ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 2 Μάη 2013
Σελ. /32
Μια αξιοπρεπής ταινία...

Στους απόηχους του σημαντικού επιστημονικού Συνεδρίου της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ, διανύουμε οδεύοντας προς το Πάσχα, τη Μεγάλη Εβδομάδα, μια ακόμη εβδομάδα παθών που σωρεύεται και αυτή πάνω στις τόσες άλλες... Τίποτα το ιδιαίτερο με τις ταινίες πάρεξ της ιρανικής «ΜΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ» του Μασούντ. Πρεμιέρα κάνει σήμερα το αιχμηρό ντοκιμαντέρ του συγγραφέα, μεταφραστή και σκηνοθέτη Παναγιώτη Ευαγγελίδη, «ΛΑΜΠΟΥΝ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ». Πρόκειται για μια καταγραφή της ζωής, υπό τύπον μυθοπλασίας του πραγματικού, που στηρίζεται στην ιστορία της σχέσης δύο μεσήλικων, ομοφυλόφιλων ανδρών, του Τζιμ και του Μάικλ. Οι δυο φίλοι από παλιά, εραστές κάποτε, σήμερα φορείς του Aids και απένταροι, βουτηγμένοι στα αδιέξοδα της χρόνιας ασθένειας και στις δυσκολίες επιβίωσης στην Νέα Ορλεάνη, της μετα - Κατρίνα εποχής, εξακολουθούν να βλέπουν φως... Ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης έμεινε για τρεις βδομάδες δίπλα στους ήρωες της ιστορίας του για να γίνει όσο το δυνατόν «ένα» με αυτούς. Γύρισε την 70λεπτη ταινία του μόνος, με την κάμερα στο χέρι, τον Ιούνιο του 2010 στη Νέα Ορλεάνη...

Ανήμερα το Πάσχα έχει πρεμιέρα «ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ» (2013), η αμερικάνικη ταινία τρόμου σε σκηνοθεσία του Ουρουγουανού Φέντε Αλβάρες, ένα ριμέικ της κλασικής ομώνυμης ταινίας τρόμου του Σαμ Ράιμι από το 1981. Πέντε νεαροί φίλοι βρίσκουν, σε ένα απομονωμένο σπίτι όπου πήγαν να ξεκουραστούν, το «βιβλίο των νεκρών» και άθελά τους επικαλούνται δαίμονες σε λήθαργο στα διπλανά δάση που ξυπνώντας θα αρχίσουν την ανηλεή, αιμοσταγή καταδίωξη των νεαρών...

Πρεμιέρα και για την τελευταία κωμωδίας καταιγιστικής δράσης του Τζάκι Τσαν «CHINE SE ZODIAC», μια παραγωγή Χονγκ Κονγκ και Κίνας του 2012, στην οποία ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος, παραγωγός και πρωταγωνιστής Τσαν ψάχνει σε όλο τον κόσμο για 6 από τις 12 χάλκινες κεφαλές ζώων από το κινεζικό ζωδιακό κύκλο. Να εξομολογηθούμε ότι μεγάλο μέρος της ήταν ... διασκεδαστικό ...

Υπενθυμίζουμε ότι συνεχίζονται οι προβολές των 2 ανατολικογερμανικών ταινιών για τον «ΤΕΛΜΑΝ: ΓΙΟΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ» (1954) και «ΤΕΛΜΑΝ: ΗΓΕΤΗΣ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΤΟΥ» (1955) του Κουρτ Μέτζιγκ, η «ΤΑΞΙΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ - Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΣΜΟΥ» του Κώστα Βάκκα και τέλος το εκπληκτικό «Ο ΜΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ» του Λεχ Μαζέβσκι...

Και ως είθισται τις μέρες αυτές ευχόμαστε καλή (επ)ανάσταση!


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΜΑΣΟΥΝΤ ΜΠΑΚΣΙ
Μια αξιοπρεπής οικογένεια

Εκπληξη της ταινίας «Ενας Χωρισμός» του Ασγκάρ Φαραντί - εύφορο έδαφος για το σινεμά. Η τολμηρή μυθοπλασία της πρώτης, μεγάλου μήκους ταινίας του 40χρονου Ιρανού ντοκουμενταρίστα Μασούντ Μπακσί, που παντρεύει, σε μια κατασκευή που διέπεται από αυστηρότητα και ρυθμό στοχαστικό, τις «μικρές» ατομικές απάτες με τον «μεγάλο» πόλεμο με το Ιράκ 1980 - 88, τον φέρνει στο ύψος του Ασγκάρ Φαραντί. Ο Μπακσί επιλέγει για την πρώτη του ταινία τη δομή του αστυνομικού θρίλερ με τόνους νουάρ. Κι ενώ η κύρια ίντριγκα κατευθύνει την προσοχή του θεατή προς μια «καφκική» δημόσια διοίκηση, το ξεδίπλωμα του κουβαριού της φανερώνει σιγά-σιγά μυστικά και ραδιούργες πλεκτάνες απληστίας.

Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας του Μπακσί ονομάζεται Αράς και είναι πανεπιστημιακός που έχει ζήσει πάνω από τα μισά χρόνια της ζωής του στο Παρίσι. Επέστρεψε στο Ιράν για κάποιους μήνες, ανταποκρινόμενος σε πρόσκληση του Πανεπιστημίου της Σιράζ, να διδάξει στο εν λόγω ίδρυμα. Διδάσκει στο Σιράζ και μένει στο σπίτι που η μητέρα του έχει στην πόλη. Με την ολοκλήρωση του κύκλου διδασκαλίας, ο Αράς μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο διαπραγματεύσεων με τη γραφειοκρατία των δημόσιων υπηρεσιών, ώστε να πάρει πίσω το διαβατήριό του για να φύγει για το Παρίσι. Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα, τη διάτρητη από αναφορές στην επικαιρότητα, κάνει την εμφάνισή του ένας δικηγόρος που αποκαλύπτει ότι ο πατέρας του πρωταγωνιστή, που βρίσκεται στα τελευταία του στο νοσοκομείο, έχει καταθέσει στο όνομα του ιδίου και της, εν διαστάσει, μητέρας του, ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, πέρα από τη νόμιμη κληρονομιά. Ο Αράς, σε έναν απολογισμό ζωής, βυθίζεται στις μνήμες από το παρελθόν κι όσο σκάβει στις θύμισες βλέπει να επανεμφανίζονται οι βαθιά θαμμένες αυτοβιογραφικές ουλές από μια τραγική παιδική ηλικία, βασανισμένη, σημαδεμένη και παγιδευμένη από τον πόλεμο, από το θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού, μάρτυρα στον πόλεμο Ιράν - Ιράκ ... Και η ταινία γεμίζει με εικόνες αρχείου από κείνον τον πόλεμο, κάποιες ανέκδοτες, που δίνουν στην ιστορία του Μπακσί μια αληθοφάνεια και ένα συγκλονιστικό βάθος.

Η λατρεία για τους «μάρτυρες» για την πατρίδα καθιστά «αξιοσέβαστη» αυτήν την οικογένεια. Τη λατρεία αυτή «κουρδίζει» το καθεστώς Χομεϊνί που πήρε την εξουσία λίγο πριν την έναρξη του πολέμου που γέννησε, όπως κάθε πόλεμος, πείνα και μιζέρια στα μετόπισθεν, κατάσταση που ο μαυραγορίτης πατέρας του πρωταγωνιστή εκμεταλλεύεται ξεδιάντροπα, χωρίς ίχνος ηθικού ενδοιασμού. Ο «μάρτυρας», αμούστακο αγόρι, έπεσε νωρίς και έριξε το θρήνο στις μαυροφορεμένες γυναικείες φιγούρες, με επικεφαλής τη μητέρα, υποταγμένη και ρημαγμένη από την απώλεια, που ξεσκίζει ο πόνος. Την «αξιοσέβαστη» οικογένεια που κάποτε ήταν η δική του, ο Αράς, στο τέλος της ταινίας δεν την αναγνωρίζει πια...

Ο Μπακσί σκιτσάρει το οικογενειακό πορτρέτο με αποχρώσεις, παρουσιάζοντας κάθε χαρακτήρα οριοθετημένο σε σχέση με τον πρωταγωνιστή της ιστορίας. Πατέρες και γιοι, αδελφοί ετεροθαλείς, μητέρες, κόρες και θείες, είναι όλες φιγούρες που, στην προοπτική τους, φωτίζουν τη σύνθετη σημερινή πραγματικότητα της χώρας που, όπως καταγγέλλει ο σκηνοθέτης, υποφέρει από τη διαφθορά και τον ευρύτερο εκφυλισμό, παράγωγα ενός καπιταλισμού που καταβροχθίζει τα πάντα.

Ενα σίγουρο καταφύγιο για τον πρωταγωνιστή είναι οι γυναίκες που υπάρχουν γύρω του που, πολύ πριν εκείνος διακρίνει την παγίδα, εκείνες τη μαντεύουν... Ο Μπακσί δεν «κεντάει» πάνω σε μια αρχετυπική θηλυκότητα αλλά δείχνει ότι οι γυναίκες συνεχίζουν να υπερασπίζονται με θεμελιώδη διακριτικότητα αξίες παραγκωνισμένες, όπως η ακεραιότητα και ο σεβασμός για τον άλλο.

Ταινία για τις μαφιόζικες μεθόδους, για την εξαγορά του κράτους από το κεφάλαιο, από τους κάθε λογής επιχειρηματίες της ταινίας. Κοινωνική μεταφορά που αναγιγνώσκεται σαν σύγχρονος μύθος. Κεντρική η ρήξη στο οικογενειακό κύτταρο, όταν ο πατέρας του Αράς κάνοντας παιδί με μια άλλη γυναίκα, χωρίζει όλους τους απογόνους σε δυο καταραμένους κλάδους. Από τη μια τα θύματα, ο Αράς και ο μάρτυρας αδελφός του και από την άλλη οι θύτες - ο ετεροθαλής γιος και ο γιος του Χαμέντ. Υπό το ευκολόπιστο βλέμμα του θείου Αράς, ο ανιψιός του Χαμέντ ξεδιπλώνει την αδιάντροπη στάση του, με μόνο κίνητρο τα λεφτά, να εμποδίσει τον Αράς να πάρει το νόμιμο μερίδιό του από την πατρική κληρονομιά. Και ο Αράς της γνώσης, σαν ήρωας τραγωδίας αρνείται να υποταχθεί στη μοίρα που του επιβάλλουν οι επιχειρηματίες και οι όποιοι μπιστικοί τους.

Είναι εμφανές ότι ο Μπακσί, στην πρώτη του αυτή ταινία ψάχνει το στυλ του. Με δεξιότητα αναμειγνύει το είδος του θρίλερ και του οικογενειακού δράματος. Η πληθώρα των flash-back λειτουργεί σαν δραματικό ελατήριο και συμβάλλει στην ισορροπία της ταινίας που καθορίζεται τόσο από την πλατφόρμα ντοκιμαντέρ, όσο και την αποτελεσματικότητα και τη ρευστότητα της αφήγησης. Η ίντριγκα που ξετυλίγεται με αυξητική αδιαφάνεια, ως ένα σημείο, δεν ξεχνά ποτέ το περιβάλλον όπου η διαφθορά μοιάζει να είναι το οξυγόνο που αναπνέει... Κάπου στην ταινία προεξέχει το αστυνομικό στοιχείο, αλλού το οικογενειακό χρονικό κι αλλού η πολιτική ακτινογραφία. Φιλμ που διαγράφει μια εν δυνάμει εντυπωσιακή στιγμή του σινεμά.

Ειδική μνεία πρέπει στην εξαιρετικά έξυπνη και πειστική βραδινή σεκάνς, που ανοίγει την ταινία με ενδιαφέρουσα υποκειμενική κάμερα. Ενας άνδρας, δεν βλέπουμε το πρόσωπό του, μπαίνει σε ένα ταξί και ζητά να πάει στο αεροδρόμιο. Ηδη διεγείρεται η περιέργεια. Ποιος είναι αυτός; Φεύγει; Πού πηγαίνει; Γιατί μπαίνουν κι άλλοι στο ταξί; Γιατί τον ακινητοποιούν; Ο τρόπος αφήγησης της νυχτερινής αστυνομικής απαγωγής αποδεικνύει την ικανότητα του Μπακσί να αντιμετωπίζει ερωτήματα σκηνοθεσίας...

Παίζουν: Μπαμπάκ Χαμιντιάν, Μεχράν Αχμαντί, Μπεχνάζ Τζαφαρί, κ.ά.

Παραγωγή: Ιράν, Γαλλία (2012).

ΓΙΑΣΕΜΙΝ ΣΑΜΝΤΕΡΕΛΙ
Almanya - Καλωσήρθατε στη Γερμανία

Η 40χρονη σκηνοθέτης Γιασεμίν Σαμντερελί, Γερμανίδα τουρκικής καταγωγής, μας αφηγείται, με συντεταγμένες κωμωδίας και τόνους πανάλαφρους που δεν γνωρίζουν νόμους βαρύτητας, ένα όντως ειδυλλιακό παραμύθι από το παρελθόν που τα χρώματά του αντί να ξεβάψουν παρουσιάζονται ακόμα πιο λαμπερά με το χρόνο. Θέμα του, η μεγάλη μετανάστευση των δεκαετιών '50 και '60 προς τη Δυτική Γερμανία, τον σημαντικότερο μεταναστευτικό προορισμό από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης. Τη μετανάστευση, που εξυπηρετούσε τις ανάγκες της καπιταλιστικής μεταπολεμικής ανασυγκρότησης ανέλαβαν οι εργατικές μάζες από τις πιο φτωχές χώρες της νότιας Ευρώπης και την Τουρκία. Οι αφηγήσεις για την τραγωδία της μετανάστευσης πάμπολλες και για το πώς έφευγαν αυτοί οι άνθρωποι και για το τι συναντούσαν στον «φιλόξενο» τόπο που έφθαναν να εργαστούν. Οταν σήμερα ο καπιταλισμός ξανά διώχνει στη μετανάστευση το άξιο για εργασία παραγωγικό δυναμικό, το παραμυθάκι της Σαμντερελί δεν είναι καν χαριτωμένο...

Η ιστορία από τη γέννηση του έρωτα του Χουσεΐν και της Φάτμα, στο χωριό τους στην Ανατολία, μέχρι την ώρα της επιστροφής στην πατρίδα, υφαίνεται, με μπρος /πίσω στο χρόνο, με αλέ / ρετούρ σε παρελθόν και παρόν. Η αφήγηση τρέχει, ρίχνοντας απλά ματιές σε στιγμιότυπα και νεκρές φύσεις για να μην αφήσει περιθώρια όχι τόσο για πλήξη, όσο για σκέψη. Η αφήγηση απέχει παρασάγγας από μια δραματοποίηση της μετανάστευσης και στοχεύει σε πολύ λίγο χρόνο, να προλάβει να «δείξει» πάρα πολλά... που στην ουσία όμως δεν λένε τίποτα... Πετάει στο τραπέζι το ερώτημα του μικρού εξάχρονου «Είμαι Τούρκος ή Γερμανός;» πιάνεται απ' αυτό και χτίζει την προσέγγισή της, στο θέμα της μετανάστευσης, πάνω σε αστεϊσμούς - τετριμμένους, κοινότοπους και αβαθείς - για τις διαφορές στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, για τη συνάντηση διαφορετικών πολιτισμών κ.λπ. Ωστόσο, το πραγματικό απόσταγμα της προσέγγισης αυτής αρθρώνεται περίτρανα κάπου στο τέλος μέσα από το γράμμα που έγραψε ο αποθανών gastarbeiter παππούς και διαβάζει παραστατικά ο χαριτωμένος του απόγονος, στο οποίο ο εργάτης ευχαριστεί ολόψυχα την καπιταλιστική Γερμανία για τη μεγαλοψυχία που του έδειξε / και δείχνει...

Η αφαιρετική σκηνοθεσία δομείται πάνω στη βάση ενός αγγελικού βλέμματος πάνω στον πόνο, την εξορία και τις ρίζες... Πάνω σε μια γλυκανάλατη ανάπλαση μιας πολύχρωμης, καθωσπρέπει νοσταλγίας του '60, ένα συνώνυμο της αθωότητας. Πάνω στον καταιγισμό εικόνων από παιδικούς εφιάλτες και παιδαριώδεις φόβους των μεγάλων. Ο ρατσισμός είναι άγνωστη έννοια για την ταινία. Οι Γερμανοί τους σφιχταγκάλιασαν τους Τούρκους τους... αφού τους κοίταζαν στα δόντια σαν τα άλογα και τους μετρούσαν τους μύες. Ηταν η καινούργια φτηνή εργατική δύναμη, όχι τσάμπα όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά πάντως φτηνή... Το επιδερμικό, σε λαμπερό περιτύλιγμα σερβιρισμένο, παραμύθι της γεννημένης στο Ντόρτμουντ σκηνοθέτιδας, προσκρούει, σημείο προς σημείο στο τεκμηριωμένα απάνθρωπο πρόσωπο της μετανάστευσης όπως αποδεικνύει η ιστορία, η ζωή και οι προσωπικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη αυτή τραγωδία!

Για την ευκολότερη κατάποση του «παραμυθιάσματος» η Σαμντερελί φτιάχνει μια «έξυπνη» κατασκευή που, προσπερνώντας την οικονομική και πολιτική διάσταση του θέματος, επικεντρώνεται στο γλαφυρό χώρο του εποικοδομήματος με τις θρησκευτικές παρεξηγήσεις και τα αδιόρθωτα φυλετικά κλισέ που όμως ούτε εκεί περιγράφει τις αυτονόητες συγκρούσεις των μεταναστευτικών πληθυσμών με τους επιβαλλόμενους όρους ενσωμάτωσης και ένταξης στην νέα κοινωνία. Το θέατρο του πολιτισμικού σοκ αρχίζει και τελειώνει με την ανακάλυψης της τουαλέτας ή της χριστουγεννιάτικης μυσταγωγίας.

Η ταινία είναι κάτι αντίστοιχο της «μουσικής ασανσέρ», που... η ίδια η ταινία μην αντέχοντας ως το τέλος την απελπιστική ελαφρότητα του «είναι» της, αναδιπλώνεται και γίνεται μια άλλη ταινία. Ο χαρακτήρας και το ύφος της μεταλλάσσονται μετά τον αιφνίδιο θάνατο του παππού. Τότε όλα αρχίζουν να αποκτούν βάρος και νόημα, οι χαρακτήρες, οι καταστάσεις, οι μεταξύ τους σχέσεις... τότε όμως είναι μάλλον αργά για την ταινία σαν σύνολο...

Οι ήρωες της ιστορίας δεν είναι οι Τούρκοι που μάθαμε να αναγνωρίζουμε. Είναι οι Τούρκοι, όπως θα ήθελαν οι Γερμανοί να είναι οι Τούρκοι... Κατ' εικόνα και ομοίωσή τους, λίγο μαυριδεροί βέβαια, αλλά να έχουν και κανένα σπιτάκι στον ήλιο και τη θάλασσα, είναι πιο οικονομικό για τους φίλους Γερμανούς έτσι... Αυτοί οι Τούρκοι θυμίζουν τον τηλεοπτικό γιατρό Χάξταμπλ του Μπιλ Κόσμπι που ανταποκρίνεται στο φαντασιακό του μέσου Αμερικανού για τους μαύρους...

Η αισθητική επίσης της αφήγησης στο επικό αυτό «φρέσκο» των τριών γενεών καταρχάς και κατά δεύτερο «road-movie», ειδικά στα σημεία της αναδρομής στο παρελθόν, εκπέμπει έντονες ιταλικές επιρροές... Χωρίς να αναφερόμαστε σε συγκεκριμένα στοιχεία, η αίσθηση που το όλο κατασκεύασμα δίνει είναι ότι έχει εκλεκτικότατες συγγένειες με τον ιταλικό νότο του Τορνατόρε.

Η γλοιώδης θέση της «ενσωματωμένης» δημιουργού αποκαλύπτεται από το γράμμα στη Μέρκελ, στοιχείο που και όσο να μη θέλει κανείς, τον απομακρύνει και από τον κόσμο της φαντασίας και από τον κόσμο του σινεμά καναλιζάροντας τις σκέψεις σε ατραπούς πολιτικών σκοπιμοτήτων...

Παίζουν: Ραφαέλ Κουσούρης, Βεντάτ Ερινσίν, Φαχρί Γιαρντίμ, Πέτρα Σμιντ - Σάλερ, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (2010).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ