Βρετανική παραγωγή του 2013, η ισχνή και εύπεπτη αισθηματική κομεντί -γεμάτη από αστεϊσμούς τύπου Ανταμ Σάντλερ- «ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ». Η σκηνοθεσία της ταινίας ανήκει στον Νταν Μέιζερ που στο παρελθόν, μαζί με τον Σάσα Μπάρον Κοέν, δούλεψε στο «AliG» και το «Borat». Στην πρώτη αυτή, μεγάλου μήκους ταινία του, ο Μέιζερ προσδοκούσε να δώσει μια πρωτόγνωρη, προς τα μπρος, ώθηση στην κωμωδία, που διαφημίζεται ως η «πιο αστεία βρετανική ταινία εδώ και χρόνια». Δυστυχώς, το αποτέλεσμα δείχνει ότι η ώθηση ήταν μάλλον προς τα πίσω... Η ταινία μπορεί να διαθέτει περισσότερη (στο ζύγι) ίντριγκα, ταλαντεύεται όμως ανάμεσα στη χυδαιότητα μπλεγμένα με κάποια ίχνη φινέτσας και παίζει με προκαταλήψεις (για Αγγλους, Αμερικάνους, ανθρωπιστική βοήθεια, ανώτερη μεσαία τάξη, κ.λπ. κ.λπ...). Οι σκηνές στοιβάζονται η μια δίπλα στην άλλη χωρίς ουσία σε μια δομή που δεν επιφυλάσσει εκπλήξεις. Απλά, είναι λίγο πιο βαρετή και λιγότερο ρομαντική... Το σενάριο είναι φορτωμένο με διάλογο που σφύζει από σεξουαλικούς υπαινιγμούς και εκστομίζεται από χαρακτήρες που λίγο ως πολύ έχουν κάποια βίδα ξελασκαρισμένη. Στο επίκεντρο ένα ζευγάρι που συναντιέται σε ένα πάρτι κι ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Ηδη, όμως, από τη γαμήλια τελετή συνειδητοποιούν ότι δεν είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον...
Πρεμιέρα και για την περσινή (2012) συμπαραγωγή Αυστρίας, Γαλλίας, Γερμανίας «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ», δεύτερη ταινία τής, άξιας προσοχής, τριλογίας του Αυστριακού Ούλριχ Ζάιντλ, που βάζει την καθολική πίστη, στον καναπέ του ψυχοθεραπευτή. Στο πρώτο κομμάτι της τριλογίας με τίτλο «Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» ο Ζάιντλ έδειξε το πανόραμα της δυτικής αποικιοκρατικής οπτικής σε όλη την αποκρουστικότητά της (σεξοτουρισμός και κατάχρηση εξουσίας σε πολλαπλά επίπεδα). Εδώ η ταινία πραγματεύεται την αναγκαστική εξουσία πάνω στο νου, τη σεξουαλικότητα κ.λπ. Ο Ζάιντλ, που μεγάλωσε σε ένα αυστηρό καθολικό σπιτικό και βίωσε την αθεράπευτη θρησκοληψία από κοντά, αφήνει την Αννα Μαρία, νοσοκόμα ακτινολογικού, να ενσαρκώσει τη γυναίκα που καθημερινά αυτομαστιγώνεται για να απελευθερωθεί από τις ανθρώπινες επιθυμίες, γονατισμένη μπροστά στον Εσταυρωμένο. Ο παράδεισος για την Αννα Μαρία ταυτίζεται με τον Ιησού. Ολο τον ελεύθερο καιρό της τον περνά κάνοντας ιεραποστολισμό. Κατά τα καθημερινά της ταξίδια στη Βιέννη, πάει από πόρτα σε πόρτα με ένα αγαλματάκι της Παναγίας. Μια μέρα μετά από πολλά χρόνια απουσίας εμφανίζεται ξαφνικά ο άνδρας της, ένα αιγύπτιος μουσουλμάνος...
Τέλος, σκηνοθετημένη από την πρώτη γυναίκα σκηνοθέτη της Σαουδικής Αραβίας Χάιφαα Αλ Μανσούρ και γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη χώρα, η ταινία «ΤΟ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ» (2012), μια συμπαραγωγή Σαουδικής Αραβίας και Γερμανίας, είναι το φιλμ που έχει πρεμιέρα απόψε. Πρόκειται για ένα διακριτικό, απλό εγχείρημα στο οποίο η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Αλ Μανσούρ, ανασύρει στην επιφάνεια τη γυναικεία καθημερινότητα στη Σαουδική Αραβία στο πλαίσιο των πατριαρχικών κανόνων, όπου πολλά έχουν να κάνουν με το να κάνεις την παρουσία σου αόρατη, κρυμμένη από πιθανά ανδρικά βλέμματα και αυτιά. Η σκηνοθέτης έφτιαξε την ταινία με όμορφο και ταπεινό τρόπο. Μοντάρει με σιγουριά το υλικό της, παρακάμπτει τις αποστάσεις και δημιουργεί σουσπάνς με την εναλλαγή ανάμεσα σε λεπτομέρειες των γεγονότων και θραύσματα από τη μεγαλύτερη ιστορία. Η ταινία μιλά για τη εντεκάχρονη Βαντίντα που ονειρεύεται ένα ζηλεμένο πράσινο ποδήλατο. Στη χώρα που ζει όμως απαγορεύεται να κάνουν τα κοριτσάκια ποδήλατο στο δρόμο. Καθ' ον χρόνο η μητέρα της είναι απασχολημένη με το να πείσει τον πατέρα της να μη πάρει και άλλη σύζυγο, η Βαντίντα ασχολείται με το να προσπαθεί να βρει χρήματα ώστε να αγοράσει το ποδήλατο που θέλει...
Με βλέμμα ντοκουμενταρίστικο - περισσότερο «κατατοπιστικό» για την κατάσταση των προσφύγων από το σενάριο - και με φόρμα «ανεπεξέργαστη», αυτή η ταινία «θέσης» της Καναδής κινηματογραφίστριας Αναΐς Μπαρμπό - Λαβαλέτ βρίσκει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στο πλαίσιο ενός «πραγματικού» ντεκόρ και μιας νομιμοποιημένης μυθοπλαστικής «κατασκευής». Με αρκετές εκλάμψεις, επικές και λυρικές, που κουρελιάζουν μιζέρια - ίδια αρχαία τραγωδία - που το Ισραήλ έχει καταδικάσει τους Παλαιστίνιους, αυτά τα ξεχασμένα από Δυτικούς θεούς κι ανθρώπους όντα, που αναγκάζονται να επιβιώνουν ανάμεσα σε ερείπια και χαλάσματα, μαντρωμένοι μέσα στο «Τείχος του αίσχους» που «προφυλάσσει» το επίλεκτο έθνος από τους... αρουραίους των υπονόμων που δεν βρίσκουν δικαίωση! Η 34χρονη προοδευτική σκηνοθέτης έφτιαξε ένα εντυπωσιακό σε δύναμη και βαρύτητα φιλμ πάνω στα ξεσκεπασμένα πια άλλοθι της «αντικειμενικότητας» και των «ίσων αποστάσεων», που οδηγούν σε απελπισμένα και απελπιστικά αδιέξοδα...
Η Κλοέ ήρθε αποφασισμένη να παραμείνει «ανεξάρτητος» εργαζόμενος που απλά, κάνει τη δουλειά του. Μπαινοβγαίνοντας όμως καθημερινά στα σημεία ελέγχου των Ισραηλινών, γίνεται κοινωνός της επίσημης, έκνομης βίας που ο κατακτητής ασκεί στους κατακτημένους, τις πολύμορφες όψεις αυτού του ακήρυχτου, αμείλικτου πολέμου. Γίνεται μάρτυρας της ισραηλινής απανθρωπιάς που φθάνουν να δολοφονούν εν ψυχρώ ένα δεκάχρονο παιδί που με τα γυμνά του χέρια «επιτέθηκε» στο στρατιωτικό τζιπ, που αλώνιζε στα Κατεχόμενα στην παλαιστινιακή πλευρά του «Τείχους του αίσχους», εκεί που τα παιδιά δουλεύουν ξεχωρίζοντας σκουπίδια και παίζουν δίπλα στο μολυσμένο έλος...
Η 34χρονη προοδευτική σκηνοθέτης γύρισε την ταινία επί τόπου, με κάμερα στο χέρι, γεγονός που αυτόματα προσδίδει στο φιλμ αύρα αυθεντικότητας, ενώ οι αναφορές στην καθημερινότητα προσθέτουν ελαφρύ τόνο επιβράδυνσης του ρυθμού. Μακριά από μανιχαϊσμούς η Μπαρμπό - Λαβαλέτ - γνώστης της περιοχής, έζησε κι έκανε σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ραμάλα - υπογράφει μια αξιόλογη ταινία, δυνατή κι ενοχλητική, για τη «στάση» των άμεσα και των έμμεσα (όλης της ανθρωπότητας δηλαδή) εμπλεκομένων στο Παλαιστινιακό, βάζοντας ουσιαστικά το ερώτημα: «Σε ποιο βαθμό μια σύγκρουση που δεν μας ανήκει μπορεί να γίνει "δική" μας;»... Ο χαρακτήρας της Κλοέ μετατρέπεται σταδιακά σε πεδίο συγκρούσεων, παρά την αυστηρή προειδοποίηση για «σύνεση και ουδετερότητα» από το αφεντικό της. Εκείνη σταδιακά και όσο η ζωή κάνει τις σχέσεις να βαθαίνουν, αρχίζει να μετέχει στα βάσανα των Παλαιστινίων που της φέρνουν πόνο... Εναν πόνο ελεγχόμενο... μέχρι το μοιραίο περιστατικό στο σημείο ελέγχου, που προκαλεί την ανατροπή. Οταν την «καταπίνει» ο πόλεμος οι προστατευτικές της μπαριέρες πέφτουν και δεν μπορεί πλέον να μένει απλός και τάχα μου αντικειμενικός θεατής... Συγκλονισμένη από τα συσσωρευμένα νταϊλίκια, ταπεινώσεις και θάνατο που επιβάλουν οι Ισραηλινοί στους Παλαιστίνιους, στερώντας τους τη ζωή πάνω στη δικιά τους γη, θρέφοντας έτσι την τρομοκρατία και την αντίσταση... παίρνει θέση!
Η εισαγωγική σεκάνς αναφέρεται σε βομβιστική απόπειρα, ηλιόλουστο καταμεσήμερο, σε υπαίθριο καφέ της Ιερουσαλήμ. Βίαιη έναρξη μιας βίαιης θεματικής που με φλας μπακ και ασύγκριτη αφηγηματική λεπτότητα θα αναπτύξει η ταινία... Η Εβελίν Μπροσί, στο ρόλο της Καναδής μαμής, ενσαρκώνει με εύθραυστη δύναμη την ηρωίδα υπό πίεση, με διαδρομή συνείδησης με σημείο εκκίνησης την αμφισβήτηση και κατάληξη τη σιωπηλή αποδοχή του αδιανόητου, ως αναγκαιότητα... Μέσα από το βλέμμα της ο θεατής διασχίζει τις εχθρικές γραμμές και λογικά ταυτίζεται με τον ιδεαλισμό της απόφασής της. Ταινία ουσιαστική που δεν πρέπει να χάσετε!
Παίζουν: Εβελίν Μπροσί, Κάρλο Μπραντ, Σαμπρίνα Ουαζανί, Σιβάν Λέβι, Γούσεφ «Τζο» Σβέιντ κ.ά.
Παραγωγή: Καναδάς, Γαλλία (2012).
Με γωνίες λήψης που κουρδίζουν τον τρόμο, με φωτισμό βασισμένο στα «κοντράστ», με «τρομαχτικά», υπόκωφα κι εκκωφαντικά, ηχητικά εφέ και με γεύση από χιτσκοκικό κληροδότημα - όρα «ΠΟΥΛΙΑ» και «ΨΥΧΩ» - η ενίοτε στατική, συνήθως όμως ηδονοβλεπτική κάμερα, γλιστρά εν μέσω στοιχείων μελοδραματικών και ενός διαλόγου ανόητου, «ερασιτεχνικού», που δίνει την αίσθηση του βιαστικού και του αυτοσχέδιου και, ξεφεύγει εντελώς όταν μπαίνει στη «βιογραφία» των Γουόρεν και τη μακρά τους εμπειρία στο πεδίο των φαντασμάτων...Περισσότερο σοφιστικέ δεν εμφανίστηκε ποτέ το δαιμονικό στοιχείο, είναι όμως τόσο «κουφό» που κάνει την όποια, τυχόν, γοητεία να εξατμίζεται... Στο σύνολό τους οι ιδέες της ταινίας είναι κατασκονισμένες, τετριμμένες και υπερβολικής διάρκειας...
Το ηθικό δίδαγμα της ταινίας έχει παραλήπτες τους επίδοξους αγοραστές - μέσα από τραπεζικούς πλειστηριασμούς - ή μάλλον καταπατητές της λαϊκής περιουσίας της προερχόμενης από κατασχέσεις: Το στοιχειωμένο σπίτι, οι Πέρον το αγόρασαν από πλειστηριασμό τραπέζης... Προσοχή λοιπόν!
Παίζουν: Πάτρικ Γουίλσον, Βέρα Φαρμίγκα, Λίλι Τέιλορ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Ενα από τα κλασικά, αυθεντικά δακρύβρεχτα φιλμ του Χόλιγουντ, άριστα φτιαγμένο και άριστα παιγμένο. Με τρομερή ανθρώπινη ζεστασιά και πολύ χιούμορ - ιδιαίτερα στη σεκάνς που το υιοθετημένο μωρό έρχεται σπίτι με τους γονείς του, τον πατέρα του (Κάρι Γκραντ) και τη μητέρα του (Αϊρίν Ντουν). Δύο ηθοποιούς που συνηθίσαμε σε πιο ανάλαφρες και πιο κωμικές ερμηνευτικές συνευρέσεις. Ο Κάρι Γκραντ εδώ υποδύεται τον παρορμητικό και ελαφρόμυαλο ρεπόρτερ που το πρώτο χτύπημα της μοίρας κάπως συνεφέρνει, ενώ η διάφανη, γλυκύτατη και σοφιστικέ Αϊρίν Ντουν υποδύεται την ώριμη ερωτευμένη γυναίκα, που ανάλογα την κατάσταση μεταμορφώνεται σε λαμπερή ή θαμπή. Ο ρόλος του Κάρι Γκραντ έχει σαφείς κωμικούς τόνους, ενώ εκείνος της Αϊρίν Ντουν έντονα δραματικούς!
Μια συγκινητική ιστορία αγάπης με εξαίρετη «αόρατη» σκηνοθεσία, με μειλίχια περάσματα από μια σκηνή στην άλλη, με χρήση πλούσιας κινηματογραφικής γλώσσας. Το σενάριο δεν είναι παρά κοινότοπο, όμως τι παραπάνω να περιμένει κανείς από μια ταινία σχεδιασμένη αποκλειστικά ως μια σπαραξικάρδια εμπορική επιτυχία; Βέβαια, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών και το πνεύμα του φιλμ ευαίσθητα σαν πορσελάνη, εξυψώνουν την ταινία και την κατατάσσουν στις κλασικές ιστορίες αγάπης...
Παίζουν: Κάρι Γκραντ, Αϊρίν Ντουν, Εντγκαρ Μπουκάναν κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (1941).
Η ταλαντούχα Γκρέτα Γκέργουϊκ, στο ρόλο της Φράνσις, που μοιράζεται το διαμέρισμα με την κολλητή της και ονειρεύεται - όχι όσο έντονα χρειάζεται - καριέρα χορεύτριας και κάποιον να ερωτευθεί, ξεδιπλώνει μια υποκριτική διασκεδαστική και εντυπωσιακή... ερμηνεύοντας ένα δυσκίνητο χαρακτήρα, ένα εγωκεντρικό και συγκεχυμένο άτομο - που ελαφρώς δίνει στα νεύρα - το οποίο κάποιος θέλει να βλέπει στην οθόνη, αλλά στην πραγματικότητα δε θα ήθελε να έχει πάρε - δώσε μαζί του. Δε γνωρίζουμε αν αυτό οφείλεται στον Μπάουμπαχ, που θεωρείται μαέστρος στη σπουδή χαρακτήρων, ή στη συν-σεναριογράφο Γκέργουϊκ που ταξιδεύει πάνω στο σενάριο με υποδειγματική αβίαστη ευκολία...
Το φιλμ δε στηρίζεται σε συμβατική δραματουργία. Το μείγμα κωμικότητας και μελαγχολίας που το διαπερνά, η ασπρόμαυρη φωτογραφία που δίνει αποφασιστικά το καθοριστικό στίγμα στην ταινία, η αίσθηση που αποπνέει από τη σκηνογραφική δουλειά και οι «βαρεμένοι» μικροαστοί με τις επάρσεις και τα ψυχολογικά τους προβλήματα, στέλνουν τις σκέψεις σε ένα «φόρο τιμής» στο γαλλικό «νέο κύμα»αλλά και στην οδυνηρή γοητεία του «MANHATTAN» του Γούντι Αλεν. Ο σκηνοθέτης Νόα Μπάουμπαχ εξάλλου μοιάζει να ανθίζει στο περιβάλλον αυτό, σε μια ταινία με χαρακτήρα διανοουμενίστικο πάνω σε ένα δράμα σχέσεων. Το ντουέτο των δημιουργών του φιλμ, τόσο ο Μπάουμπαχ όσο και η πρωταγωνίστρια Γκέργουϊκ δηλώνουν θαυμαστές του Γούντι Αλεν. Κατέφυγαν λοιπόν σε έναν απεικονιστικό μηχανισμό με μαλακά, στρογγυλεμένα κοντράστ (αντιθέσεις) σαν κι εκείνον που δίνει στο «MΑΝΗΑΤΤΑΝ» έξτρα, νοσταλγικό βάρος... Το ζητούμενο το πλησιάζουν σαφώς, με το δικό τους ανανεωμένο «touch».
Η Φράνσις τώρα παρά τις φιλοδοξίες να καθιερωθεί ως σοβαρή επαγγελματίας χορεύτρια, μόλις και μετά βίας κατορθώνει να πειθαρχεί τα άκρα της όταν εξωτερικεύει τις εσωτερικές της ανησυχίες, με χορογραφία και κινήσεις ενοχλητικά αδέξιες... Η ηρωίδα που συχνά κατορθώνει να ισορροπεί τα πράγματα με ένα προσωπικό υποκριτικό στιλ, γίνεται τελικά παρωδία μιας αποτυχημένης «ενήλικης» έφηβης που γρήγορα κουράζει με την παράλογη προβολή του «εγώ» της, τροχοπέδη στις δυνατότητές της. Η ταινία δεν αφήνει αποτύπωμα στον απαιτητικό θεατή... γιατί αυτός τουλάχιστον γνωρίζει από τη στιγμή που υπογράφει «το 1 και ½ ώρας συμβόλαιο με την ταινία» ότι θα δει μια ευχάριστη, μετρίως πνευματική Νέα Υόρκη - έτσι όπως είμαστε συνηθισμένοι να βλέπουμε - την απεικόνιση δηλαδή της πόλης από την πολιτιστική της άρχουσα τάξη.
Ταινία επιτηδευμένα μαριναρισμένη στην όμορφη μελαγχολία των ασπρόμαυρων εικόνων. Τίποτα άλλο...
Παίζουν: Γκρέτα Γκέργουϊκ, Μίκι Σάμνερ, Ανταμ Ντράιβερ κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).