Τρομακτικές οι επιπτώσεις των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών κατά των πετροχημικών και των διυλιστηρίων, στην καρδιά της γιουγκοσλαβικής βιομηχανίας, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Βελιγράδι. Μέσα σ' ένα χρόνο διπλασιάστηκαν οι καρκίνοι και οι τερατογενέσεις
Μέσα σ' ένα χρόνο από την έναρξη της ΝΑΤΟικής εισβολής, διπλασιάστηκαν τα κρούσματα καρκίνων και τερατογενέσεων ανάμεσα στους κατοίκους της περιοχής. Το Πάντσεβο είναι ο τόπος που δέχτηκε τους ανελέητους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς, που προκάλεσαν μια τρομακτικών διαστάσεων χημική ρύπανση στο έδαφος, στον αέρα και τα νερά. Τα ΝΑΤΟικά αεροπλάνα πραγματοποίησαν το διάστημα 24 Μάρτη μέχρι 10 Ιούνη 1999 περισσότερες από 30 συντονισμένες επιχειρήσεις για την καταστροφή της καρδιάς της βαριάς βιομηχανίας της Γιουγκοσλαβίας. Πάνω από 37 στόχοι επλήγησαν.
Την πόλη του Πάντσεβο επισκέφθηκε, στη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής της στη Γιουγκοσλαβία, αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, με επικεφαλής την ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος Αλ. Παπαρήγα και είχε συνάντηση με το τοπικό συμβούλιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σερβίας. Δε στάθηκε δυνατό, η αντιπροσωπεία του ΚΚΕ να δει από κοντά τις κατεστραμμένες βιομηχανίες, γιατί η νέα γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δε θέλει να φαίνονται τα εγκλήματα του ΝΑΤΟ και προσπαθεί με κάθε τρόπο να τα συγκαλύψει.
Στην ενημέρωση που έκαναν τα στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, σημείωσαν: «Οι δυνατοί του κόσμου αποφάσισαν να διαλύσουν τη Γιουγκοσλαβία. Μας έφτιαξαν εμφύλιο πόλεμο, εμπάργκο, πρόσφυγες, δυστυχία. Προσπάθησαν να μας καταστρέψουν ολοκληρωτικά με τη χρήση στρατιωτικών μέσων, εφαρμόζοντας παράλληλα μεθόδους που χρησιμοποιεί η Μαφία. Το Πάντσεβο είναι πόλη, την οποία θέλησαν να σκοτώσουν. Στη διάρκεια των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ κατά της πατρίδας μας, το Πάντσεβο, μαζί με το Νόβι Σαντ ήταν οι πιο συχνοί στόχοι. Ο πιο σύγχρονος στρατιωτικός μηχανισμός του κόσμου συστηματικά κατέστρεφε τη βιομηχανία του Πάντσεβο, τα διυλιστήρια, το πετροχημικό, το εργοστάσιο αζώτου και το εργοστάσιο αεροπλάνων Ούτβα. Βομβαρδίστηκε 30 φορές, κάηκαν 37 στόχοι, από τους οποίους στη βιομηχανική ζώνη ήταν 28. Τρεις εργάτες του διυλιστηρίου βενζίνης σκοτώθηκαν και 50 κάτοικοι του Πάντσεβο τραυματίστηκαν».
Εξαιτίας των βομβαρδισμών του πετροχημικού συγκροτήματος, σύμφωνα με τα στοιχεία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που εξάλλου ήταν στην κυβέρνηση τότε, ελευθερώθηκαν στο περιβάλλον 8 τόνοι υδραργύρου, 21 τόνοι αιθυλενίου - διχλωρίου, 80.000 τόνοι βενζίνης και παράγωγα βενζίνης, 250 τόνοι αμμωνίας, καθώς και μεγάλες ποσότητες άλλων επικίνδυνων και καρκινογόνων ουσιών. «Το ΝΑΤΟ, επισημαίνουν, είναι εγκληματίες και τραμπούκοι που θέλανε να σκοτώσουν την πόλη. Ηξεραν τι βομβαρδίζουν και ποιες θα είναι οι συνέπειες. Με το βομβαρδισμό του πετροχημικού εργοστασίου, έχουν χυθεί εξαιρετικά δηλητηριώδεις ύλες, οι οποίες έχουν μπει μέσα στο βάθος της γης στα υπόγεια νερά, αλλά και στα ποτάμια. Ενώ δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία μέχρι στιγμής για το πού χρησιμοποιήθηκαν και βλήματα με απεμπλουτισμένο ουράνιο και πλουτώνιο».
Οι ουσίες που διέφυγαν, όπως τονίζουν οι ίδιοι, την περίοδο των βομβαρδισμών σχημάτισαν ένα κοκτέιλ από δηλητηριώδη αέρια, που με τον αέρα μεταφέρθηκαν σε όλα τα Βαλκάνια. «Η παρακολούθηση αυτών των σύννεφων γινόταν από τους δορυφόρους και είναι γνωστό και αποδεδειγμένο ότι έφθασαν μέχρι την Τσεχία και τη Σλοβακία στο βορά και στο νότο μέχρι την Ελλάδα». Ο οικονομικός απολογισμός των ζημιών που προκάλεσαν οι βομβαρδισμοί είναι και αυτός ανυπολόγιστος. Στο πετροχημικό εργοστάσιο η ζημιά υπολογίζεται σε 448 εκατ. δολάρια, στο διυλιστήριο πετρελαίου σε 360 εκατ. δολάρια, στο εργοστάσιο αζώτου σε 150 εκατ. δολάρια, στο εργοστάσιο της Αεροπορίας σε 36 εκατ., ενώ έμειναν και χωρίς δουλιά 9.000 εργαζόμενοι.
Ομως, το στοιχείο που προκαλεί τρόμο είναι οι μακροχρόνιες επιπτώσεις στον ίδιο τον άνθρωπο. Τα τελευταία 10 χρόνια, έχει αυξηθεί η θνησιμότητα στο Πάντσεβο, εξαιτίας των οικονομικών κυρώσεων και της πτώσης του βιοτικού επιπέδου του λαού, τώρα όμως άρχισαν να εμφανίζονται και οι επιπτώσεις από τη χημική μόλυνση που προκάλεσαν οι ΝΑΤΟικοί βομβαρδισμοί. Τον πρώτο χρόνο μετά τους βομβαρδισμούς, οι θάνατοι από λευχαιμίες και καρκίνους αυξήθηκαν θεαματικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το διάστημα αυτό σημειώθηκαν 5.400 καρκινογενέσεις, αριθμός διπλάσιος από την προηγούμενη χρονιά. Επίσης, για πρώτη φορά, εμφανίστηκαν στο Πάντσεβο και αρκετές νέες αρρώστιες.
Τα στοιχεία αυτά, μαζί με τις επιπτώσεις του πολέμου στη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή του Πάντσεβο, που έχουν τραγικές συνέπειες στη ζωή των κατοίκων, επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι οι ΝΑΤΟικοί σκόπευαν να σκοτώσουν την πόλη του Πάντσεβο. Απέναντι σ' αυτήν την κατάσταση, η νέα γιουγκοσλαβική κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει ένα πέπλο σιωπής, αλλά και τρόμου στον πληθυσμό. Στόχος τους είναι να ξεχάσει ο λαός τη ΝΑΤΟική βαρβαρότητα για να υποταγεί όσο το δυνατόν πιο εύκολα στη «νέα τάξη». Δεν είναι τυχαίο, όπως τόνισαν τα στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Πάντσεβο, ότι τα κατεστραμμένα εργοστάσια μπορούν να τα επισκέπτονται μόνο αυτοί που τα κατέστρεψαν. Είναι οι ίδιοι, που τώρα ετοιμάζονται να κάνουν «επενδύσεις» πάνω στα ερείπια που προκάλεσαν. Στην επιχείρησή τους αυτή, έχουν βρει συνεργούς, τη νέα γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, η οποία σταμάτησε οποιαδήποτε προσπάθεια ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων βιομηχανιών, προκειμένου οι ξένοι επενδυτές να τα αγοράσουν σε χαμηλή τιμή.
Ο αντιπρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σερβίας και πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας μιλάει στο «Ρ»
Σε δήλωσή του στο «Ρ», κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στη Γιουγκοσλαβία, ο αντιπρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος Σερβίας επισήμανε ότι η συνεργασία του κόμματός του με το ΚΚΕ είναι μέρος της συνεργασίας και της φιλίας που υπάρχει μεταξύ του ελληνικού και του σερβικού λαού. Η επίθεση του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας, μας είπε, «δεν ήταν επίθεση μόνο κατά του λαού της Γιουγκοσλαβίας, αλλά επίθεση εναντίον όλων των λαών της Βαλκανικής». Για να επισημάνει ότι για το μέλλον της Ευρώπης πρέπει να δουλέψουν οι λαοί της και όχι το ΝΑΤΟ.
Ο Ζ. Γιοβάνοβιτς μας μίλησε για τις επιπτώσεις των αεροπορικών επιδρομών του ΝΑΤΟ κατά της χώρας του, τονίζοντας ότι στόχος των ΝΑΤΟικών επιτελείων ήταν να καταστρέψουν τη ζωή στη Σερβία. «Η επίθεση του ΝΑΤΟ είναι έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Οι συνέπειες δεν μπορούν να προσδιοριστούν ούτε τοπικά ούτε χρονικά. Η Αμερική θέλησε να αποδεσμευτεί από τις βόμβες που κατέχει. Εφτιαξε, λοιπόν, μόνη της εχθρούς - λαούς, με στόχο να πετάξει αυτά τα όπλα. Και πού τα πέταξε; Στην Ευρώπη, στη Γιουγκοσλαβία, στα Βαλκάνια. Πέταξε αυτά τα όπλα, προκαλώντας μια γενοκτονία στα Βαλκάνια. Και όλα αυτά στο όνομα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Επίσης, μας μίλησε για τους τρόπους με τους οποίος η νέα γιουγκοσλαβική κυβέρνηση προσπαθεί να συγκαλύψει τα ΝΑΤΟικά εγκλήματα και να κάνει το γιουγκοσλαβικό λαό να ξεχάσει. «Θέλουν, μας είπε, οι καινούριοι κυβερνώντες να εξαφανίσουν τα ντοκουμέντα των εγκλημάτων τους», γι' αυτό συγκέντρωσαν για να κάψουν και τα σχετικά βιβλία που είχε εκδώσει η προηγούμενη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση. «Θέλουν να τα κάψουν όλα», λέει. Οπως, επίσης, μας έκανε γνωστό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Σερβίας έχει ετοιμάσει ένα βιβλίο για τις συνέπειες του βομβαρδισμών, με στόχο να κυκλοφορήσει μέχρι τις 24 Μάρτη, δεύτερη επέτειο της έναρξης των ΝΑΤΟικών βομβαρδισμών, αλλά δεν υπάρχουν τα χρήματα που απαιτούνται για την εκτύπωσή του.
Βασικός λόγος, όπως τονίζουν οι φοιτητές, που δεν αποδέχεται το αίτημα για επιστροφή των παιδιών αυτών στην Ελλάδα, όπου τα πανεπιστήμια δεν είναι αρνητικά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, είναι ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παραδοχή του ΝΑΤΟικού εγκλήματος κατά της Γιουγκοσλαβίας, κάτι που εκτός των άλλων δε θα λειτουργούσε θετικά στη λεγόμενη «οικονομική διείσδυση» ελληνικών επιχειρήσεων στη Γιουγκοσλαβία.
Κατά την πρόσφατη επίσκεψη της Αλ. Παπαρήγα στη Γιουγκοσλαβία, οι Ελληνες φοιτητές στο Βελιγράδι μίλησαν για το πρόβλημα που τους απασχολεί, στη διάρκεια συγκέντρωσης που πραγματοποίησαν στο χώρο της ελληνικής πρεσβείας. Ο «Ρ» συζήτησε με μέλη του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών στο Βελιγράδι, για τις αγωνίες τους και τις ανησυχίες τους και κατέγραψε την αγανάκτησή τους για τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης.
Ο Αποστόλος Ράπτης, από τη Νίκαια του Πειραιά, φοιτητής στο 4ο έτος της Ιατρικής Σχολής, καλεί την ελληνική κυβέρνηση «να εγγυηθεί γραπτώς ότι δεν υπάρχει πρόβλημα για τη ζωή μας». Σε αντίθετη περίπτωση, αν δεν το κάνει αυτό, «να μας απορροφήσει σε ελληνικά πανεπιστήμια και να πάψει να μας κοροϊδεύει, γιατί εμείς εδώ σπουδάζουμε και δεν μπορούμε κάθε λίγο και λιγάκι να βρισκόμαστε υπό την πίεση αυτού του άγχους. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Κυρίως όσοι σπουδάζουμε σε ιατρικές σχολές μαθαίνουμε από τους καθηγητές μας ότι οι συνέπειες των βομβαρδισμών είναι τεράστιες. Οπως μας λένε οι καρκίνοι και οι μεταλλάξεις έχουν αυξηθεί».
Ο Δημήτρης Μισιρλής, από τη Θεσσαλονίκη, φοιτητής στο 5ο έτος του τμήματος Λογοθεραπείας, επισημαίνει ότι οι Ελληνες φοιτητές στο Βελιγράδι βιώνουν ένα ρατσισμό που εκπορεύεται από τις ελληνικές αρχές. «Ηρθαμε, σημειώνει, στο Βελιγράδι να σπουδάσουμε με τις ευλογίες της ελληνικής πολιτείας και τώρα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την αδιαφορία της. Το ότι καταφέρνουμε να σπουδάζουμε σε έναν τόπο που δοκιμάζεται, αποδεικνύει την πραγματική μας θέληση και την αγάπη μας προς την επιστήμη που έχουμε επιλέξει. Επιλέξαμε τα γιουγκοσλαβικά πανεπιστήμια λόγω του επιπέδου των σπουδών που παρέχουν. Πέραν αυτού και λόγω του χαμηλού κόστους ζωής».
«Η κυβέρνηση, επισημαίνει ο Αποστόλης, αδιαφορεί για μας και αυτό που μας τρομάζει περισσότερο είναι το ότι κάνει επιχωματώσεις στο Κόσσοβο, στα ελληνικά στρατόπεδα, πράγμα που επιβεβαιώνει ότι υπάρχει πρόβλημα. Υπάρχει ένα συνολικό πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Πρέπει κάποτε η πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι στους πολίτες. Αυτό που όμως σήμερα κάνει, είναι ουσιαστικά να μας προτρέπει να εγκαταλείψουμε τις σπουδές μας και δυστυχώς αρκετοί συμφοιτητές μας αναγκάστηκαν να το κάνουν». Και ο Δημήτρης συμπληρώνει: «Καμία αρμόδια ελληνική κρατική αρχή δε μας ενημέρωσε έστω και άτυπα για το πρόβλημα και έτσι μετά τη λήξη των βομβαρδισμών επιστρέψαμε». Ο Αποστόλης θέτει ακόμα το ζήτημα: «Ορισμένοι λένε ότι αν επιστρέψουμε θα δημιουργηθεί προηγούμενο. Είναι λάθος να το λένε αυτό, εκτός αν σκοπεύουν να βομβαρδίσουν ολόκληρα τα Βαλκάνια».
Στη συζήτηση μπαίνει Πόπη Φιλιππίδου, από τη Θεσσαλονίκη, φοιτήτρια στο 3ο έτος του Φαρμακευτικού Τμήματος, η οποία επισημαίνει: «Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας μας έστειλε να σπουδάσουμε στο εξωτερικό. Ηρθαμε στη Γιουγκοσλαβία τόσο λόγω του υψηλού επιπέδου των πανεπιστημίων της όσο και του χαμηλού κόστους ζωής. Προέκυψαν στην πορεία όλα τα γνωστά γεγονότα». Ομως, πού είναι η ελληνική κυβέρνηση; «Η ελληνική κυβέρνηση, συνεχίζει ο Πόπη, είναι συνδημιουργός αυτού του προβλήματος, αφού συνυπέγραψε τους βομβαρδισμούς, στα πλαίσια της λογικής του να μη παραδεχθεί τη συνενοχή της και να μην αναγνωρίσει την ύπαρξη του προβλήματος, στέκει αδιάφορη απέναντί μας. Νιώθουμε όμηροι. Μας αφήνει ενέχυρο. Θέλει να παίζει το διπλό της το ρόλο, του θύτη και να προσφέρει ως θύματα εμάς».
Στη συνέχεια ο Βαγγέλης Σκροπίδας, από την Αθήνα, φοιτητής στο 2ο έτος της Αγγλικής Φιλολογίας, επισημαίνει ότι «υπάρχει μια πολιτική υποβάθμισης των πτυχίων των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, με προφανή στόχο να στραφεί το ενδιαφέρον κυρίως σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και άλλων δυτικών χωρών, πράγμα που σημαίνει ότι θα σπουδάζουν μόνο οι λίγοι που μπορούν να αντεπεξέλθουν στο υψηλό κόστος σπουδών αυτών των χωρών». Και ο ίδιος προσθέτει: «Η ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει τις ευθύνες της. Δεν μπορεί μόνο και μόνο για να στηθούν ορισμένες επιχειρήσεις και να ανοίξουν οι αγορές να θέτει σε κίνδυνο τη ζωή τις δικές μας ζωές».