ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Απρίλη 2014
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΙΣ ΑΓΟΡΕΣ»
Στήριξη στο κεφάλαιο... χρέη για το λαό

Eurokinissi

Μπόλικος «κουρνιαχτός» σηκώνεται τις τελευταίες μέρες γύρω από τη λεγόμενη «έξοδο στις αγορές», δηλαδή για την άντληση κρατικών δανείων απευθείας από τις διεθνείς τράπεζες και τις χρηματαγορές. Η συγκεκριμένη εξέλιξη συνδέεται τόσο με την «επιτυχή» έκβαση του αντιλαϊκού προγράμματος που εφαρμόστηκε στα προηγούμενα χρόνια, όσο και με τη διαφαινόμενη - αναιμική - οικονομική ανάπτυξη. Κατά τη διάρκεια της 4χρονης απουσίας από τις αγορές (από το 2010) τα «κενά» της κρατικής χρηματοδότησης καλύφθηκαν από τα δάνεια των ιμπεριαλιστικών Οργανισμών (ΕΕ - ΔΝΤ) στη βάση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων.

Παράλληλα με τα σφοδρά αντιλαϊκά μέτρα της περιόδου, συντελέστηκε και το «κούρεμα» του χρέους σε ποσοστό 53,5%, γεγονός το οποίο όχι μόνο δεν ελάφρυνε τα λαϊκά στρώματα, αλλά, αντίθετα, όπως άλλωστε και αποδείχτηκε, ήταν ο καταλύτης της αντιλαϊκής πολιτικής που ακολούθησε. Η παραπέρα απομείωση του χρέους επανέρχεται σήμερα ξανά στο προσκήνιο, επαναφέροντας το δίλημμα αν αυτή θα πραγματοποιηθεί με νέο «κούρεμα» ή με επιμήκυνση της αποπληρωμής, εκδοχή που φαίνεται και πιο κυρίαρχη.

Η αντιπαράθεση γι' αυτό το ζήτημα, αλλά και για τις διάφορες τεχνικές διαχείρισης, συντελείται σε έδαφος απόλυτα εχθρικό για το λαό, αφορά αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου για την εξυπηρέτηση όμως του κοινού στόχου, τη στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης.

Τι είχε γίνει πριν την κρίση

Μετά την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη, εν μέσω υψηλών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης και απογείωσης των επιχειρηματικών κερδών, οι εκδόσεις ομολογιακών δανείων με την προσφυγή στις τράπεζες ήταν φαινόμενο απόλυτα συνηθισμένο. Η αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στις χρηματαγορές γινόταν σε περίοδο αύξησης του παραγόμενου ΑΕΠ με ρυθμούς πολλαπλάσιους σε σχέση με τα άλλα κράτη. Για το 2003 στην Ελλάδα έφτασε στο 5,9% έναντι 1,5% κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη (ρυθμός 4πλάσιος) το 2004 στο 4,4% (2,6% στην Ευρωζώνη) ενώ το 2006 στο 5,5% (έναντι 3,4%). Είναι απόλυτα φανερό το γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και το κρατικό χρέος αλληλοτροφοδοτήθηκαν. Το κρατικό χρέος διοχετεύεται στην ενίσχυση και θωράκιση των επιχειρηματικών ομίλων, αφορά στη χρηματοδότηση των προτεραιοτήτων επιλεγμένων κλάδων και τομέων της οικονομίας και της παραγωγής, ενώ γιγαντώθηκε ταυτόχρονα με τα εκτεταμένα προγράμματα των ιδιωτικοποιήσεων των νευραλγικών κλάδων που εκχωρήθηκαν στους «επενδυτές». Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο οι εναλλαγές ως προς τις πηγές άντλησης του χρέους (κράτη ή χρηματαγορές) όσο και το ύψος του, δεν αποτελούν κριτήριο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του λαού.

Τα «Αναπτυξιακά» Ταμεία

Οι διαρθρωτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις, με στόχο την καπιταλιστική ανάκαμψη έχουν συνέχεια με τη συγκρότηση Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, που συζητήθηκε στην προχτεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά με την καγκελάριο της Γερμανίας Α. Μέρκελ. Μέτοχος του Ταμείου θα είναι το Ελληνικό Δημόσιο με συμμετοχή 50% και με κεφάλαια που θα προέλθουν από το ΕΣΠΑ. Το υπόλοιπο ποσό θα καταβληθεί από «διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και ιδιώτες επενδυτές». Ηδη, υπάρχει συμφωνία με τη γερμανική «επενδυτική τράπεζα» KfW, η οποία είναι ο φορέας διοχέτευσης της γερμανικής συμμετοχής στα δάνεια της τρόικας προς την Ελλάδα. Επίσης, θα συμμετέχουν η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, γαλλικές εταιρείες, ενώ κεφάλαια θα συνεισφέρουν και ιδιώτες όπως το Ιδρυμα Ωνάση. Είναι ολοφάνερη η επιχείρηση στήριξης τμημάτων του ντόπιου κεφαλαίου και μέσω αυτού του μηχανισμού για τη διοχέτευση φτηνής χρηματοδότησης για επενδύσεις. Και βέβαια όχι για τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως ισχυρίζεται η κυβερνητική επιχειρηματολογία, αλλά για ισχυρές και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και κλάδους, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει «δημόσια χρηματοδότηση» για τις επιχειρήσεις με «λογική συγκεκριμένους κανόνες και κριτήρια». Το εν λόγω ταμείο θα προικοδοτηθεί με χρήματα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία επιπλέον «πρέπει να επαναχρηματοδοτήσει τις τράπεζες με χαμηλό κόστος, μόνο εφόσον οι τράπεζες χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σύμφωνα με κοινωνικά και οικολογικά κριτήρια»....

Σειρά από ανάλογες προτάσεις αναπτύσσονται γύρω από την πολιτική που θα αντιμετωπίσει τα «προβλήματα» που κληροδοτεί η καπιταλιστική κρίση, που θα αναθερμάνει τον τραπεζικό δανεισμό σε όφελος των επιχειρηματικών ομίλων.

Μνημόνια διαρκείας

Η Κομισιόν επισημαίνει: «Τα μαθήματα που πήραμε από την πρόσφατη οικονομική και χρηματοοικονομική κρίση και την κρίση του δημόσιου χρέους οδήγησαν σε διαδοχικές μεταρρυθμίσεις των κανόνων της ΕΕ, με τη θέσπιση, μεταξύ άλλων, νέων συστημάτων εποπτείας των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών και ενός νέου δημοσιονομικού χρονοδιαγράμματος». Η «ενισχυμένη οικονομική εποπτεία» σε επίπεδο ΕΕ, ισχύει γα όλα ανεξαιρέτως τα κράτη - μέλη είτε υπάγονται σε μνημόνια είτε όχι. Από την «κρησάρα» της Κομισιόν περνάνε οι προβλεπόμενες δαπάνες όλων των κρατικών προϋπολογισμών. Προβλέπεται, μεταξύ άλλων, η μείωση του κρατικού χρέους στο 60% του ΑΕΠ, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και ετήσιους ρυθμούς, επίσης μια σειρά από κριτήρια για την παρακολούθηση και αξιολόγηση διαφόρων δημοσιονομικών μεγεθών, όπως τα εμπορικά και άλλα ελλείμματα ή πλεονάσματα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.

Επί της ουσίας, πρόκειται για μνημόνια διαρκείας, στο πλαίσιο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, στην ΕΕ, που όχι μόνο δεν παίρνει από βελτιώσεις αλλά που, αντίθετα, θα γίνεται ολοένα και πιο αντιλαϊκή.


Οι επιπτώσεις για τους εργαζόμενους

«Η οικονομική πολιτική, παρά τις πρόσφατες επιτυχίες, πρέπει να παραμείνει αφοσιωμένη στην ανάπτυξη του νέου εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου, στη δημοσιονομική πειθαρχία, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τον εκσυγχρονισμό του τραπεζικού συστήματος και την κοινωνική πολιτική, με έμφαση σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η πολιτική σταθερότητα. Οι υγιείς πολιτικές δυνάμεις του τόπου είμαι βέβαιος ότι θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων για μια ακόμη φορά». Ετσι έκλεινε το άρθρο του υπουργού Οικονομικών Γ. Στουρνάρα στην «Καθημερινή» 6/4/2014. Η «έξοδος της Ελλάδας στις αγορές», δηλαδή η προσπάθεια δανεισμού του κράτους από τις τράπεζες, συνοδεύτηκε από διθυράμβους της αστικής προπαγάνδας για την πορεία εξόδου της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας από την οικονομική κρίση και την πορεία στην ανάπτυξη.

Η αστική προπαγάνδα λέει ότι η Ελλάδα τώρα έγινε μια «κανονική χώρα» αφού δανείζεται από τις αγορές, έγινε «αυτεξούσια χώρα», δηλαδή δεν θα υπάρχει επιτήρηση της τρόικας, έχει πλεόνασμα, θα έχει φτηνό χρήμα, θα υπάρξει ρευστότητα, άρα χρήμα για καπιταλιστικές επενδύσεις και ανάπτυξη. Με την ανάπτυξη θα αντιμετωπιστεί η ανεργία και θα αυξηθούν τα εισοδήματα.

Η καπιταλιστική οικονομική κρίση, καταστρέφοντας εργατική δύναμη, συνέβαλε στη διαμόρφωση μαζικής ψυχολογίας μειωμένων απαιτήσεων στη ζωή, έτσι καλλιεργείται το έδαφος οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί να πιάσουν τόπο. Οι άνεργοι, φτωχοί, εξαθλιωμένοι, άστεγοι κλπ. υποχρεώθηκαν να μάθουν να καταφέρνουν να ζήσουν όπως-όπως και όχι με βάση τις σύγχρονες ανάγκες. Παρόλο που οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν αναπτυχθεί τόσο που θα μπορούσαν να ζήσουν όλο τον πλανήτη. Μια ανάκαμψη, ακόμη και αναιμική, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι θα δημιουργήσει κάποιες θέσεις εργασίας. Ομως, με βάση τα δικά τους στοιχεία, σε δέκα χρόνια υπολογίζεται ότι με ρυθμούς ανάπτυξης 5% του ΑΕΠ, η ανεργία θα μειωθεί από το 27% στο 17%. Ενώ οι όποιες θέσεις εργασίας θα είναι κακοπληρωμένες.

Επίσης θα δοθούν μερικά ψίχουλα, ιδιαίτερα στα πιο εξαθλιωμένα στρώματα, σαν το λεγόμενο κοινωνικό μέρισμα. Ενώ θα γίνει προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας καλύτερος μηχανισμός διαχείρισης της φτώχειας, το λεγόμενο κοινωνικό δίκτυο προστασίας, με κοινωνικά ιατρεία, φαρμακεία, παντοπωλεία κλπ. που το εμφανίζουν ως «νέο κοινωνικό κράτος».

Οχι πανηγυρισμοί

Η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν έχουν κανένα λόγο λοιπόν να συμμερισθούν τους πανηγυρισμούς του κεφαλαίου, πολύ περισσότερο να ταχτούν μαζί τους.

Υπενθυμίζουμε πως ο αστικός Τύπος, μαζί με τους πανηγυρισμούς για την έξοδο στις αγορές, σημείωνε ότι «για να επιτευχθεί η ολική επαναφορά πρέπει να ολοκληρωθεί η μεγάλη μάχη για τη δημοσιονομική εξυγίανση και το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας σε ανταγωνιστική και εξωστρεφή βάση. Αναγκαία δε προϋπόθεση είναι η εδραίωση της πολιτικής και κυβερνητικής σταθερότητας...». Αυτό υπενθυμίζει και η Κριστίν Λαγκάρντ, λέγοντας ότι είναι θετική η δοκιμή για έξοδο στις αγορές, αλλά η Ελλάδα είναι ακόμη σε πρόγραμμα. Αυτό λένε με άλλον τρόπο και άλλα κράτη της ΕΕ.

Τόσο τα επιτελεία των αστών εντός και εκτός Ελλάδας (ΕΕ), όσο και ο υπουργός Οικονομικών έχουν επεξεργασμένη γραμμή για την από δω και μπρος πορεία της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας και των στρατηγικών επιλογών που είναι αναγκαίες για την καπιταλιστική ανάπτυξη.

Επιμένουν πρωταρχικά στη συνέχιση των αναδιαρθρώσεων. Ο Γ. Στουρνάρας στο ίδιο άρθρο υπογραμμίζει ότι «κατά τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια, η Ελλάδα έχει υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, με σημαντικότερες αυτές στην αγορά εργασίας, στο Ασφαλιστικό, στο σύστημα Υγείας και στη φορολογική διοίκηση». Σ' αυτά αποδίδει ότι «η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να δείχνει τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια ισορροπίας και ανάκαμψης».

Αποδεικνύεται ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη απαιτεί συνεχή προσαρμογή στις συνθήκες που διαμορφώνονται από το διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό και επιδρά στο ποσοστό κερδοφορίας των μονοπωλίων. Επομένως η αντεργατική κατεύθυνση δεν αλλάζει. Αλλωστε, όλες οι αναδιαρθρώσεις, που στην Ελλάδα ξεκίνησαν από το 1997 (κάποιες είχαν ξεκινήσει από την περίοδο της διαμόρφωσης της «Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς» το 1985, προπομπό του Μάαστριχτ), είναι στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου για τη διευκόλυνση αναπαραγωγής των κερδών του, μεγέθυνσής του, στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού.

Με όχημα τις «μεταρρυθμίσεις»

Λέει ο Γ. Στουρνάρας στο ίδιο άρθρο: «Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη υιοθετηθεί στην αγορά εργασίας θα διευκολύνουν τη γρηγορότερη μείωση της ανεργίας, τώρα που η ελληνική οικονομία μπαίνει σε πορεία ανάκαμψης. Με τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, που υιοθετήσαμε με την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου πριν από λίγες ημέρες, αναμένουμε μείωση των σχετικών τιμών, αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης».

Η ευελιξία στην αγορά εργασίας [ελαστικές εργασιακές σχέσεις κυρίως με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (έκθεση Σέρκας)], οι μαζικές απολύσεις, τα προγράμματα ενεργητικής απασχόλησης ως μέτρα για την «ανακύκλωση» της ανεργίας και ιδιαίτερα τα προγράμματα της μαθητείας, μαζί με τη νομοθέτηση για μισθούς ανάλογα με την πορεία της οικονομίας, τις μειώσεις στις εργοδοτικές εισφορές, προσφέρει στο κεφάλαιο τη δυνατότητα να σπαταλά λιγότερα χρήματα για την αγορά εργατικής δύναμης χωρίς αυτό να επιδρά αρνητικά στην παραγωγή τους, άρα και στην κερδοφορία τους.

Η απελευθέρωση σε μια σειρά τομείς της οικονομίας ενισχύει τις καπιταλιστικές επενδύσεις. Βεβαίως φέρνουν το επιχείρημα ότι ο ανταγωνισμός θα μειώσει τις τιμές κάποιων εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Εχει αποδειχθεί ότι όσες φορές έχει συμβεί αυτό, έχει προσωρινό χαρακτήρα, ενώ ακόμη κι έτσι, με το λαϊκό εισόδημα να έχει καταρρακωθεί, είναι αδύνατον να ικανοποιούνται λαϊκές ανάγκες.


Σ. - Κ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ