ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 9 Μάη 2013
Σελ. /28
Μάης, μήνας της Κομμούνας...

Η μετά Πάσχα κινηματογραφική βδομάδα αριθμεί αρκετές νέες πρεμιέρες, έξι τον αριθμό. Η γενική ωστόσο εικόνα δεν υπερβαίνει τα παγιωμένα πλαίσια εμπορεύσιμης μετριότητας. Τη διαφορά και αυτή τη βδομάδα κάνει μια κλασική επανέκδοση, «Η ΝΕΑ ΒΑΒΥΛΩΝΑ», που αναφέρεται στις 72 μέρες της Κομμούνας του Παρισιού. Η ταινία προβάλλεται με την αφορμή της επετείου της 9ης Μάη 1945, για τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών. Αριστούργημα της σοβιετικής πρωτοπορίας η βωβή σοβιετική ταινία για την πρώτη προλεταριακή επανάσταση και την πρώτη λαϊκή εξουσία, σε σκηνοθεσία των Γκριγκόρι Κόζιντσεφ και Λεονίντ Τράουμπεργκ, ιδρυτικά μέλη της πειραματικής ομάδας «Φάμπρικα του Εκκεντρικού Ηθοποιού». Ο Κόζιντσεφ τουλάχιστον, πρέπει μάλλον να σας είναι αναγνωρίσιμος μετά την πρόσφατη επανέκδοση, σε αθηναϊκές αίθουσες, τριών κλασικών αριστουργημάτων του: Των σαιξπηρικών «ΑΜΛΕΤ» (1964) και «ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ» (1971) καθώς και του «ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ» (1957) του Θερβάντες. Κατά τ' άλλα:

Απολαυστική και όχι αποκλειστικά για τους θαυμαστές των Monty Python η τρισδιάστατη βρετανική μαύρη κωμωδία κινουμένων σχεδίων «Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΨΕΥΤΗ» παραγωγής 2012, σε σκηνοθεσία των Μπιλ Τζόουνς, Τζεφ Σίμσον και Μπεν Τίμλετ. Η ταινία, που έχει σήμερα πρεμιέρα, δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ για τους Μonty Python, αλλ' αφηγείται με το γνωστό α-τυπικό στιλ των Python, την ιστορία της ζωής του Γκράχαμ Τσάπμαν, ιδρυτικού μέλους της ομάδας, που πέθανε από καρκίνο το 1989, μόλις 48 χρόνων. Το βιβλίο, που έγραψε ο Τσάπμαν με τίτλο «Αυτοβιογραφία ενός ψεύτη», είδε το φως της δημοσιότητας το 1980. Σε αυτό το απόλυτα προσωπικό κείμενο στηρίζεται η ταινία που ταξιδεύει τον αναγνώστη τόσο σε ευχάριστες όσο και σε άσχημες στιγμές της έντονης, ακραίας μάλλον ζωής του συγγραφέα, γεμάτης φαντασία, σουρεαλισμό αλλά και ανοησία... Η ταινία, που αναμειγνύει διάφορα είδη animation, συμπεριλαμβάνοντας και μαγνητοφωνημένη ανάγνωση αποσπασμάτων από το βιβλίο από τον ίδιο τον Τσάπμαν, συνιστά πρωτίστως φόρο τιμής στον εκλιπόντα της παρέας...

Πρεμιέρα σήμερα και για δυο ελληνικές «φεστιβαλικές» ταινίες. «11 ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ» ο τίτλος της πρώτης, σε σκηνοθεσία Νίκου Κορνήλιου, παραγωγής 2012. Πρόκειται για ένα σύγχρονο δράμα χαρακτήρων που δομείται πάνω στις συναντήσεις μιας νεαρής κοπέλας που σπουδάζει κλασικό τραγούδι με τον βιολογικό «αποξενωμένο» της πατέρα ο οποίος μέχρι τότε αγνοούσε την ύπαρξή της. Με φόντο τη σημερινή Αθήνα, που με τη σειρά της αφηγείται τη δική της ιστορία, οι δύο τόσο διαφορετικοί αυτοί ενήλικες, με μόνο κοινό τους τα «γονίδια», καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις κοινωνικές συμβάσεις της πατρότητας, του αίματος, κ.λπ. και να δημιουργήσουν μια ουσιαστική σχέση μεταξύ τους... Η δεύτερη ελληνική ταινία είναι η πολυδιαφημιζόμενη ως πολυβραβευμένη «ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΡΩΕΙ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ» του Εκτορα Λυγίζου, παραγωγής επίσης 2012. Μοναδιάστατη κατασκευή, επιδερμική και καθόλου διεισδυτική η ανάλυση στον ψυχισμό του ήρωα. Η αφήγηση ωστόσο εγείρει ένα θεμελιώδες ερώτημα που άπτεται της κεντρικής ιδέας της ταινίας, η οποία μην ξεχνάμε ότι είναι η άποψη του σεναρίστα / σκηνοθέτη πάνω στο θέμα (το οποίο θέτει μια κατάσταση, ένα πρόβλημα, που πρέπει να ερευνηθεί). Εν προκειμένω: Ποιος είναι ο ρόλος του πρωταγωνιστικού χαρακτήρα; Είναι μήπως «πειραματόζωο» σε έρευνα που ο ίδιος διεξάγει σχετικά με τα όρια, τα συμπτώματα και τα ψυχολογικά αποτελέσματα της πείνας, ή είναι μήπως ένας σύγχρονος, αποξενωμένος «ήρωας» μέσα στη δύστροπη καθημερινότητα μιας αντικοινωνικής μεγαλούπολης, ένας «ήρωας» που εξωθείται αναγκαστικά στην περιθωριοποίηση αφού δεν έχει να «πιαστεί» από πουθενά; Το να βγάζουμε νόημα (making meaning) από μια ιστορία που ξετυλίγεται μπροστά μας συνιστά ανάγκη εκ των ων ουκ άνευ. Οι διεργασίες νοηματοδότησης υπόκεινται, κατά κύριο λόγο, σε τεχνικές λογικής επεξεργασίας της πληροφόρησης που μας δίδεται από το σενάριο (plot) και εκείνης εκτός κάδρου (fabula) που, καίτοι δεν βλέπουμε, εκτυλίσσεται λογικά... Το τηλεφώνημα που κάνει ο νεαρός στη μητέρα του καταπλήσσει, γιατί ανακαλύπτουμε ότι αυτός ο δυστυχής δεν είναι επί ξύλου κρεμάμενος αλλά ταυτόχρονα κάνει όλο το δραματουργικό οικοδόμημα να καταρρέει λόγω «δηθενιάς». Ο νεαρός κλείνει το τηλέφωνο στη μητέρα του. Ο νεαρός δεν θέλει καμιά βοήθεια κι ας έχει φθάσει σε σημείο να του πέφτουν τα μαλλιά από την αβιταμίνωση... Ο νεαρός επιλέγει να είναι μόνος, κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση των δυτικών του ινδαλμάτων, οι οποίοι δύσμοιροι δεν μπορούν όντως να κάνουν διαφορετικά... Ο σκηνοθέτης δήλωσε ότι επηρεάστηκε τα μέγιστα από την «Πείνα» του Νορβηγού Κνουτ Χάμσουν... Τι να πει κανείς... Στο χαρτί όλες οι ιδέες φαντάζουν ενδιαφέρουσες, αλλά η απόσταση μέχρι τη φιλμική τους πραγμάτωση είναι αχανής...

Πρεμιέρα και για τη γαλλική ταινία τρόμου «DEAD SHADOWS» σε σκηνοθεσία Νταβίντ Χολεβά. Χαμηλού κόστους, μεσαίου μήκους, μεσαίας εμβέλειας ειδικά εφέ, σενάριο σε δυο μέρη, στο πρώτο όλα πάνε καλά, στο δεύτερο πάνε άσχημα χωρίς ποτέ να μάθουμε το πραγματικό γιατί. Η ταινία αφηγείται την ιστορία του Κρις, οι γονείς του οποίου σκοτώθηκαν πριν έντεκα χρόνια, τη μέρα που ο κομήτης Χάλεϊ ήταν ορατός από τη Γη. Απόψε ένας νέος κομήτης πρόκειται να εμφανιστεί και οι ένοικοι στο κτίριο που μένει ο Κρις ετοιμάζονται να γιορτάσουν με πάρτι το γεγονός. Καθώς πέφτει η νύχτα ο Κρις διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι αρχίζουν να φέρονται παράξενα, γεγονός που έχει σχέση με τον κομήτη και σε λίγο θα αρχίσουν να μεταλλάσσονται σε κάτι πέρα από αυτόν τον κόσμο...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ - ΛΕΟΝΙΝΤ ΤΡΑΟΥΜΠΕΡΓΚ
Η νέα Βαβυλώνα

«Νέα Βαβυλώνα» είναι το όνομα ενός κεντρικού, παριζιάνικου, πολυτελούς, πολυκαταστήματος στο οποίο η ηρωίδα της ιστορίας, Λουίζ Πουαριέ, εργάζεται ως πωλήτρια. Η Λουίζ είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στους φτωχούς ανθρώπους της τάξης της και τους πλούσιους για τους οποίους εργάζεται και υπηρετεί. Μέσα από το βλέμμα της Λουίζ καταγράφονται οι ταξικές αντιθέσεις της γαλλικής κοινωνίας. Αριστούργημα του βωβού κινηματογράφου!

Ταινία επαναστατική και σε μορφή και σε περιεχόμενο. Ταινία - δοκίμιο που οπτικοποιεί το κείμενο του Μαρξ για την «Κομμούνα του Παρισιού», προϊόν της περίφημης «Φάμπρικας του Εκκεντρικού Ηθοποιού», πειραματικής ερευνητικής κινηματογραφικής ομάδας που σε νεαρή ηλικία ίδρυσαν οι Κόζιντσεφ - Τράουμπεργκ μαζί με τον φορμαλιστή Σεργκέι Γιούτκεβιτς στο Λένινγκραντ το 1921, ομάδα που συνδύαζε στοιχεία παντομίμας, τσίρκου και κομέντια ντελ άρτε, μέσα από μια νέα επαναστατική καλλιτεχνική φόρμα.

Το πρωτοποριακό στην ταινία συνίσταται σύμφωνα με τον Βασίλη Ραφαηλίδη στην «πλήρη κατάργηση της απάτης της αναπαράστασης». Η ταινία με τις γερές βάσεις στην ιστορία δε θα μπορούσε να είναι μια συμβατική ρεαλιστική καταγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην άνοδο και την πτώση της Κομμούνας. Στην ταινία οι ρόλοι είναι «τύποι», είναι σύμβολα και καθένας τους εκφράζει συγκεκριμένη τάξη και ιδεολογία, ενώ κάθε «τύπος» παραπέμπει σε χιλιάδες ομοίους του. Στην ταινία συγκρούονται μέχρι θανάτου οι δύο τάξεις. Οι αστοί και οι προλετάριοι και για να γίνει νοητή η αγριότητα αυτής της σύγκρουσης, οι σκηνοθέτες καταφεύγουν σ' έναν απόλυτο μανιχαϊσμό με τα πράγματα σαφώς διαχωρισμένα. Από τη μια οι προλετάριοι και από την άλλη οι αστοί, χωρίς καμιά ενδιάμεση «στρωματική» διαβάθμιση. «Πράγμα θεμιτό απόλυτα, αφού οι σκηνοθέτες εδώ δεν κάνουν κοινωνιολογία, αλλά φιλοσοφία της Ιστορίας» γράφει ο Βασίλης Ραφαηλίδης.

Η ταινία αξιοποιεί πλήρως τα διδάγματα του ιδεολογικού μοντάζ, το έντονα εκφραστικό και γκροτέσκο στιλ, φορμαλιστικά στοιχεία, αφηγηματική ελευθερία, δημιουργώντας μια ταινία καθαρά ιστορική αλλά καθόλου αναπαραστατική. Το φιλμ αναπαράγει κυρίως το κλίμα, την αίσθηση του αγώνα, την ένταση της αιματηρής διαμάχης αλλά πάνω απ' όλα, την ταξική διαφορά, την ταξική πάλη και την ταξική απόσταση ανάμεσα στους αστούς με τον παρακμιακό και άσωτο τρόπο ζωής και τους εξεγερμένους προλετάριους που μακριά από κάθε στολίδι και επίφαση καλοπέρασης αντιστέκονται, μάχονται και ετοιμάζονται να θυσιαστούν... Μην τη χάσετε!!!

Παίζουν: Γιελένα Κούζμινα, Πιοτρ Σομπολέβσκι, Νταβίντ Γκούτμαν, Σοφί Μαγκαρίλ κ.ά.

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1929).

ΝΤΑΝΙ ΜΠΟΪΛ
Trance

Ο Μπόιλ παίρνει μια παλιά τηλεοπτική ταινία και δίνει ένα ενδιαφέρον θρίλερ με κατά τι περισσότερο, από το αναμενόμενο, βάθος και ένα συμπαθητικό ερμηνευτικό τρίο. Με κεντρικό θέμα της, την ευαισθησία του μυαλού στη χειραγώγηση, στις παρερμηνείες και την καταπίεση της μνήμης, η ταινία διαρθρώνει το υλικό της με τρόπο που να βρίθει από ίντριγκες, κάτι που υποχρεώνει το θεατή σε διαρκή εγρήγορση σε ό,τι αφορά το να «μαντεύει». Εν μέσω διασκευών και ριμέικ, ο πάντα κάπως απρόβλεπτος Ντάνι Μπόιλ πραγματοποιεί ένα έξυπνο και - για πολλούς - επιτυχημένο βήμα, γυρίζοντας ξανά μια σχεδόν άγνωστη τηλεοπτική ταινία που προβλήθηκε 12χρόνια πριν. Η προσέγγιση είναι ενδιαφέρουσα, η πλοκή το ίδιο, ενδιαφέρον επίσης ότι είναι ορατή η προσωπική σφραγίδα του σκηνοθέτη. Ο Μπόιλ ουδέποτε υπήρξε διακριτικός, κατ' επέκταση και η ταινία του «TRANCE» δε θα μπορούσε να είναι διακριτική...

Το σκοτεινό αυτό θρίλερ αρχίζει με έναν αρκετά συνήθη αλλά και πολύ κομψό τρόπο, με τον γκάγκστερ Φρανκ και την παρέα του να «χτυπούν» μια δημοπρασία έργων τέχνης για να κλέψουν έναν ανεκτίμητης αξία πίνακα. Τα πράγματα δεν πηγαίνουν ακριβώς σύμφωνα με τους υπολογισμούς, αλλά ο Σάιμον, υπάλληλος του οίκου, προλαβαίνει να κρύψει τον πίνακα, προτού ένα βαρύ χτύπημα στο κεφάλι τον κάνει να ξεχάσει την κρυψώνα του έργου τέχνης... Ο Φρανκ όμως υποχρεώνει τον Σάιμον σε υπνωτισμό από την πανέμορφη επαγγελματία Ελίζαμπεθ, που θα προσπαθήσει με κάθε μέσο να ξεκλειδώσει τη μνήμη του Σάιμον για το πού βρίσκεται κρυμμένος ο αμύθητης αξίας Γκόγια... Συστατικό στοιχείο του θρίλερ είναι φυσικά ότι τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται....

Η ταινία βασίζεται ιδιαίτερα σε ανατροπές και εκπλήξεις στην «ιστορία». Οπως και στις προηγούμενες ταινίες του, ο Μπόιλ ερευνά εκείνη τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα όνειρα, στις φαντασιώσεις και τις ψευδαισθήσεις. Πρόκειται για ένα δυνατό, κάπου συναρπαστικό ταξίδι με πολλές στροφές και δεν είναι πάντα εύκολο να παρακολουθεί κανείς τι ακριβώς συμβαίνει ή να αποκωδικοποιεί όλα της τα μυστικά. Η ταινία εύκολα θα μπορούσε να μετατραπεί σε «σούπα». Στα χέρια του Μπόιλ γίνεται ένα μικρό καλογυαλισμένο και περίσκεπτο έργο, με περισσότερο βάθος απ' ό,τι είθισται στο είδος. Ο σκηνοθέτης χτίζει επιδέξια μια εκρηκτική ατμόσφαιρα που δονείται από πομπώδη μουσική, έντονα κοντινά πλάνα και βία γυμνή και γκροτέσκα, που στα συμφραζόμενα όπου εντάσσεται είναι δικαιολογημένη.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών σηκώνουν αρκετό βάρος. Ο Μακαβόι αποκαλύπτεται συμπαθής και «εύφλεκτος» ηθοποιός με χαρισματικές πλευρές. Ο Κασέλ έχει επιτέλους έναν μεγάλο, «χολιγουντιανό» ρόλο. Το ίδιο ισχύει και για την Ροζάριο Ντόσον που εκτός του ότι συνιστά το αναπόφευκτο ερωτικό ενδιαφέρον της ταινίας, κάνει πολύ περισσότερα, από το να περιφέρει απλά την ομορφιά της.

Η ταινία, μπορεί κάπου να εκπέμπει σκοτεινές δονήσεις τύπου «TRAINSPOTTING» αλλά δεν πρέπει να είναι πλήρως χωνεμένη και όπως πολλά από τα φιλμ του Μπόιλ δεν είναι για όλα τα γούστα. Η ιστορία αυτή καθαυτή, κάτω από μεγεθυντικό φακό, ίσως και να μη «στέκει» ιδιαίτερα όσο πλησιάζει στο φινάλε που μπαίνει σε εδάφη ρεαλισμού. Ο Μπόιλ όμως καταφέρνει να ξεγλιστρήσει από τα μικρά αυτά ελαττώματα, βρίσκοντας καινούργιους τρόπους να σοκάρει και να γοητεύει το κοινό...

Παίζουν: Βενσάν Κασέλ, Τζέιμς Μακαβόι, Ροζάριο Ντόσον,

Παραγωγή: Μ. Βρετανία (2013).

ΜΠΡΑΝΤ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
The Call

� 2013 SPWAG, All rights reser

Η κάμερα γλιστράει πάνω από το κεντρικό Λος Αντζελες, μια από τις μεγαλύτερες σε έκταση πόλεις, με την ακτίνα των οδικών δικτύων και των οικοδομικών τετραγώνων να εκτείνονται πέρα ακόμη κι από τον ορίζοντα της περιοχής που συνταράσσεται σε εικοσιτετράωρη βάση από βίαια εγκλήματα, το ένα πιο απεχθές από το άλλο. Ο αέρας γύρω από την πόλη με δυσκολία σηκώνει τις υπερφορτωμένες τηλεφωνικές γραμμές από τις κλήσεις έκτακτης ανάγκης. Ποιος ξέρει τι αλλοπρόσαλλα όντα κρύβονται στο σκοτάδι; Η ταινία προτιμά το σίγουρο από το μη σίγουρο. Προτιμά ένα δίωρο θρίλερ, απλό και πυκνό, που σιγά σιγά ρέπει προς τον τρόμο. Το φιλμ του Αντερσον δεν προσφέρει τίποτα το νέο και καινοτόμο πέρα από ένα εννοιολογικά καλογραμμένο, καλοπαιγμένο και -αποσπασματικά- δυνατό στη μορφή, θρίλερ.

Είναι λογικό να αρέσουν σκηνοθέτες που ξέρουν ακριβώς αυτό που θέλουν να κάνουν. Ακόμα κι όταν οι ταινίες τους -όχι πάντοτε, μάλλον, ίσως ποτέ- δεν καταχωρούνται ως έργα τέχνης, αλλά παρά ταύτα, διέπονται από ξεκάθαρη κατεύθυνση. Ο Μπραντ Αντερσον φαίνεται ότι αποφάσισε από νωρίς ότι η καλύτερη πλευρά του ήταν η δημιουργία ταινιών με αγωνία και ένταση. Ολες του οι ταινίες -από την αρχική "TheMachinist" και μετέπειτα ανήκουν στο είδος ταινιών θρίλερ ή τρόμου. Ετσι η τελευταία του ταινία «THE CALL» δεν αποτελεί εξαίρεση.

Η Τζόρνταν εργάζεται σαν τηλεφωνήτρια, στο κέντρο κλήσεων έκτακτης ανάγκης στο Λος Αντζελες, όταν παίρνει ένα τηλεφώνημα από μια νεαρή κοπέλα που φοβάται για τη ζωή της. Η Τζόρνταν κάνει ένα λάθος και η κοπέλα δολοφονείται. Κάποιους μήνες αργότερα, η Τζόρνταν που έχει αλλάξει υπηρεσία και εργάζεται εκπαιδεύοντας νέες τηλεφωνήτριες, οδηγείται πίσω στον παλιό της ρόλο, όταν μια νεαρή που έχει απαχθεί, η Κέισυ, τηλεφωνά στην υπηρεσία από το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του απαγωγέα όπου βρίσκεται κλεισμένη. Η κοπέλα τηλεφωνά από καρτοτηλέφωνο, έτσι δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί ο τόπος που βρίσκεται, μόνο οι συνομιλίες ανάμεσα στην Τζόρνταν και την Κέισι μπορούν να φέρουν την αστυνομία πιο κοντά στον απαγωγέα.

Πρόκειται για μια καλή προσέγγιση, για ένα σφιχτό θρίλερ με νευρικό κυνήγι, κάτι που αναμφισβήτητα ταιριάζει στον Αντερσον που είναι εξαιρετικά έμπειρος στο να χτίζει μια μυστηριώδη ατμόσφαιρα με ηδονοβλεπτική καταδίωξη μέσα από μια τρεμάμενη κάμερα στο χέρι, με έναν κλειστοφοβικό αγώνα επιβίωσης, με απελπισμένο διάλογο και εσωστρεφείς γωνίες λήψης. Υπάρχει μια ξέφρενη κίνηση στην ταινία, στοιχείο πολύ αβανταδόρικο και ελκυστικό. Το μοναδικό πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ένα μόνιμο κυνηγητό της έντασης στον Αντερσον, που κάνει ορισμένες καταστάσεις και σκηνές, παρά την αναμφισβήτητη δεξιοτεχνία του σκηνοθέτη, να ρέπουν προς την ελαφρώς γελοία αναζήτηση εφέ.

Το γεγονός ότι τον περισσότερο χρόνο ο θεατής κάθεται σε αναμμένα καρφιά κάνει επίσης απόλυτα προφανές ότι ο Αντερσον, χωρίς ενδοιασμούς, θυσιάζει τη λογική και την κοινή λογική στο βωμό της δραματικότητας.

Παίζουν: Χάλι Μπέρι, Αμπιγκεϊλ Μπρέσλιν, Μόρις Τσέσνατ, Μάικλ Εκλαντ, Μαικλ Ιμπιριόλι, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ