Ανεβαίνει στις 19 του Γενάρη, στο «Φούρνο»,«Η τελευταία μέρα ενός κατάδικου» του Ουγκό, σε διασκευή - μετάφραση Αντώνη Κρίνου, σκηνοθεσία Κοράη Δαμάτη, σκηνικά -κοστούμια Κωνσταντίνου Κυπριωτάκη. Ερμηνεύει ο Νικόλας Βαγιονάκης. Από τις 22 του Γενάρη και κάθε Δευτέρα, στο «Φούρνο», θα παρουσιάζεται «Το πορτοκαλί μου ψυγειάκι και άλλοι μύθοιτου χειμώνα», σε κείμενα - σκηνοθεσία Σπύρου Αρτουμά, μουσική This Fluid, ηχητικό περιβάλλον Μάκη Φάρου. Παίζουν: Νίκος Αρτέμης, Σπύρος Φάρος, Νικολέτα Χατζοπούλου.
«Το φάντασμα της όπερας Νο 2» του Γκαστόν Λερού, ανεβαίνει στις 31 του Γενάρη, στο θέατρο «Χώρα», σε απόδοση, διασκευή - σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια, σκηνικά - κοστούμια Αναστασίας Αρσένη. Παίζουν: Γιάννης Μποσταντζόγλου, Φώτης Σπύρος, Κατερίνα Μουτσάτσου, Φαίδων Καστρής, Χάρης Γρηγορόπουλος, Ηλίας Γιαννάκης, Γεωργία Μαυρογεώργη.
Ο Γιαν και η Ανκα, ένα νεαρό ζευγάρι Πολωνών, μεταναστεύουν στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή. Εκείνος είναι συγγραφέας κι εκείνη ηθοποιός, αλλά ασχολούνται με τις υπηρεσίες των αλλοδαπών, τη γραφειοκρατία του συστήματος, τη φτώχεια και την ανεργία και προσπαθούν να συνηθίσουν τη συγκατοίκηση με τις κατσαρίδες στο άθλιο διαμέρισμά τους. Ο αγώνας για επιβίωση, το αμερικάνικο όνειρο ανάποδα, με χιούμορ και σκληρή κριτική, σε ένα πολυβραβευμένο στην Αμερική έργο του Πολωνού συγγραφέα Γιάνους Γκλοβάσκι.
Συνεχίζονται με εντατικό ρυθμό, στο ΚΘΒΕ, οι πρόβες του έργου «Νόρα» του Ερρίκου Ιψεν, που ανεβαίνει σε μετάφραση Γιώργου Δεπάστα, σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, σκηνικά - κοστούμια Γιώργου Πάτσα και μουσική Κώστα Βόμβολου. Παίζουν: Λυδία Φωτοπούλου, Δημήτρης Καταλειφός, Χάρης Τσιτσάκης, Δημήτρης Ναζίρης, Θάλεια Σκαρλάτου.
Το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού» θα ανεβάσει το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νάκου, σκηνικά - κοστούμια Μάγκυς Μοντζολή. Παίζουν: Βασίλης Γουργούλης, Βασιλεία Δαβή, Ολγα Ζήση, Γιολάντα Καπέρδα, Μιχάλης Μπίζιος, Παύλος Νάστος, Βασίλης Σιάφης, Μαρία Σιώμου, Νίκος Σφαιρόπουλος, Αλέκα Τουμαζάτου.
Ο Κεχαΐδης στο «Τάβλι» (1972), μέσα σε δύο ανδρικά πρόσωπα, τον άνεργο Φώντα και τον ψιλικατζή, πρώην χωροφύλακα γαμπρό του, Κόλια, συμπυκνώνει σχεδόν όλα τα μεγάλα και μακρόχρονα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως της κοινωνικά ασυνειδητοποίητης φτωχολογιάς της, μετά τον εμφύλιο και τις τρεις δεκαετίες. Δεκαετίες, με ορατά όλα τα ολέθρια «σημάδια» όχι μόνο του εμφυλίου, αλλά και της ψυχροπολεμικής πολιτικής «λογικής» και της οικονομικής «ανάπτυξης» της Ελλάδας. Την ανεργία και τη μιζέρια της φτωχολογιάς. Τη στερημένη από κάθε χαρά και προοπτική ζωή της. Την προσπάθεια κάποιων φτωχοδιάβολων να καθαρθούν από παλιές πολιτικές αμαρτίες που διέπραξαν στα κατοχικά και εμφυλιακά χρόνια για να επιζήσουν, όπως ο άλλοτε χωροφύλακας Κόλιας, που προσπαθεί να γράψει την ανύπαρκτη «αντιστασιακή» του δράση. Τις λαθεμένες, απελπισμένες, εκ προοιμίου αποτυχημένες απόπειρες κάποιων φτωχοδιάβολων, όπως τα δυο πρόσωπα του έργου, που, για να βρουν διέξοδο στα αδιέξοδά τους, σχεδιάζουν να γίνουν «λαθρέμποροι» άλλων δυστυχισμένων ψυχών, να ναυλώσουν καΐκι για να μεταφέρουν, λέει, Αφρικανούς λαθρεπιβάτες και να τους «πωλούν» ως φθηνότερα από ό,τι οι Ελληνες εργατικά χέρια. Την προσπάθεια κάποιων πολιτικά ένοχων φουκαράδων να καθαρθούν από «αμαρτίες» που διέπραξαν μόνο και μόνο, για να επιζήσουν στα πολεμικά, εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια.
Το επίτευγμα του Τ. Μπαντή είναι ότι μεγέθυνε τις μεγάλες δραματουργικές αρετές του έργου (καθάριος κοινωνικός ρεαλισμός, δραματουργική οικονομία στην πλοκή του μύθου, πληρότητα και αλήθεια χαρακτήρων, μεστή και άμεση, γλώσσα). Χωρίς να υπερκεράσει το «κλίμα» των δεκαετιών του '50, '60 και '70, ανέδειξε τη διαχρονικότητα και επικαιρότητά του. Διακριτικά το ανήγαγε στη σημερινή εποχή και εμμέσως, χωρίς ίχνος επιτήδευσης, χωρίς σκηνοθετικά κόλπα, αχρείαστα ευρήματα, και καθώς όλο και αυξάνουν οι «στρατιές» των φουκαράδων και των δυστυχισμένων, το κατέστησε κριτικό σχόλιο για τη σημερινή κοινωνία μας. Μέσα στο ιδιοφυές σκηνικό -μια περιορισμένη, μακρόστενη τσιμεντένια λουρίδα σε μια στενόχωρη, γυμνή ταρατσούλα ενός ισόγειου, μικρού αθηναϊκού φτωχόσπιτου - της Ελένης Μανωλοπούλου, η οποία έντυσε με την ίδια φτωχική και λαϊκή απλότητα τα δύο πρόσωπα, ο Τάσος Μπαντής δίδαξε λεπτομερέστατα και «κέντησε», βελονιά τη βελονιά, λέξη τη λέξη, στο μυαλό και στην ψυχή, στο πρόσωπο και στο βλέμμα, στο λόγο, στην κίνηση, στην παραμικρή χειρονομία των δύο ηθοποιών, την απέριττη φυσικότητα, την καίρια κοινωνική ουσία και την πλέρια ψυχοδιανοητική αλήθεια των ρόλων τους. Η σκηνοθετική του καθοδήγηση απέσπασε μια θαυμάσια, την καλύτερη μέχρι τώρα, ερμηνεία του Χρήστου Στεργιόγλου, αποκαλύπτοντας την ευρύτητα του ταλέντου του, τη βαθύτατη εσωτερικότητά του, την αναξιοποίητη μέχρι τώρα μεγάλη νατουραλιστική υποκριτική του ικανότητα. Η σκηνοθετική δεινότητα είναι ορατή και στο εξαιρετικής αλήθειας και αμεσότητας ερμηνευτικό αποτέλεσμα του νέου, με γερή όπως φαίνεται θεατρική παιδεία, με δυνατά εκφραστικά μέσα νέου, πολύ ελπιδοφόρου ηθοποιού Αγη Εμμανουήλ.