Η διαρκής επανεμφάνιση υγειονομικών προβλημάτων στον τομέα της παραγωγής τροφίμων αναδεικνύει επιπλέον ορισμένες άλλες πλευρές της διατροφής του λαού, που με την ευκαιρία αξίζει τον κόπο να εξεταστούν και να βγουν κάποια συμπεράσματα. Καμιά διάθεση φυσικά για αναβάθμιση του ζητήματος εξασφάλισης επαρκών ελέγχων, που στις σημερινές συνθήκες της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και των ολοκληρώσεων ευρύτερα, οι πολυεθνικές εταιρίες τροφίμων επιδιώκουν να εξαλείψουν, να τους μετατρέψουν από στοιχειώδεις έως ανύπαρκτους. Το ίδιο και για τους κυβερνητικούς χειρισμούς, που ξεκινάνε απ' την απεγνωσμένη προσπάθεια συμμόρφωσης στις αποφάσεις της ΕΕ για συγκάλυψη του προβλήματος και διασκέδαση της κοινής γνώμης και φτάνουν μέχρι την πλήρη ανικανότητα συντονισμού μεταξύ των υπηρεσιών και ελέγχου της εφαρμογής αυτών που αποφασίζονται. Τέτοιο πράγμα δείχνουν οι επανειλημμένες διαβεβαιώσεις περί επάρκειας των ελέγχων, όταν όμως ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί το σύστημα καταγραφής και ταυτοποίησης των βοοειδών, ώστε να πιστοποιείται η προέλευσή τους. Δηλαδή αν γεννήθηκαν στην Ελλάδα αποκλειστικά από εγχώριο ζωικό κεφάλαιο, αν κατάγονται από ζώα εγχώριας προέλευσης διασταυρωμένα με ζώα άλλων χωρών ή αν γεννήθηκαν σε άλλες χώρες και στη συνέχεια κρατήθηκαν στη χώρα μας για αναπαραγωγή ή για πάχυνση και σφαγή. Τα ίδια ισχύουν και για τα διακινούμενα κρέατα, στα οποία επίσης προβλέπεται, αλλά ακόμα δεν εφαρμόζεται, σύστημα ταυτοποίησης της προέλευσής τους μέχρι το επίπεδο της εκτροφής και το ζώο απ' το οποίο παρέχονται. Η μη εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος οδηγεί στην παράλογη και γελοία εικόνα όλο το πωλούμενο στη χώρα μας κρέας βοοειδών να εμφανίζεται στα καταστήματα ως εγχώριας παραγωγής όταν η αυτάρκεια είναι μόλις 30%!!!
***
Γίνεται ολοκάθαρη συνεπώς η αξία των διακηρύξεων των απολογητών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της οικονομίας της αγοράς, οι νεοφιλελεύθερες απόψεις τύπου Μάνου, Ανδριανόπουλου, αλλά και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων- άξιων διαχειριστών της. Ολοι αυτοί διαβεβαίωναν τα τελευταία χρόνια ότι η κυριαρχία των νόμων της αγοράς δήθεν θα έλυνε τα προβλήματα της πείνας στον πλανήτη, της επάρκειας και των τιμών, της ποιότητας και της ασφάλειάς τους, αφού στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων επικρατεί ο ισχυρότερος και συνάμα, επειδή είναι ισχυρότερος σε μέγεθος, γίνεται και ο καλύτερος, πιο αξιόπιστος και πιο φερέγγυος για τις ανθρώπινες ανάγκες.
***
Για να μην είμαστε και άδικοι, πρέπει όμως να πούμε ότι η οικονομία της αγοράς έφερε και μείωση του κόστους παραγωγής στα τρόφιμα, αφού τέτοιου είδους πρώτες ύλες πράγματι κοστίζουν φτηνότερα. Ομως, ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αγοράζει τα τρόφιμα φτηνότερα τώρα; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι βαδίζουμε σε εξάλειψη της πείνας στον πλανήτη; Ολη η διαφορά μετατρέπεται σε κέρδη και παραπάνω κέρδη των πολυεθνικών, γι' αυτό άλλωστε έκαναν και κάνουν αυτά που κάνουν για τη μείωση του κόστους. Τους καταναλωτές και το λαό οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις και η θεοποίηση της οικονομίας της αγοράς τούς θέλει καταναλωτές αυτών των υποπροϊόντων κι ό,τι θέλει ας γίνει από κει και πέρα με την υγεία τους. Ακριβώς όπως η οικονομία της αγοράς λογαριάζει τους ασθενείς των νοσοκομείων σαν πελάτες και τα νοσοκομεία σαν επιχειρήσεις με μάνατζερ, που θα αποφασίζουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.
***
Η θεώρηση αυτού του ζητήματος δείχνει ότι στο στρατηγικού χαρακτήρα ζήτημα της διατροφής του ελληνικού λαού, υπάρχουν δυο επιλογές: Η πρώτη επιλογή είναι να διατηρηθεί η ίδια με τη σημερινή κατάσταση, σύμφωνα με την οποία η διατροφή θα βασίζεται, για τα υψηλής βιολογικής αξίας τρόφιμα, όπως τα ζωοκομικά, στα προϊόντα των χωρών της ΕΕ και στις εισαγωγές από τρίτες χώρες, που όπως σήμερα θα κατακλύζουν και στο μέλλον την ελληνική αγορά. Ενα άλλο μέρος θα βασίζεται και στην ελληνική παραγωγή - όση απομένει μέσα στα ασφυκτικά πλαίσια της ΕΕ - στην οποία, μοιραία, είναι αναπόφευκτη η επικράτηση των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης τροφίμων. Το τι αποτελέσματα και συνέπειες μπορεί να περιμένει κανείς απ' την επιλογή αυτή, το δείχνει η πρόσφατη, και όχι μόνο, εμπειρία. Γιατί δεν πρέπει να υπάρχουν αυταπάτες και για την εγχώρια παραγωγή, απ' τη στιγμή που στις βιομηχανικού χαρακτήρα εκμεταλλεύσεις εξακολουθούν και υπάρχουν οι ίδιοι παράγοντες που οδηγούν στην πάση θυσία μείωση του κόστους. Και δεν είναι λύση, βέβαια, για να εφησυχάζει κανείς, το να παλεύει διαρκώς για όλο και καλύτερους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα κυνηγάνε διαρκώς τις παρανομίες των πολυεθνικών αλλά και των εγχώριων μονοπωλίων και πάντα να βρίσκονται από πίσω. Οχι βέβαια ότι δε χρειάζονται αυτοί οι μηχανισμοί, οι υπηρεσίες, η επαρκής στελέχωση και ο κατάλληλος εξοπλισμός τους, που σήμερα βρίσκονται σε κατάσταση αποψίλωσης και ανοργανωσιάς.
Γίνεται φανερό λοιπόν ότι αυτή η επιλογή της στήριξης στη λογική της οικονομίας της αγοράς και της κυριαρχίας της μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης τροφίμων οδηγεί σε μια κατάσταση περίπου «απ' τα ίδια», σε μια επαναλαμβανόμενη εμφάνιση των ίδιων ή και καινούριων ακόμα προβλημάτων. Υπάρχει όμως και η δεύτερη επιλογή, η εναλλακτική λύση, σύμφωνα με την οποία το σημαντικό αυτό ζήτημα της διατροφής δεν μπορεί να το κρατάνε στα χέρια τους οι μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις είτε της ΕΕ, είτε οι εγχώριες. Η χώρα μας, με το λαό της σε δράση, μπορεί να αξιοποιήσει τις παραγωγικές της δυνατότητες αναπτύσσοντας τη λαϊκή οικονομία. Με αυτό το κριτήριο μπορεί να μειώσει την εξάρτησή της απ' τις εισαγωγές διατροφικών προϊόντων, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής, να εξασφαλιστούν πρώτες ύλες στη μεταποίηση και να μείνει ο αγροτικός πληθυσμός στην ύπαιθρο, ενισχύοντας το εισόδημά του. Να περάσει στο κέντρο του ενδιαφέροντος η αύξηση της ζωικής παραγωγής και της παραγωγής κτηνοτροφικών φυτών. Να γίνει μοχλός της ανάπτυξης ο παραγωγικός συνεταιρισμός, ενταγμένος στο γενικότερο πλαίσιο της λαϊκής οικονομίας, που μπορεί να συνενώσει τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους κι άλλους αγρότες. Που, μακριά απ' τη λογική του κυνηγητού του καπιταλιστικού κέρδους, μπορεί να αξιοποιήσει τις νέες τεχνολογίες και την έρευνα, να μειώσει το κόστος παραγωγής και με την αναγκαία επιστημονική υποστήριξη και παρακολούθηση, να εξασφαλίσει υγιεινά, ποιοτικά και φθηνά ζωοκομικά προϊόντα.
***