ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 13 Δεκέμβρη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ
Αυξήσεις-«φωτιά» μέχρι και 60%

Να υποτιμήσει τις συνέπειες για τους φορολογούμενους και την αγορά των ακινήτων επιχείρησε χτες ο υφυπουργός Οικονομικών

Αυξήσεις-«φωτιά» στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να ξεπεράσουν και το 60%, επεξεργάζονται οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών. Οι αντικειμενικές αξίες λαμβάνονται υπόψη από τις εφορίες, προκειμένου να προσδιορίσουν το φόρο για τη μεταβίβαση ακινήτων, καθώς και τις φορολογίες κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών κλπ. Οσο πιο μεγάλες είναι οι αντικειμενικές τιμές, τόσο υψηλότερη είναι και η φορολογική επιβάρυνση.

Το θέμα των επικείμενων αυξήσεων προσπάθησε χτες να το υποτιμήσει ο υφυπουργός Οικονομικών Α. Φωτιάδης, ο οποίος δήλωσε ότι οι νέες αντικειμενικές αξίες θα ανακοινωθούν στις αρχές του επόμενου έτους, ενώ κατά την πάγια κυβερνητική τακτική υποστήριξε πως θα υπολείπονται της αγοραίας αξίας τους κατά 30%! Πρόκειται ουσιαστικά για - έστω και έμμεση - επιβεβαίωση των πληροφοριών ότι επίκεινται πολύ μεγάλες αυξήσεις στις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων, καθώς, όπως αναγνωρίζουν αρμόδιοι παράγοντες, σε πολλές περιπτώσεις σήμερα οι αντικειμενικές αξίες ανέρχονται στο ήμισυ των αντίστοιχων αγοραίων τιμών.

Αντίθετα με τα λεγόμενα του υφυπουργού Οικονομικών, αρμόδιοι παράγοντες του ίδιου υπουργείου δήλωσαν στο «Ρ» ότι έχουν προγραμματιστεί αυξήσεις τιμών μέχρι και 60% και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα υψηλότερες. Βέβαια, οι ίδιοι παράγοντες ισχυρίζονται ότι οι πολύ μεγάλες αυξήσεις στις αντικειμενικές τιμές των ακινήτων προβλέπεται να γίνουν στις λεγόμενες «καλές περιοχές» της πρωτεύουσας, στα βόρεια και νότια προάστια, όπου εκεί θα υπάρξει και σημαντική φορολογική επιβάρυνση στις μεταβιβάσεις. Ο στόχος, λένε οι ίδιοι, είναι να αυξηθεί η φορολογία των τεχνικών εταιριών και όσων αγοράζουν ακίνητα στις «καλές» περιοχές. Αντίθετα, οι ίδιοι δηλώνουν ότι οι αυξήσεις στις υποβαθμισμένες περιοχές του Λεκανοπεδίου θα είναι... λελογισμένες και θα αντισταθμιστούν από την αύξηση των αφορολόγητων ορίων. Αυτή, βέβαια, η ειδυλλιακή εικόνα δεν έχει καμιά σχέση με τη λειτουργία της αγοράς ακινήτων, η οποία κινείται με τους δικούς της νόμους.

Η εμπειρία λέει ότι οι πολύ μεγάλες αυξήσεις, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις θα προσεγγίσουν τις εμπορικές τιμές, αναμένεται να δημιουργήσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις στο κατασκευαστικό-μεγαλοεπιχειρηματικό κύκλωμα, το οποίο συνηθίζει να μετακυλίει τις όποιες αρνητικές συνέπειες στο κόστος κατασκευής και στον τελικό λήπτη-καταναλωτή, δηλαδή τους αγοραστές των διαμερισμάτων. Θεωρείται σίγουρο ότι μαζί με τις αντικειμενικές αξίες θα εκτιναχτεί προς τα πάνω και όλο το σπιράλ των επιμέρους πλευρών του κατασκευαστικού κλάδου. Τέλος, οι υπηρεσιακοί παράγοντες του υπουργείου Οικονομικών, αναφερόμενοι στα αντισταθμιστικά μέτρα που συνήθως λαμβάνονται μαζί με τις αυξήσεις των αντικειμενικών αξιών, επικαλούνται σενάριο σύμφωνα με το οποίο το αφορολόγητο όριο θα αυξηθεί όσο και η μεσοσταθμική αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων. Δηλαδή αν η μεσοσταθμική αύξηση των αντικειμενικών αξιών είναι 30% τόσο θα αυξηθούν και τα αφορολόγητα όρια της κλίμακας μεταβίβασης ακινήτων. Υποστηρίζουν επίσης ότι εξετάζεται και η μείωση του συντελεστή φορολογίας για μεταβιβάσεις ακινήτων.

ΕΣΟΔΑ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Φορο-λεηλασία για μισθωτούς και συνταξιούχους

Η φορολογική αφαίμαξη των μισθωτών και συνταξιούχων συνεχίστηκε με αμείωτους ρυθμούς. Ετσι, στο εντεκάμηνο Γενάρη - Νοέμβρη του 2000 το κράτος εισέπραξε φόρους που ξεπέρασαν τους στόχους του προϋπολογισμού κατά 725 δισ. δραχμές.

Από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε χτες το υπουργείο Οικονομικών προκύπτει ανάγλυφα η εφαρμοζόμενη πολιτική αφαίμαξης των λαϊκών εισοδημάτων, που κατέβαλαν όπως και τα προηγούμενα χρόνια τη μερίδα του λέοντος.

  • Ετσι ο φόρος εισοδήματος, που προέρχεται κατά πρώτο και κύριο λόγο από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, αυξήθηκε στο εντεκάμηνο του 2000 κατά 13,2%, έναντι ποσοστού 11,7% του συνόλου των εσόδων.
  • O φόρος εισοδήματος έφτασε στο εντεκάμηνο σε 3,3 τρισ. δραχμές και έχει συνεισφέρει τα περισσότερα από κάθε άλλη κατηγορία εσόδων.

Με αυτό το βασικό γνώρισμα, η συσσώρευση φόρων από το κράτος προσλαμβάνει ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς, πολύ πάνω από το στόχο του προϋπολογισμού για το 2000 που έκανε λόγο για αύξηση 3,4%.

Ειδικότερα, τα συνολικά έσοδα μέχρι και το τέλος Νοέμβρη έφτασαν σε 10,5 τρισ. δραχμές και προήλθαν από τις εξής πηγές:

  • Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες 7,3 τρισ. δρχ., δηλαδή το 68,9% του συνόλου. Ο ΦΠΑ έφτασε σε 2,2 τρισ. δραχμές με ποσοστό αύξησης σε σύγκριση με το 1999 κατά 14,9%. Ο φόρος εισοδήματος παρελθόντων οικονομικών ετών έφτασε σε 135 δισ. δραχμές.
  • Τελωνεία 2,6 τρισ. δρχ. με ποσοστό συμμετοχής στο σύνολο των εσόδων 24,9%. Ο ΦΠΑ τελωνείων έφτασε σε 1 τρισ., αυξήθηκε σε σύγκριση με το 1999 κατά 27,6%, εξέλιξη που οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής των πετρελαιοειδών.
  • Εσοδα υπολόγου (αφορούν κυρίως μερίσματα από ομόλογα και μετοχές που έχει στην κατοχή του το Δημόσιο) 667 δισ. δρχ., ποσοστό 6,3 των συνολικών εσόδων.
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Ελαφρύνσεις, αλλά μόνο για τις μεγάλες

Δύο μέτρα και δύο σταθμά εφαρμόζει η κυβέρνηση στη φορολογία των επιχειρήσεων, καθώς δίνει τη δυνατότητα στις μεγάλες επιχειρήσεις (που τηρούν βιβλία Γ' κατηγορίας) να αποσβέσουν τις ζημιές που εμφανίζουν από την άνοδο του γιέν και του δολαρίου σε 3 χρόνια, ενώ για τις μικρές επιχειρήσεις (βιβλία Α' και Β' κατηγορίας) δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο. Αυτό προκύπτει από σχετικές εγκυκλίους του υπουργείου Οικονομικών, που κοινοποιήθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες και δόθηκαν χτες στη δημοσιότητα.

Ετσι, συνέχεια στις εξαγγελίες Παπαντωνίου για επιμερισμό των αποσβέσεων που προέκυψαν από συναλλαγματικές διαφορές, το υπουργείο Οικονομικών με σχετική εγκύκλιό του προβλέπει ότι η μείωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων λόγω της ανατίμησης του δολαρίου και του γιέν μπορεί να επιμεριστεί στους τρεις επόμενους ισολογισμούς. Την ίδια ώρα, όμως, οι επιχειρήσεις που κερδίζουν από τις εξελίξεις στην αγορά συναλλάγματος (την ανατίμηση του δολαρίου και του γεν) μπορούν όπως και τα περασμένα χρόνια να γράψουν τις συναλλαγματικές διαφορές στα κέρδη της τρέχουσας χρήσης. Η χτεσινή εγκύκλιος του υπουργείου Οικονομικών κάνει δεκτό ότι οι επιχειρήσεις θα μπορούν να αποσβέσουν τις χρεωστικές συναλλαγματικές διαφορές που προκύπτουν από τα δάνεια σε συνάλλαγμα που συνάφθηκαν μέχρι τις 31 Δεκέμβρη του 1999 και τα οποία επιβαρύνουν τις χρήσεις του 2000 και μετά. Η ίδια ρύθμιση ισχύει και για τις επιχειρήσεις που θα κλείσουν τη διαχειριστική τους περίοδο με ημερομηνία 30 Ιούνη του 2001.

Αντίθετα, με άλλη εγκύκλιο, που ορίζει τον τρόπο φορολογίας των εισοδημάτων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (βιβλία Α' και Β' κατηγορίας), δεν προβλέπεται καμιά διευκόλυνση για το κόστος που υπέστησαν από την άνοδο του δολαρίου και του γιέν. Οπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, οι επιχειρήσεις (εμπορίας και παραγωγής, παροχής υπηρεσιών και μεικτές) που τηρούν βιβλία Β' Κατηγορίας θα φορολογηθούν με βάση τις αγορές, τις δαπάνες, τις αναλογούσες στη χρήση αποσβέσεις και τα αναλογούντα καθαρά κέρδη.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Νέα μείωση στο επιτόκιο παρέμβασης

Στο 3,18% το επιτόκιο ταμιευτηρίου 

Σε μια μονάδα περιορίστηκε η απόσταση των επιτοκίων της δραχμής με το ευρώ μετά τη χτεσινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδας για μείωση του βασικού της επιτοκίου κατά 0,75 εκατοστά.

Το βασικό επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας ορίστηκε σε 5,75% (από 6,50%), ενώ ταυτόχρονα η δραχμή έχει πλησιάσει την «κλειδωμένη» ισοτιμία των 340,750, αφού χτες έφτασε στις 340,74. Η διαδικασία της «σύγκλισης», που τροφοδότησε, τα προηγούμενα χρόνια, την κερδοφορία του τραπεζικού κεφαλαίου και δημιούργησε μυθώδη κέρδη για τους κάθε είδους ρεντιέρηδες, έχει εξαντληθεί, καθώς επί της ουσίας η Ελλάδα έχει μπει στη λεγόμενη «εντός ΟΝΕ εποχή».

Η Εμπορική Τράπεζα έσπευσε χτες να ανακοινώσει μείωση στα επιτόκια ταμιευτηρίου, που διαμορφώνονται στο 3,75% και μετά την αφαίρεση του φόρου στο 3,18%, δηλαδή σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα από τον πληθωρισμό. Το βασικό επιτόκιο χορηγήσεων της Εμπορικής περικόπηκε κατά 25 εκατοστά της μονάδας, σε 7,25%. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, θα ακολουθήσει σήμερα και η Εθνική Τράπεζα.

Στο 5,01% τα 3ετή ομόλογα

Με τη δημοπρασία τριετών ομολόγων έληξε χτες και ο μεσοπρόθεσμος κρατικός δανεισμός για το 2000, καθώς απομένουν μόνον οι εκδόσεις εντόκων γραμματίων. Οι προσφορές των τραπεζών έφτασαν σε 579 δισ. δραχμές και το υπουργείο Οικονομικών δανείστηκε 144 δισ. με 5,01% ετησίως, από 5,64% τον Οκτώβρη. Το υφιστάμενο κρατικό χρέος θα μετατραπεί σε ευρώ από την 1.1.2001 αλλά η ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη θα γίνει με όρους επαχθέστερους από αυτούς που διατεινόταν η κυβερνητική προπαγάνδα. Ετσι, τα επιτόκια του ελληνικού κρατικού δανεισμού θα παραμένουν αρκετά πάνω από αυτά των άλλων κρατών της ΟΝΕ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ