο θεσμικό πλαίσιο για την προστασία και προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς» και ότι η ΥΑ «μπορεί να αποτελέσει έναν οδικό χάρτη για τα μουσεία της Ελλάδας, βοηθώντας τα να αποκτήσουν αυξημένη επίγνωση του ρόλου τους, να αναβαθμίσουν το κύρος, την αξιοπιστία και το προφίλ τους, να επιλύσουν χρόνια προβλήματα με σωστή ιεράρχηση και να υιοθετήσουν καλές πρακτικές (τυποποίηση διαδικασιών και μεθόδων εργασίας)».

Ομως, αφού θεσμικό πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία δημόσιων και ιδιωτικών μουσείων υπάρχει. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλο το άρθρο 1 της ΥΑ για τις «Προϋποθέσεις ίδρυσης μουσείου από το Δημόσιο» βασίζεται και παραπέμπει στον ισχύοντα αρχαιολογικό νόμο. Προς τι λοιπόν η ΥΑ; Το ΥΠΠΟΤ σημειώνει: «Συγχρόνως, αποτελεί (σ.σ. η Υπουργική Απόφαση) σημαντικό εργαλείο για το ίδιο το ΥΠΠΟΤ, προκειμένου να αξιοποιούνται αποδοτικότερα τα διαθέσιμα κονδύλια, να παρέχεται στοχευμένη στήριξη στα μουσεία και να ενισχύεται η προβολή και η δικτύωσή τους».

Αυτό παραπέμπει ουσιαστικά σε ακόμη μεγαλύτερο «πετσόκομμα» της κρατικής χρηματοδότησης στα μουσεία. Διότι αυτή η ΥΑ λαμβάνεται, ενώ από το 2003 και τον τότε Οργανισμό του ΥΠΠΟ αποκόπηκαν μεγάλα μουσεία από τις «μητρικές» Εφορείες Αρχαιοτήτων, με στόχο την «αυτοτελή», δηλαδή ιδιωτικοοικονομική, λειτουργία τους. Το νέο Μουσείο Ακρόπολης, λίγα χρόνια μετά, αποτέλεσε το πρώτο κρατικό μουσείο με τέτοιο καθεστώς λειτουργίας και ήδη τον περασμένο Ιούνη και με αφορμή το «κούρεμα» και των δικών του αποθεματικών, η διοίκησή του αρχίζει να ψάχνει «χορηγούς». Μάλιστα, ακόμη και για την ολοκλήρωση του έργου της μετατροπής της ανασκαφής σε επισκέψιμο μουσείο θα πρέπει να ψάξει χρήματα, με τη διοίκηση να προσπαθεί να αυξήσει κι άλλο τα έσοδά του, επεκτείνοντας την εμπορευματοποίηση των χώρων του, με ενοικίασή του για διάφορες εκδηλώσεις και επέκταση των τραπεζοκαθισμάτων για φαγητό στους εξωτερικούς χώρους του και όχι μόνο στο «μπαλκόνι» του πάνω ορόφου...

Το αγοραίο «μοντέλο» της πλήρους εμπορευματοποίησης των μουσείων προωθείται και μέσω ημερίδων που συνδιοργανώνουν ελληνικά μουσεία με φορείς - εκπροσώπους του ιμπεριαλισμού, με δεδομένη τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης, αφού, αφενός τα μουσεία αυτά είναι κρατικά ή επιχορηγούμενα, αφετέρου, οι ξένοι φορείς είναι επιπέδου πρεσβειών.

Μέσα στο Νοέμβρη, λοιπόν, το Αμερικανικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και το Βρετανικό Συμβούλιο, διοργάνωσαν ημερίδα με θέμα «Το επιχειρηματικό μουσείο: Στρατηγικές και μοντέλα ανάπτυξης και χρηματοδότησης μη κερδοσκοπικών οργανισμών»! Το Μουσείο Μπενάκη πήρε τη «σκυτάλη στις 8/11 με τη διοργάνωση της ίδιας ημερίδας, σε συνεργασία με την πρεσβεία των ΗΠΑ και το Βρετανικό Συμβούλιο. Εκπροσώπους, δηλαδή, μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών, που έχουν επιβάλει τη «ζούγκλα» της «ελεύθερης αγοράς» στον πολιτιστικό τομέα στο εσωτερικό τους και, ταυτόχρονα, με διάφορους τρόπους, όπως ο παραπάνω, «εξάγουν» και σχετική «τεχνογνωσία».

Ταξικό ΕΣΠΑ... «διά πάσαν νόσον»

Εκτός από τους «χορηγούς» ο υπουργός, στην ομιλία του στη βουλή για τον προϋπολογισμό, αναφέρθηκε και στο ΕΣΠΑ. Συγκεκριμένα είπε ότι «θα χρειασθεί -και ήδη το έχουμε κάνει- να εντατικοποιήσουμε τους ρυθμούς απορρόφησης των οικονομικών πόρων που προέρχονται από το ΕΣΠΑ». «Ηδη αυτή τη στιγμή το Υπουργείο Πολιτισμού έχει μετατρέψει σε ένα απέραντο εργοτάξιο την Ελλάδα, αφού σήμερα αυτή την ώρα που μιλάμε πεντακόσια είκοσι δύο έργα εκτελούνται και θα φτάσουν στο ύψος της δαπάνης των 600.000.000 ευρώ, πέρα δηλαδή, από τα χρήματα, τα οποία προβλέπονται γι' αυτές τις δραστηριότητες στον Προϋπολογισμό».

Το ΕΣΠΑ όμως (Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς) δεν είναι «ουδέτερο» ως προς τα κριτήρια χρηματοδότησης. Οπως όλα τα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ, στηρίζουν ακριβώς την αντιδραστική, αντιλαϊκή πολιτική της σε όλους τους τομείς. Τόσο λοιπόν το ΕΣΠΑ, όσο και τα προηγούμενα κοινοτικά «πακέτα» (ΚΠΣ) αποτελούν ακόμη μία πηγή χρηματοδότησης του κεφαλαίου απευθείας ή του αστικού κράτους για να υλοποιήσει έργα στο πλαίσιο των αναγκών και κάθε φορά προσανατολισμών του κεφαλαίου. Η «φετιχοποίηση» του ΕΣΠΑ, λοιπόν, από την κυβέρνηση αφορά στο γεγονός ότι μέσα στην καπιταλιστική κρίση είναι ένας άμεσος τρόπος στήριξης του κεφαλαίου, αλλά και ένα ξακάθαρο, ως προς τους στόχους και το περιεχόμενό του, «εργαλείο» αυτής της πολιτικής.

Οπως αναλυτικά τεκμηρίωσε ο «Ρ» τον περασμένο Αύγουστο (26/8/2012, «Ενθετο 7 Μέρες», σελίδα 4-5) το ΕΣΠΑ αντιμετωπίζει τα μνημεία ως εμπορεύματα, ενώ επεκτείνει την εργασιακή «γαλέρα» και στον πολιτιστικό τομέα. Από το 2007 το υπουργείο Πολιτισμού έλεγε ότι οι προτάσεις του για το ΕΣΠΑ κινούνται σε «βασικούς άξονες» όπως «η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας για την αξιοποίηση του πολιτιστικού προϊόντος» και η «διαρκής αλληλεπίδραση του πολιτισμού με στρατηγικούς τομείς, με ιδιαίτερη έμφαση στην Παιδεία και τον Τουρισμό».

Η βαθιά ταξική φύση του ΕΣΠΑ προσπαθεί να κρυφτεί από τα επίσημα κείμενα αλλά δεν τα καταφέρνει. Στην εισήγηση της ημερίδας του περασμένου Μάρτη που πραγματοποίησε το υπουργείο Πολιτισμού για το ΕΣΠΑ αναφερόταν ότι «ο Πολιτισμός σε επίπεδο γενικών στόχων αναγνωρίζεται ως αναπτυξιακό εργαλείο, το οποίο έχει πολλά να προσφέρει σε πολλαπλά επίπεδα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην περιφερειακή ανάπτυξη (...) το πολιτιστικό απόθεμα συμβάλλει καθοριστικά και στην ανάπτυξη βιώσιμων τουριστικών επιχειρήσεων. Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι αποτελούν πόλους γύρω από τους οποίους αναπτύσσονται σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες (...)».

Δεδομένου ότι στον καπιταλισμό ο στόχος της ανάπτυξης αφορά μια χούφτα μονοπώλια των οποίων οι «οικονομικές δραστηριότητες» μπορούν να υπάρξουν μόνο αν μετατρέψουν σε εμπόρευμα και το τελευταίο σπάραγμα της ιστορικής μνήμης του λαού, είναι φανερό ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2013 για τον πολιτισμό αποτελεί «άλμα» του αστικού κράτους προς αυτήν την κατεύθυνση. Γι' αυτό και οι άνθρωποι του πολιτισμού, κάθε ειδικότητας, κάθε κλάδου, από κάθε θέση, μαζί με το λαϊκό κίνημα, οφείλουν να αντιπαρατεθούν.


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ