ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 28 Δεκέμβρη 2012
Σελ. /28
Προς τη διαδοχή του χρόνου...

Ανήμερα Χριστούγεννα έκανε πρεμιέρα η ρομαντική κωμωδία «ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ». Αμερικάνικη κωμωδία σε σκηνοθεσία Μάικλ Χόφμαν, σενάριο των αδελφών Κόεν και πρωταγωνιστικό ντουέτο, τον πάντα επαρκή Κόλιν Φέρθ και την πάντα ανεπαρκή Κάμερον Ντίαζ. Η μέτρια παραγωγή του 2012 -συνώνυμη της παλαιότερης «GAMBIT» (1966) σκηνοθετημένης από τον Ρόναλντ Νιμ, σε σενάριο των Τζακ Ντέιβις και Αλβιν Σάρτζεντ και τους Μάικλ Κέιν και Σίρλεϊ Μακ Λέιν στους κύριους ρόλους- μπορεί να είναι ριμέικ της προγενέστερης, αλλά ως κοινά τους σημεία, έχουν διατηρήσει μόνο τα απολύτως βασικά. Οπως το ρόλο του Λονδρέζου Χάρι Ντιν, επιμελητή έργων τέχνης, που θέλοντας να εκδικηθεί το αφεντικό του -που τυγχάνει να είναι και συλλέκτης- προσπαθεί να τον κάνει να αγοράσει έναν κίβδηλο Μονέ...

Με σκηνικό τους τέσσερις «κόσμους» των ηλεκτρονικών παιχνιδιών (αρχίζει, με φόρο τιμής σ' εκείνα της δεκαετίας του '80) σε εκθαμβωτικό 3D, με σενάριο βασισμένο σε μια πρωτότυπη ιστορία με χαρακτήρες απτούς και περίτεχνες λεπτομέρειες στα παιχνίδια, η αμερικάνικη οικογενειακή animation «ΡΑΛΦ Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΠΙΣΤΑ» που προβάλλεται από τα Χριστούγεννα μεταγλωττισμένη στα ελληνικά. Παραγωγή της Ντίσνεϊ, σε σκηνοθεσία Ριτς Μουρ (The Simpsons, Futurama) αυτό το λίγο περίπλοκο και ευφυές road movie -δεδομένου ότι εκτείνεται σε 4 διαφορετικούς κόσμους ηλεκτρονικών παιχνιδιών- έχει πρωταγωνιστή τον γνωστό κακό, τον Ραλφ τον Καταστροφέα, ο οποίος επειδή βαρέθηκε να είναι κακός, ξεκινά μια περιήγηση στα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια θέλοντας να αποδείξει ότι έχει όλα τα φόντα να γίνει κι αυτός ένας καλός ήρωας...

Ενώ συνεχίζεται -κατ' απαίτηση του κοινού- μέχρι και τις 2 Ιανουαρίου η προβολή της ταινίας «ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ» σε σκηνοθεσία Φριτς Λανγκ και σενάριο του Μπέρτολτ Μπρεχτ στον κινηματογράφο ΤΙΤΑΝΙΑ CΙΝΕΜΑΧ.

Καλή Χρονιά!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΦΡΙΤΣ ΛΑΝΓΚ
Και οι δήμιοι πεθαίνουν

Ο Μπρεχτ με την οικογένειά του, έφθασε στην Αμερική και εγκαταστάθηκε σε μια μικρή μονοκατοικία στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας. Ο Γερμανός δραματουργός είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η περίοδος εξορίας θα είναι μάλλον μακρά και στράφηκε προς Αμερικανούς παραγωγούς του θεάτρου και ιδιαίτερα του κινηματογράφου αφενός για να μπορέσει να εξασφαλίσει την επιβίωσή του κι αφετέρου για να μπορέσει να «χρησιμοποιήσει» τη μαζική τέχνη του κινηματογράφου στον αγώνα εναντίον του φασισμού. Στους παραγωγούς της χολιγουντιανής κινηματογραφικής βιομηχανίας ο Μπρεχτ παρουσίασε πλήθος συναρπαστικών και πλούσιων σε δράση ιστοριών, οι οποίες όμως δε διέπονταν από στερεοτυπικό πνεύμα αλλά από... ρεαλισμό.

Η έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς Χόλιγουντ για τα κείμενα του Μπρεχτ, δεν οφειλόταν τόσο στα προτεινόμενα θέματα όσο στη ρεαλιστική αφηγηματική αντίληψη του συγγραφέα - τρόπος απαράδεκτος για την απεικόνιση της πραγματικότητας για το Χόλιγουντ - κάτι που ο Μπρεχτ, ούτε μπορούσε αλλά ούτε και ήθελε να αποποιηθεί! Η μοναδική ιστορία του αντιφασίστα δραματουργού που συνάντησε την επιμέρους αποδοχή της αμερικάνικης βιομηχανίας του θεάματος είχε τίτλο «ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ» και ήταν βασισμένη σε ένα ιστορικό γεγονός που έλαβε χώρα στις 27 Μάη του 1942 στην Πράγα της (τότε) Τσεχοσλοβακίας. Πρόκειται για τη δολοφονία του εγκάθετου του ναζιστικού Ράιχ διοικητή της Πράγας, Χάιντριχ, γνωστότερου ως «δημίου της Πράγας». Ο Γερμανός Φριτς Λανγκ, εξόριστος επίσης στις ΗΠΑ και ήδη διεθνούς φήμης σκηνοθέτης, ανέλαβε να σκηνοθετήσει την ταινία που θα στηριζόταν στην ιστορία του Μπρεχτ, ενώ το κινηματογραφικό της σενάριο θα επεξεργαζόταν ένας άλλος ριζοσπάστης του Χόλιγουντ, ο Τζον Γουέξλεϊ.

Ο Μπρεχτ στις σημειώσεις του αναφέρει ότι ήδη, από την επομένη της δολοφονίας του Χάιντριχ, ο ίδιος και ο Λανγκ προσανατολίστηκαν προς μια ταινία «με ομήρους» που να σχετίζεται με την επίθεση στην Πράγα. Η δολοφονική απόπειρα κατά του Χάιντριχ, η οποία πραγματοποιήθηκε με εντολή της εξόριστης, αστικής κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας, υπήρξε μονάχα η αφορμή για το μύθο της ταινίας. Μέσα από το σενάριο της ταινίας ο Μπρεχτ στοχεύει να αναδείξει τη μαζική λαϊκή αντίσταση στη ναζιστική τρομοκρατία. Ο Μπρεχτ και με αυτό το σχέδιο, θέλει να επέμβει με το δικό του τρόπο στο κοινωνικό προτσές της εποχής, παροτρύνοντας τους εργαζόμενους και τους προλετάριους σε στάση αγωνιστική. Φαίνεται ότι, αρχικά, ο Φριτς Λανγκ ήταν σύμφωνος με όλα αυτά. Ωστόσο, κατά την ανάπτυξη του σεναρίου αναφύηκαν διαφορές σε ζητήματα αρχών που όξυναν περαιτέρω - και ανεπανόρθωτα - την αντίθεση ανάμεσα στον Μπρεχτ και το Χόλιγουντ.

Η συγκεκριμένη ταινία που αναντίρρητα ανήκει στο είδος του φιλμ νουάρ, χαρακτηρίζεται από τήξη στοιχείων της γερμανικής και της αμερικάνικης περιόδου του Λανγκ. Ο Λανγκ εγκατέλειψε τη Γερμανία με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Εφθασε στο Χόλιγουντ όπου συνέχισε να εργάζεται... Ηταν φημισμένος για το γοητευτικό του στυλ και γνωστός ως ειδήμων στη δημιουργία «ατμόσφαιρας». Χρησιμοποιούσε ιδιάζουσες γωνίες λήψης και περιβάλλοντα με γεωμετρική έμπνευση. Στην Αμερική αναγκάστηκε να αποβάλει από το καλλιτεχνικό του «άγγιγμα» πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία της προγενέστερης δουλειάς του. Το τυποποιημένο στιλ μετουσιώθηκε σε πιο αυθεντική μορφή. Ο εξπρεσιονιστικός φωτισμός του «κιαροσκούρο» αντικαταστάθηκε σταδιακά με έναν «πιο παραδοσιακό», ώστε το κοινό να μπορεί όχι απλά να διακρίνει, αλλά να γεύεται τους αγαπημένους του σταρ λουσμένους στο φως. Ηταν βέβαια στην Αμερική που η «ερωτική» σχέση του Λανγκ με το φιλμ νουάρ άγγιξε το απόγειό της.

Παίζουν: Γουόλτερ Μπρέναν, Αννα Λι, Αλαξάντερ Γκράναχ, Ντένις Ο' Κιφ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1943).

ΜΑΡΚΟ ΜΠΕΛΟΚΙΟ
Η ωραία κοιμωμένη

Σε κάποιο σημείο η θεματική του Μπελόκιο εφάπτεται εκείνης του Χάνεκε στην ταινία «ΑΓΑΠΗ». Ευθανασία, ήθος, ηθική... Στο φόντο, ξετυλίγεται σταθερά η τελευταία πράξη της τραγωδίας της Ελουάνα Ενγκλάρο. Της νεαρής που βυθίστηκε σε κώμα και για 17 ολόκληρα χρόνια υπάρχει χάρη στην τεχνητή υποστήριξη, μετά από αυτοκινητικό δυστύχημα. Μετά από πολύχρονο αγώνα για την ευθανασία της κόρης του, ο πατέρας της την μεταφέρει σε κλινική του Ούντινε, όπου γιατροί δήλωσαν διατεθειμένοι να προβούν σε διακοπή της τεχνητής υποστήριξης. Το ζήτημα της ευθανασίας, υπερμεγεθυμένο και διαστρεβλωμένο από τα μίντια και την Εκκλησία, διχάζει την Ιταλία. Στις λίγες μέρες που προηγήθηκαν του φυσικού - τελικά - θανάτου της Ελουάνα, από τις 3 έως τις 9 Φλεβάρη του 2009, τοποθετείται η ιστορία της ταινίας...

Και είναι πολλές οι «ωραίες κοιμώμενες» της ταινίας, στο κρεβάτι μεταξύ ζωής και θανάτου, με τις ιστορίες τους να εναλλάσσονται σε μια α-συνεχή αφήγηση, που μπλέκει υλικό τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, διάτρητη από φλας μπακ, με πάντα σταθερό φόντο και σημείο αναφοράς την επικαιρότητα όπως εξελίσσεται σε όλα τα μέτωπα και τις πολιτικές και κοινωνικές της διαστάσεις. Τα πρόσωπα είναι γεννήματα φαντασίας, διαφορετικής πίστης και ιδεολογίας που οι προσωπικές τους ιστορίες κατά κάποιον τρόπο ακουμπούν και σχετίζονται με το ζήτημα της ευθανασίας, που ο Μπελόκιο εκθέτει άρρηκτα συνδεδεμένο με το ήθος και την ηθική, μέσα από τις πτυχές της κάθε ιστορίας του. Παίρνει θέση στον ανεγκέφαλο φανατισμό της πίστης, τη δουλοπρέπεια στην εξουσία και την τυχοδιωκτική ηθική των πολιτικών του συστήματος, ακόμα μια φορά... όχι με λογική αντάρτη, όπως έκανε στο παρελθόν, αλλά στο όνομα ενός στοχασμού όσο το δυνατόν αντικειμενικότερου, που επιβάλλει η ανθρώπινη συμπόνια και η αίσθηση της ευθύνης. Κι όλα αυτά σε μια αφήγηση σε τόνους παγερούς που δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο στα συναισθήματα.

Οι ιστορίες που διασταυρώνονται στο φιλμ δεν καταλήγουν πουθενά, δε θα μπορούσαν εξάλλου. Η πρώτη αφορά μια μητέρα στο τελευταίο στάδιο της αρρώστιας που εκλιπαρεί τον σύζυγό της - γερουσιαστή στο κόμμα του Μπερλουσκόνι - να την βοηθήσει να βάλει τέλος στο μαρτύριό της. Η άλλη είναι μια κουρασμένη ναρκομανής που δε βρίσκει πια λόγο για να ζήσει, θέλει και προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Και η τελευταία, μια πανέμορφη κοπελίτσα σε κώμα, που δεν μπορεί να εκφράσει τη θέλησή της... Στο δράμα των γυναικών βυθίζεται και η οικογένεια, κάθε μέλος με τον τρόπο του, με τον πόνο του, το φόβο του μπροστά στο θάνατο, τα συναισθήματα ενοχής που ξεπηδούν από τη φόρτιση και όλα τα μυστικά που κάποιος θέλει να κρατήσει μέσα του. Ο νεαρός νοσοκομειακός γιατρός είναι υπέρ της ευθανασίας αλλά κάνει το παν να σώσει από την αυτοκτονία την ναρκομανή. Υπάρχει και η περιγραφή μιας μη υγιούς οικογενειακής δυναμικής, με χαρακτηριστικά μοναδικότητας, εκείνη της μεγάλης ηθοποιού (Ιζαμπέλ Ιπέρ) που εγκλωβίζεται με θεατρικότητα στο θρησκευτικό παροξυσμό ενώ ο γιος της τραβά (μόνο από εγωισμό;) το οξυγόνο από την αδελφή του που βρίσκεται σε κώμα.

Συνείδηση και καθήκον, ζωή και θάνατος, αγάπη και μίσος, δημόσιο και ιδιωτικό, αντιθέσεις, αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις διατρέχουν ολόκληρο το φιλμ, από την αρχή ως το τέλος... Κάποιες σκηνές εκπληκτικές όπως εκείνη με τους πολιτικούς στο χαμάμ, το ίδιο και κάποιες εικόνες δηκτικές του συστήματος, με τις αντανακλάσεις να σωρεύονται η μια πάνω στην άλλη... Ενδιαφέρουσα η οπτική του Μπελόκιο και σε γενικές γραμμές η ταινία στην οποία εμφανίζεται πλήθος γόνων καλλιτεχνών, ο γιος του Ούγκο Τονιάτσι, ο γιος του Μικέλε Πλάτσιντο και, τέλος, ο γιος του σκηνοθέτη, στο ρόλο του γιατρού...

Παίζουν: Τόνι Σερβίλο, Αλμπα Ρόρβακερ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Μάγια Σάνσα, Μικέλε Ριοντίνο, Τζιανμάρκο Τονιάτσι, Μπρένο Πλάτσιντο, Πιερτζιόρτζιο Μπελόκιο, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία, Γαλλία (2012).

ΝΤΑΝΙΕΛ ΝΕΤΧΑΪΜ
Ο κυνηγός

Στο εκπάγλου κάλλους υγρό και τροπικά ορεινό τοπίο της Τασμανίας εκτυλίσσεται η ιστορία του βραβευμένου, ομώνυμου μυθιστορήματος της Αυστραλέζας Τζούλια Λι, το οποίο μεταφέρει στον κινηματογράφο ο συμπατριώτης της, σκηνοθέτης Ντάνιελ Νέτχαϊμ. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Νέτχαϊμ, αυτό το ατμοσφαιρικό θρίλερ μυστηρίου, σε επίπεδο ιστορίας δεν έχει κάτι που να ξεπερνά την κοινότοπη και προβλέψιμη περιπέτεια με οικολογικές και πολιτικοκοινωνικές διαστάσεις, στοιχεία που όμως παραμένουν επίμονα στο παρασκήνιο. Το ενδιαφέρον στην ταινία του Νέτχαϊμ εστιάζεται γύρω από τον τρόπο που οργανώνει το υλικό του ώστε να δομεί και να επιμένει πεισματικά στην απειλητική ατμόσφαιρα μυστηρίου...

Ο Ντέιβιντ Μάρτιν (Γουίλεμ Νταφόε), υποχόνδριος με την καθαριότητα, λάτρης της άριας και της καντάτας, μοναχικός και αυτάρκης κυνηγός, κλείνει συμβόλαιο μισθοφόρου με αινιγματική εταιρεία βιοτεχνολογίας για να βρει την τελευταία ζώσα μυθική τίγρη της Τασμανίας. Ο Μάρτιν εμφανίζεται ως πανεπιστημιακός ερευνητής και νοικιάζει δωμάτιο σε μια οικογένεια οικολόγων, σε μόνιμη αντιπαράθεση με τους υλοτόμους της περιοχής, οι θέσεις εργασίας των οποίων όλο και δυσχεραίνουν... Ποιος ξέρει, μπορεί οι υλοτόμοι να βρίσκονται πίσω από την εξαφάνιση του πατέρα της οικογένειας που πριν ένα χρόνο έψαχνε κι αυτός για την τελευταία τίγρη... Η αφήγηση σφύζει από υπο-ιστορίες/παρακλάδια που θρέφονται από τον ίδιο κορμό και προξενούν άλλοτε το «φούσκωμα» κι άλλοτε το «ξεφούσκωμα» της αφηγηματικής έντασης. Πάντως, δεν πρόκειται απλά για έναν κυνηγό και την αποστολή του στην άγρια φύση. Στο φιλμικό κείμενο υφαίνονται με λεπτή διακριτικότητα πολύ βαθύτερα ζητήματα που εκφράζονται με υπαρξιακά υπονοούμενα, με νύξεις για τις ανθρώπινες σχέσεις και με υπαινιγμούς για το σκοτεινό προφίλ της υποταγμένης στους νόμους της αγοράς, επιστήμης και το ανταγωνισμό των εταιρειών που για την κερδοφορία δε διστάζουν να διαπράξουν μέγιστα όσα εγκλήματα.

Πολύ καλός στο ρόλο ο Γουίλεμ Νταφόε και ο Σαμ Νιλ στην περιορισμένη του εμφάνιση στην καλοφτιαγμένη αυτή, πανέμορφη οπτική απόλαυση με αφήγηση ενδιαφέρουσας κομψής απλότητας...

Παίζουν: Γουίλεμ Νταφόε, Σαμ Νιλ, Φράνσις Ο' Κόνορ, κ.ά.

Παραγωγή: Αυστραλία (2011).

ΣΤΕΛΛΑ ΑΡΚΕΝΤΗ
Η φόνισσα

Προσωπικά δε δύναμαι να αναγνώσω στην ταινία, εκτός της αξίας του κειμένου του Παπαδιαμάντη και της, θεατρικών τόνων και ύφους ερμηνείας, της σπουδαίας Ιωάννας Γκαβάκου, άλλο τι κινηματογραφικά ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί, αφ' ενός, η σκηνοθέτης βιάζεται να αποκαλύψει ολόκληρο σχεδόν το εκφραστικό της οπλοστάσιο από τις πρώτες σκηνές και, αφ' ετέρου, γιατί τη γραφή αυτή, τη χρησιμοποιεί επαναληπτικά και με τρόπο απόλυτα προβλέψιμο, τόσο που γίνεται μανιέρα.

Μαγική έννοια η αφαίρεση τελικά! Και η απουσία της γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στις λήψεις εσωτερικού χώρου, όπου η εικόνα χάνει τα περιγράμματά της, την καθαρότητά της, την ευστοχία και την αμεσότητά της διότι «φορτώνεται» υπερβολικά, χωρίς να είναι ανάγκη. Φωτισμός υποβλητικός, διπλοτυπίες, λόγος του ηθοποιού και από πάνω ένταση στην ηχητική μπάντα, όλα μαζί... Είναι εμφανές ότι η υπερβολή πηγάζει από διάθεση ποιητική, το αποτέλεσμα όμως είναι ότι το παραπάνω «ξεχειλίζει», επικάθεται σε όλες τις αιχμές, στη «δαντέλα» και τις ανεπαίσθητες αποχρώσεις, καθιστώντας υποχρεωτικά, την αφήγηση επίπεδη, στατική και κατ' επέκταση μονότονη. Επίσης, τα δύο βασικά συστατικά της αφήγησης η εικόνα και ο ήχος δε λειτουργούν ούτε στιγμή αντιστικτικά, ούτε καν συμπληρωματικά, παρά μόνο περιγραφικά με αποτέλεσμα να έχουμε επαναληπτική εικονοποίηση του λόγου. Από την αφήγηση απουσιάζει η στρατηγική και οι τεχνικές δημιουργίας «σουσπάνς», που οδηγούν σε μικρές ή μεγάλες κορυφώσεις, αναζωπυρώνοντας κάθε φορά το ενδιαφέρον του θεατή. Εν κατακλείδι, απόντα είναι και κάποια υποκειμενικά πλάνα της Φόνισσας, που θα μας προσανατολίζουν και θα μας προϊδεάζουν για την διανοητική και ψυχολογική της στρέβλωση που οδηγεί από δολοφονία σε δολοφονία και το κρεσέντο τέλος της αυτοκτονίας... Θα ήταν πάντως πολύ ενδιαφέρον να δούμε την στιλιστική αυτή διαφοροποίηση ενταγμένη στο πλαίσιο της υπόλοιπης ρεαλιστικής -και κάπου νατουραλιστικής- απεικόνισης των πραγμάτων. Εκτακτο το εύρημα της ψυχής που φτερουγίζει εγκαταλείποντας το σώμα και της μπέρτας που ανοίγει διάπλατα να κρύψει το αποτρόπαιο του εγκλήματος, του μικρού κοριτσιού δίπλα στο νερό. Η ταινία παραπέμπει μάλλον σε κινηματογραφημένο θεατρικό, παρά σε κινηματογραφική διασκευή άλλου πρωτογενούς κειμένου...

Παίζουν: Ιωάννα Γκαβάκου, Θανάσης Παπαθανασίου, Τάκης Βογόπουλος, Βαγγέλης Ρήγας, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ