ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 6 Δεκέμβρη 2014
Σελ. /24
ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΤΟΥ «G20» ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Προμήνυμα νέων αντεργατικών επιθέσεων

Από την «οικογενειακή» φωτογραφία του G20
Από την «οικογενειακή» φωτογραφία του G20
Η πρόσφατη Σύνοδος Κορυφής των 20 ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών του κόσμου (του λεγόμενου G20) που έγινε στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας επιβεβαίωσε τον έντονο προβληματισμό των καπιταλιστών για την κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας.

Αυτό φαίνεται τόσο στο Τελικό Ανακοινωθέν όσο και στο «Πλάνο Δράσης», όπου γίνεται αναφορά σε «απογοητευτικά αδύναμη κυκλική ανάκαμψη από τη βαθιά ύφεση, αποδυναμωμένη παραγωγική ικανότητα σε «οικονομίες - κλειδιά» και μια κληρονομιά από τρωτά σημεία που άφησε η οικονομική κρίση».

Οι G20 καλωσορίζουν «τις βελτιώσεις που έγιναν στην παγκόσμια οικονομία, με ορισμένες "οικονομίες - κλειδιά" να παρουσιάζουν ταχύτερη ανάπτυξη», αλλά συνεχίζουν: «Ωστόσο, η συνολική κατάσταση της ανάπτυξης δεν είναι ικανοποιητική και η παγκόσμια οικονομία παραμένει μακριά από την επίτευξη των στόχων της ισχυρής, βιώσιμης και ισορροπημένης ανάπτυξης». Ειδικότερα εκτιμούν ότι «η ανάπτυξη ανέκαμψε σε μερικές αναπτυγμένες οικονομίες, ειδικά τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά. Ωστόσο, είναι αδύναμη στην Ιαπωνία και την ευρωπαϊκή περιοχή και ο πληθωρισμός είναι αρκετά κάτω από το στόχο. Ενώ η ανάπτυξη είναι ρωμαλέα και γίνεται πιο βιώσιμη σε μερικές αναδυόμενες "οικονομίες - κλειδιά", συμπεριλαμβανομένης της Κίνας και της Ινδίας, επιβραδύνεται σε ορισμένες άλλες χώρες, λαμβανομένων υπόψιν των βραχυπρόθεσμων οικονομικών συνθηκών».

Προσπαθώντας να κρύψουν σημάδια που δείχνουν όχι μόνο ότι η ανάκαμψη είναι ακόμα πιο αναιμική και επίφοβη αλλά και ότι η κρίση ενδεχόμενα επεκταθεί σε νέες ζώνες (βλέπε π.χ. στασιμότητα στους δείκτες της Γερμανίας ή πτώση στους ρυθμούς ανάπτυξης της Κίνας), οι G20 καλούν σε άμεση λήψη μέτρων που θα δώσουν ώθηση σε επενδύσεις, με την ελπίδα ότι έτσι λιμνάζοντα κεφάλαια θα τεθούν σε κίνηση και θα αυξηθεί το ποσοστό κέρδους.

«Η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας απαιτεί μια ευρεία και συνεκτική πολιτική απάντηση», επισημαίνουν και επικεντρώνουν ιδιαίτερα τις προσπάθειές τους σε «μακροοικονομικές πολιτικές που ανταποκρίνονται στις ανησυχίες για βραχυπρόθεσμη ζήτηση», αλλά και «δομικές μεταρρυθμίσεις για να ανέβει η αναπτυξιακή δυναμική», δηλαδή παρεμβάσεις που συμβάλλουν στην περαιτέρω συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, στην πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης. Αυτό σημαίνει συγκέντρωση κλάδων και τομέων της οικονομίας σε όλο και λιγότερα χέρια, νέα επίθεση σε όποιες εργατικές - λαϊκές κατακτήσεις έχουν απομείνει, αύξηση της σχετικής και απόλυτης φτώχειας των εργατικών - λαϊκών στρωμάτων.

Ρητά διακηρύσσεται η ανάγκη «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας», δηλαδή η ανάγκη να προχωρήσουν και να επεκταθούν ρυθμίσεις που ενισχύουν την ελευθερία των μονοπωλίων να κονταροχτυπιούνται και να διεκδικούν την κυριαρχία σε νέες αγορές πρώτων υλών και νέα (οικονομικά και γεωγραφική) πεδία δράσης, αλλά και η ελευθερία τους να ξεζουμίζουν τους εργάτες, εξασφαλίζοντας όλο και μεγαλύτερες δεξαμενές φτηνών εργατικών χεριών από τις οποίες θα μπορούν να ανανεώνουν διαρκώς το εργατικό τους δυναμικό, επιλέγοντας κάθε φορά τα πιο γερά και βολικά γρανάζια για τις μηχανές τους, αντικαθιστώντας χωρίς δεύτερη σκέψη όσα τους φαίνονται να «σκουριάζουν» ή να κοστίζουν πολύ σε σχέση με αυτά των ανταγωνιστών τους.

Από αυτήν τη σκοπιά, σε όλα τα ντοκουμέντα της Συνόδου κλίνεται σε όλες τις πτώσεις η ανάγκη «αύξησης της απασχόλησης και της συμμετοχής», αντιμετώπισης ειδικά της υψηλής ανεργίας των νέων και μείωσης της μεγάλης διαφοράς στα ποσοστά απασχόλησης ανδρών - γυναικών.

Δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αυταπάτη: Καθόλου δεν πήρε τους καπιταλιστές ο πόνος για τη μείωση της ανεργίας. Αγωνία τους είναι να εξασφαλίσουν εργάτες που θα δουλεύουν όποτε, όπως και όσο απαιτούν τα κέρδη τους. Δε θέλουν ούτε και πρόκειται ποτέ να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την ανεργία, αφού αυτή προκαλείται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και την αναρχία στην οικονομία. Η «έγνοια» τους για την αύξηση της απασχόλησης μόνο νέα δεινά προμηνύει, αφού αυτή συνοδεύεται από την επίκληση για ενίσχυση της «κινητικότητας» και της «ελαστικότητας», της «μείωσης του κόστους» παραγωγής και μια σειρά άλλες προτεραιότητες που μπαίνουν για να έρθει και να «στερεωθεί» η καπιταλιστική ανάπτυξη.

Θα οξυνθούν οι «κόντρες»

Οσον αφορά τους κλάδους στους οποίους θα στραφεί το ενδιαφέρον των μονοπωλίων, ειδική αναφορά γίνεται καταρχήν στις επενδύσεις σε υποδομές. Η Σύνοδος επικύρωσε τη δημιουργία ενός «Παγκόσμιου Κέντρου Υποδομών», ενώ εκφράζεται και υποστήριξη σε επενδύσεις που μπαίνουν μπροστά σε ΗΠΑ, Αργεντινή, Νότια Κορέα, Αυστραλία, Βραζιλία, Ινδία, Σαουδική Αραβία, Μεξικό.

Επιπλέον, στο Τελικό Ανακοινωθέν τονίζεται ότι «η αυξημένη ενεργειακή συνεργασία αποτελεί προτεραιότητα. Οι παγκόσμιες αγορές Ενέργειας βρίσκονται σε διαδικασία σημαντικών αλλαγών. Οι ισχυρές και ανθεκτικές αγορές Ενέργειας είναι καθοριστικές για την οικονομική ανάπτυξη». Το 2015 θα γίνει για πρώτη φορά συνάντηση των υπουργών Ενέργειας των 20 χωρών, με στόχο να βρεθούν τρόποι να προχωρήσει αυτή η συνεργασία. Συμπληρώνεται όλο νόημα ότι «το αέριο είναι μια αυξανόμενα σημαντική ενεργειακή πηγή και θα εργαστούμε για να βελτιώσουμε τη λειτουργία των αγορών αερίου». Αυτά υπογραμμίζονται σε μια περίοδο που μια σειρά από δεδομένα αλλάζουν σχετικά με τις μορφές και τους δρόμους Ενέργειας που τα μονοπώλια προτιμούν: η εξερεύνηση και η εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου τρέφει νέους ανταγωνισμούς σε περιοχές όπως η Ανατολική Μεσόγειος, ο Ειρηνικός, ενώ αναζωπυρώνονται συνέχεια οι «κόντρες» για τους διαδρόμους μεταφοράς αερίου και πετρελαίου (βλέπε εξελίξεις σε Ουκρανία, Βόρεια Αφρική, Μέση Ανατολή).

Επιπλέον, μια σειρά από συζητήσεις αναπτύσσονται σχετικά με το μέλλον της παραγωγής σχιστολιθικού αερίου, αλλά και την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Είναι σίγουρο ότι τα μονοπώλια αναζητούν νέα πεδία δράσης και μόνο σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να εξεταστεί και το «ενδιαφέρον» του G20 για την αντιμετώπιση των συνεπειών από τις κλιματικές αλλαγές. Καθόλου τυχαία, λίγο πριν τη συνάντηση στο Μπρισμπέιν είχε προηγηθεί η σχετική συμφωνία που υπέγραψαν ΗΠΑ - Κίνα στο Πεκίνο, λίγο μετά τη συνάντηση της Οργάνωσης για τη Συνεργασία στον Ειρηνικό (APEC). Η συζήτηση για τις κλιματικές αλλαγές συνδέεται και με την αναζήτηση νέων μορφών Ενέργειας, αλλά και τις προσπάθειες μονοπωλίων να αποδυναμώσουν ανταγωνιστές τους. Για παράδειγμα, η Αυστραλία δέχτηκε έντονη κριτική για την κατάργηση φόρου που μέχρι πρότινος πλήρωναν μεταλλευτικοί κολοσσοί με ισχυρή παρουσία διεθνώς.

Είναι δεδομένο ότι αυτές οι επενδυτικές προτεραιότητες δείχνουν τα πεδία, όπου θα ξετυλιχτεί πιο λυσσαλέα ο ανταγωνισμός μεταξύ των μονοπωλίων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους ειδικά στους συγκεκριμένους κλάδους.


Α. Μ.


Θέλουν πιο «ευπροσάρμοστους» εργάτες

Οι «20» επιχαίρουν, επειδή ήδη κάποια μέλη τους «κινούνται προς τη θέσπιση ή αύξηση κατώτατων μισθών, τη βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου και τη βελτίωση των δικτύων κοινωνικής ασφάλειας», αλλά και επειδή «κάνουν νέα βήματα για την οργάνωση της λειτουργίας των αγορών εργασίας και τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας».

Είναι πολλά τα παραδείγματα που βεβαιώνουν ότι οι εκπρόσωποι των μονοπωλίων δε λένε τα παραπάνω επειδή «πόνεσαν» ξαφνικά τους εργάτες.

Στη Γερμανία, όπου πρόσφατα θεσπίστηκε κατώτατος μισθός, η εργατική τάξη της χώρας συνέχισε να έχει ένα μεγάλο ποσοστό μερικής εργασίας, εκατομμύρια απασχολούμενους με μισθούς πείνας στα λεγόμενα «mini jobs» των 400 ευρώ, ευρεία γκάμα ελαστικών σχέσεων εργασίας κ.τ.λ. Δηλαδή, η μεγαλοεργοδοσία εξακολούθησε να διαθέτει μια σειρά τρόπους να μειώνει την τιμή της εργατικής δύναμης, να απασχολεί και να απολύει με τους όρους που εκείνη βολεύεται, ενώ ταυτόχρονα καλλιεργείται και η αυταπάτη ότι κατοχυρώθηκε ένα δίκτυο προστασίας για τους εργάτες.

Ισως δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε ότι η θέσπιση κατώτατων μισθών στα σημερινά επίπεδα (επίπεδα ουσιαστικά εξαθλίωσης), μαζί με το συντριπτικό χτύπημα των κλαδικών συμβάσεων, τη ραγδαία εξάπλωση των ελαστικών μορφών απασχόλησης και την άνθιση του «κοινωνικού διαλόγου», συμβάλλει ουσιαστικά στην καθήλωση όχι μόνο των μισθών, αλλά και της ταξικής συνείδησης των εργατών, που «εκπαιδεύονται» να ικανοποιούνται με μερικά ψίχουλα, όταν δίπλα τους τα μονοπώλια τρώνε και πίνουν προκλητικά με τον πλούτο που βγαίνει από τον εργατικό μόχθο. Εκεί έρχεται και «κολλάει» η «βελτίωση του κοινωνικού διαλόγου», ώστε οι εργάτες να νιώθουν «εταίροι» με τους εκμεταλλευτές τους και αντί να οργανώνουν την πάλη για ό,τι τους αξίζει να παζαρεύουν τι θα χάνουν κάθε φορά. Εκεί «κολλάνε» και τα «δίκτυα κοινωνικής ασφάλειας», δηλαδή πρωτοβουλίες τύπου «κοινωνικών παντοπωλείων» και «ιατρείων», ώστε, ενώ καταρρέει κάθε ίχνος δημόσιου συστήματος Ασφάλισης, Υγείας, Πρόνοιας, να στήνονται προσωρινές και αποσπασματικές, ανεπαρκείς δομές που θα βουλώνουν τρύπες και θα εκτονώνουν τη λαϊκή οργή.

«Διαφορετικές καταστάσεις» και «νέες δραστηριότητες»

Εξίσου αποκαλυπτικά είναι όμως και μια σειρά άλλα ντοκουμέντα, υπουργικών συναντήσεων που είχαν προηγηθεί από τη Σύνοδο του Μπρισμπέιν.

Για παράδειγμα, στη δήλωση που εξέδωσαν οι υπουργοί Εργασίας και Απασχόλησης του «20» μετά από τη συνάντηση που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβρη στη Μελβούρνη, μεταξύ των στόχων που μπαίνουν είναι:

-- Η στήριξη «στις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους μας, ώστε να γίνουν πιο ευπροσάρμοστοι και προσαρμόσιμοι σε διαφορετικές καταστάσεις.

-- Η «βελτίωση των εθνικών συστημάτων καθορισμού των μισθών και διαπραγματεύσεων, η καθιέρωση κατώτατων μισθών και η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας», όπως και «η επίτευξη μιας πιο βιώσιμης ευθυγράμμισης μεταξύ απασχόλησης, μισθών και παραγωγικότητας». Ενα πολύ καλό παράδειγμα τέτοιας «ευθυγράμμισης» είναι οι συμβουλές που πρόσφατα έδωσαν αστοί οικονομολόγοι στις κυβερνήσεις Γαλλίας και Γερμανίας (αφού ζήτησαν προτάσεις για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη σύγκλιση των δύο χωρών).

-- «Η ενίσχυση της σύνδεσης μεταξύ της κοινωνικής προστασίας και της ενεργοποίησης των εργαζομένων, με συνδυασμό της στήριξης ικανοποιητικού εισοδήματος για τους ανέργους και της υποχρέωσης να αναζητούν ενεργά εργασία». Και πάλι η Γερμανία προσφέρει ένα καλό παράδειγμα (τελικά δεν είναι τυχαία «ατμομηχανή της Ευρώπης»). Είναι δύσκολο να ξεχαστεί η περίπτωση της κοπέλας που έχασε το επίδομα ανεργίας επειδή αρνήθηκε να δουλέψει σε ...οίκο ανοχής! Αυτή η σύνδεση «στήριξης» - «προώθησης στην αγορά εργασίας» ουσιαστικά αφορά τον ωμό εκβιασμό των ανέργων να δέχονται να δουλεύουν σε οποιαδήποτε θέση τους υποδεικνύεται, σύμφωνα με τις ανάγκες της κερδοφορίας των μονοπωλίων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ