τριάντα έτη πρό Πατουλίδου μαζί με την Ιουδήθ φονεύουσα τον λάγνον Ολοφέρνην ενώ πιο κάτω ακολουθούσαν ηθικοπλαστικαί εικόναι όπου οι κακοήθεις αλήται ενοχλούντες με ασέμνους εκφράσεις την ωραίαν Αλάρ και στη συνέχεια διδασκόμεθα από τη διδακτική εικόνα Ο ασεβής Ιωνάς τρώγεται υπό το κήτος διά τας κακάς πράξεις διότι παρήκουσε τον Θεόν και θαυμάζομε την υπερήφανον και σεμνήν Αστιν που απέκρουε ασέμνους προτάσεις λέγουσα ειπέτε εις τον βασιλέα σας δεν έρχομε του κερατά. Χαιρόμαστε τον θρίαμβο του Δαβίδ επιθεωρών χωρίον της γραφής (το πανώ υποδοχής έγραφε Καλώς ήλθατε στη Βαουρήμ) ενώ πιο πέρα ζήθι βασιλεύ γεναίε ψάλουν αι ωραίαι νέαι. Στη Σχολή Μποστ, μάθαμε φυτολογία, μανθάνοντες πού φύονται μπανάναι και άλλα άγρια φυτά, είμαστε συμμαθητές του Πειναλέων όταν ούτος μανθάνη φητολογείαν μετά υποσημειώσεως φυτών δορεάν (για τους νεωτέρους, ήταν η εποχή των αγώνων για τη δωρεάν παιδεία) και στο ίδιο σκίτσο όλη η τραγική φιλοσοφία της Ελλάδας του '60 (και όχι μόνον).
Ε-λα/νι-νι/πά-ρε/προ-πό
Ο Μποστ μας δίδαξε Ιστορία Μεσαιωνική και Νεωτέρα, συμπληρώνοντας τον άλλο εικονοκλάστη Τσιφόρο στις κλασικές πιά σταυροφορίες τους όπου Ο Βαλδουίνος ψάλων το περίφημον ρεφραίν Η Δαμασκός ποτέ δεν πεθαίνει. Σκληραί μάχαι από αιώνων μέσα στην επικαιρότητα: Ο Ριχάρδος λέγων την ιστορικήν φράσιν Είμαστε οι Ριχάρδοι και δέρνουμε (για όσους δε θυμούνται η φράση ελέχθη σε προεκλογικό ξύλο από οικογένεια νονών της εποχής, μπράβων της ΕΡΕ). Ο Μποστ μας δίδαξε μέσω ιστορικών παραδειγμάτων ότι και οι μεγάλες μάχες έχουν και συναισθηματικά διαλείμματα, όπου εμφανίζεται σταυροφόρος παίζων με πάθος το όργανόν του και την κλασική πλέον πρόσκλησις εις κωζερί του Τούρκου λέγοντος έλα αγαπητέ γείτων, να μιλήσωμε διά το κολλέγιον του Ητον και του σταυροφόρου αποδεχομένου θα έλθω το βράδυ μετά του Αλφόνσου, γι' αυτό φέρε και έναν συνάδελφόν σου. Με τον Μποστ μαθαίναμε και ξένες γλώσσες, όπου γάλλος τραγουδών γαλιστί (ο Βαλδουίνος εν προκειμένω) Ζε βουζέμ τρε μποκού τουτ λα ζουρ, πουρ λαμούρ ιλ παρλέ λε σαντούρ και η ωραία Αρντά απαντά αι μουά οσί και ενώ ο πρικοφάγος Βαλδουίνος όστις εχρεώστει αναφωνούσε απελπισμένος ζε σουή μπατίρ, από την άλλη η σώφρων σήζυγος αυτού απαντούσε θα σου δώσει ο πατήρ. Ανεπανάληπτος ο Μέντης μας δίδαξε ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται σε μια Αθήνα που εκατόν πενήντα χρόνια τώρα σκάβεται με σκηνές του δρόμου, όπου οι απαθείς Αθηναίοι κατακρημνίζονται στα χαντάκια των μεγάλων έργων, τι γίνεσθε μανδάμ, χαθήκατε και η ευγενής απάντησις, μην περνάτε τα εσκαμένα για μένα, εν μέσω περιπτέρων καταποντιζομένων και του περιπτερά άδοντος στωικώς τούτη η γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε, ενώ στο τέλος αναδύεται η γοργόνα από το αλήστου μνήμης συντριβάνι της Ομόνοιας ερωτώσα το τυπικόν ζή ο βασιλιάς Αλέξανδρος;, του τροχονόμου με την αρχαιοπρεπή περικεφαλαία απαντώντος ζή και βασιλεύει και ωραιότατον πατσά μαγειρεύει (λειτουργούσε ακόμη το ομώνυμο ξενοδοχείο και εστιατόριο). Το συγκοινωνιακό πάντα στην πρώτη γραμμή όταν ο πόνος του λαού γίνεται τραγούδι με τον βαρύ ρεμπέτη αναφωνούντα Ασπλαγνη, άσπλαγνη, κακούργα κενωνία, πόσα φαρμάκεια μας κερνάς με τη σεγκενονία και σε ανάλογο σκίτσο, ΛΕΩΦΟΡΙΟΝ Ο ΣΠΡΩΧΝΟΣ, ΕΙΣΟΔΟΣ 1,20 (ήτανε που μόλις είχαν ακριβήνει τα εισιτήρια από 1 δραχμή σε 1,20 όπου είχε αναφωνήσει ο Μποστ το ιστορικόν τι λες βρε θηρείον, μία και είκοσι των εισιτιρίων, έλα χριστέ και μη χηρότερα, δεν παίρνω μια Ντωφίν να μου στηχίζι και φτηνότερα! Σε ένα χειμαρρώδες σκίτσο του που αναλύει τα πάντα, πάντα επίκαιρα με τον κυρίαρχο ρόλο της Γερμανίας στα οικονομικά της ΕΟΚ, όταν είχε έλθει ο Ερχαρτ από τον οποίο ο Καραμανλής περίμενε ματαίως οικονομική βοήθεια και υποστήριξη για την είσοδο στην ΕΟΚ παρ' όλη την αθώωση του Μέρτεν και όλων των Ναζί που του είχε προσφέρει: Οι νύχτες του καμπούρια, το σινέ Υβόννη έπαιζε το έργον Η κοινή αγορά με την υποσημείωση κατάλληλον διά υποαναπτύκτους όπου ο Πειναλέων προτρέπει τη Μαμά Ελλάς: Μαμά, ήρχισεν το σινεμά, υπάρχει μιάς θέσεως, είναι οικονομικής υποθέσεος, παίρνοντας τη ρεαλιστική απάντηση πεδί μου αφόσον έχη αρχίση, δισκόλος κανις θα το παρακολουθήση, και είτε περί κομωδίας είτε δράματος, εμείς στερούμεθα και προγράμματος. Στο ίδιο, πλήθος αναγγελίαι διά τα «προσεχώς» εικονογραφούν το σύνολο της πολιτικής κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής του '60 ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΞΑΝΑΡΧΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΞΑΝΑΦΕΥΓΟΥΝ δραματική η υπόθεσις, όταν περνούν οι γερμανοί - ποτέ άλλοτε η γερμανική παραγωγή δε μίλησε με τόσο ρεαλισμό. ΣΦΙΞ! ΚΑΝΕΙ ΚΑΛΟ! προλογίζει ο κ. Ερχαρτ. Δεν άφησε αμαγάριστο ούτε το Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού ο ασεβέστατος: ΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΕΛΑΦΡΟΥ ΦΑΓΗΤΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΣ ΛΕΓΩΝ ιδού αι επιδόσεις του Ατσιδάκη τιμών τα χρώματα τα Μπλέσας και η μαμά Ελλάς ανάμεσα στα άλλα λέει για τον Πειναλέων κι' όταν τ' αγόρια του μιλούν, του λένε καλησπέρα, αφτό μη έχων τι να πή τους βρίζει τον πατέρα, ενώ ο Πειναλέων σφυρίζει το ρεφραίν Πσάχνω διά κασέρη, κασέρη κασεράκι, που είμαι χλομό «θέμα το γονιό σας». Και προφήτης ο Μποστ; Σίγουρα αν δούμε την Ανεργίτσα κρατούσα το βιβλιάρειο απορο κορασίς καταβροχθίζουσα ένα κουλούρι και λέγουσα (τονίζουμε, η Ανεργίτσα): εγό αγαπώ πολή των Σημίτων. Ετσι διαπαιδαγώγησε την μποσταναθρεμμένη γενηά ο Δάσκαλος. Πολλοί έχουν γράψει για τις άλλες ουχί ήσσονος σημασίας εθνικές και ηθικοπλαστικές δραστηριότητές του, όπως τη ζωγραφική, το θέατρο και τόσα άλλα, εμείς ως εδώ μορφωθήκαμε, και τον θυμόμαστε ειλικρινά πάντα, ένας ακόμη από τους μεγάλους του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα που μας λείπει, Χατζιδάκις, Κουν, Τσαρούχης, Μποστ και τόσοι άλλοι που η απουσία τους κάνει την Ελλάδα φτωχότερη ιδίως τώρα με την παγκοσμιοποίηση, που όλα ισοπεδώνονται με πρώτο συνθετικό το euro-. Ομως, τα διδάγματά τους μένουν, και είναι σε μας να τα διατηρήσουμε ο μόνος δρόμος για την τωρινή πολιτιστική μας Αντίσταση.