Αποκαλυπτικές συνεντεύξεις του προέδρου του ΣΕΒ και της επιτρόπου Απασχόλησης της Κομισιόν
Eurokinissi |
Είναι φανερό ότι ο ΣΕΒ τάσσεται υπέρ της συγκράτησης και της παραπέρα μείωσης του κόστους εργασίας, βάζοντας έμμεσα στους εργαζόμενους το δίλημμα: «'Η αποδέχεστε να κατρακυλήσουν κι άλλο οι αποδοχές σας, ή οι επιχειρήσεις θα κλείσουν και δεν θα έχετε δουλειά».
Καμιά αμφιβολία δεν αφήνει για το ποια είναι η θέση του ΣΕΒ στο ζήτημα της πλήρους απελευθέρωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς η εφαρμογή της ευρωπαϊκής Οδηγίας σημαίνει πολύ περισσότερα από την τυπική κατάργηση της διοικητικής έγκρισης των απολύσεων από τον υπουργό (αύξηση του ορίου των απολύσεων κ.ά.).
Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση καλεί τους εργαζόμενους να διαμορφώσουν «εθνικό μέτωπο» με τους βιομηχάνους, για να μη νομοθετηθεί η ανταπεργία!
Εργοδότες και κυβέρνηση ετοιμάζουν γιουρούσι στα συνδικαλιστικά δικαιώματα και ο πρόεδρος του ΣΕΒ περιγράφει το «πρώτο πιάτο», με προσχήματα που τους παρέχει αφειδώς ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός και οι εκφυλιστικές πρακτικές του στο κίνημα. Μετά τις «προτεραιότητες», είναι προφανές ότι θα ακολουθήσει και ο επόμενος γύρος των ανατροπών.
Επομένως, οι Συλλογικές Συμβάσεις είναι ανεκτές μόνο σε περίπτωση που ρίχνουν τους μισθούς και σ' αυτήν την κατεύθυνση οποιαδήποτε πιθανή παραφωνία ακόμα και αυτού του εργοδοτικού ΟΜΕΔ, δεν πρόκειται να γίνει ανεκτή!
Ο πρόεδρος του ΣΕΒ δηλώνει χλιαρά ότι δεν διαφωνεί ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από την ΕΓΣΣΕ και την ίδια στιγμή «φωτογραφίζει» το ποια πρέπει να είναι τα όρια του κατώτατου μισθού, σε αντιδιαστολή με τις «γενναίες αυξήσεις» που δήθεν δίνονταν στο παρελθόν (σ.σ. 0,66 και 0,77 ευρώ τη μέρα!)! Επί της ουσίας, «ψηφίζει» υπέρ μιας ελαφράς τροποποίησης του νόμου Βρούτση για τον κατώτερο μισθό. Σε ό,τι αφορά τις Συμβάσεις, τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ των επιχειρησιακών, που δίνουν την ευχέρεια στους βιομηχάνους να διαμορφώνουν μισθούς και όρους εργασίας κατά το δοκούν.
«Βαθιές μεταρρυθμίσεις» στα Εργασιακά και «κοινωνικός διάλογος» για να περάσουν είναι η συνταγή που δίνει και η Κομισιόν, παρουσιάζοντας τις δικές της προτεραιότητες. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ - ΜΠΕ η επίτροπος Απασχόλησης Μαριάν Τίσεν,«χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις στο νόμο για τις απεργίες, αλλά πρέπει να γίνει με συλλογικό τρόπο, στη νομοθεσία για τον ιδιωτικό τομέα, τις συλλογικές απολύσεις (σ.σ. ομαδικές απολύσεις) που είναι πραγματικά ένα εμπόδιο στις επενδύσεις, την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας».
Ειδικά για τις απολύσεις προσθέσει: «Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές (σ.σ. ομαδικές) απολύσεις, στην Ευρώπη έχουμε κανόνες, θέλουμε οι εργαζόμενοι να προστατεύονται. Εχουμε συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, έχουμε κεφάλαια που διατίθενται για τη στήριξη των απολυμένων και τον προσανατολισμό τους σε άλλη εργασία. Ομως, δεν απαγορεύουμε τις συλλογικές (ομαδικές) απολύσεις, όπως γίνεται μόνο στην Ελλάδα και σε καμία άλλη χώρα, γιατί κάτι κοστίζει σε επενδύσεις. Κανένας επενδυτής Ελληνας ή ξένος δε θα θέλει να επενδύσει αν ξέρει ότι σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, η κρατική διοίκηση μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις του επιχειρηματία. Αυτό εμποδίζει τις επενδύσεις, τις οποίες τις χρειάζεται η Ελλάδα για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Κατά συνέπεια, η Κομισιόν υιοθετεί πλήρως τα επιχειρήματα των κεφαλαιοκρατών για πλήρη απελευθέρωση των απολύσεων και έμμεσα ομολογεί ότι προϋπόθεση για επενδύσεις είναι η διάλυση των εργασιακών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει.
Η ίδια προπαγανδίζει υπέρ της μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας, αντιστρέφοντας μάλιστα πλήρως την πραγματικότητα σε ό,τι αφορά την πολυμορφία των ελαστικών μορφών απασχόλησης που κυριαρχούν. Οπως λέει, «χωρίς ευελιξία βλέπουμε ότι πηγαίνεις κατευθείαν σε μια κατακερματισμένη αγορά εργασίας. Οσοι έχουν τα λεγόμενα "παλιά καλά συμβόλαια" είναι πολύ προστατευμένοι και μένουν εντός της αγοράς εργασίας, αλλά οι νεοεισερχόμενοι έχουν μεγάλες δυσκολίες να μπουν στην αγορά εργασίας, γιατί οι εταιρείες δε θέλουν να προσλάβουν κάτω από αυτές τις συνθήκες, χωρίς δηλαδή να μπορούν να απολύσουν.
Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται νέες, επισφαλείς σχέσεις εργασίας, όπως βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, συμβόλαια μερικής απασχόλησης κ.λπ. Που γίνονται τελικά ο κανόνας. Οταν έχεις περισσότερη ευελιξία μπορείς να έχεις καλύτερες σχέσεις εργασίας με όλους και μεγαλύτερη προοπτική για τους νέους».
Πληθαίνουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που συνυπογράφουν το κάλεσμα Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων για την οργάνωση της πάλης στο μέτωπο των Συλλογικών Συμβάσεων, με συγκεκριμένο πλαίσιο αιτημάτων.
Οι νέες υπογραφές στο κάλεσμα προέρχονται από τα εξής σωματεία: Εμποροϋπαλλήλων και Λοιπών Ιδιωτικών Υπαλλήλων Νομού Θεσπρωτίας, Οικοδόμων και Εργαζομένων στα Συναφή Επαγγέλματα Νομού Αιτωλοακαρνανίας, Καθαριστριών και Καθαριστών Ν. Αιτωλοακαρνανίας, Πανελλήνια Ενωση Λιθογράφων, Προσωπικού Ιδιωτικών Κλινικών, Διαγνωστικών Εργαστηρίων, Γηροκομείων και Συναφών Χώρων Αθήνας, Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Αττικής και Εργαζομένων Ναυπηγοεπισκευαστικής Βιομηχανίας Ελλάδας, ΣΕΤΗΠ, Εργαζομένων Χρηματοπιστωτικού Αττικής, Εργατοϋπαλλήλων Επισιτισμού, Τουρισμού, Ξενοδοχείων και Συναφών Επαγγελμάτων Ν. Αττικής, «ΣΟΦΤΕΞ», Προσωπικού Πρακτορείων Εφημερίδων Αθηνών, Καθαριστριών Αθήνας, Καθαριστριών Πειραιά, Λογιστών Ελεγκτών Αττικής, Κατεργασίας Ξύλου Ν. Αττικής.
Θυμίζουμε ότι στο κάλεσμα αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα: «Απευθύνουμε κάλεσμα συμπόρευσης κι αγώνα για να διαμορφώσουμε τους όρους αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος ενιαία, κατά κλάδο, πανελλαδικά. Να αγωνιστούμε μαχητικά, ανυποχώρητα, κανένας να μη δουλεύει χωρίς Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, χωρίς συγκροτημένα δικαιώματα. Κανένας κλάδος μόνος του, κανένα σωματείο μόνο του δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την ενιαία κι οργανωμένη επίθεση κυβέρνησης και εργοδοσίας.
Χρειάζεται να δυναμώσει η ενότητα των γραμμών της εργατικής τάξης, η οργάνωσή της στους χώρους δουλειάς, στους κλάδους (...) Δυναμώνουμε την πάλη μας για αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, κοινωνικές παροχές. Διεκδικούμε την κάλυψη των απωλειών μας, όλα όσα μας έκλεψαν, μας αφαίρεσαν, όλα όσα είναι δικαίωμά μας με βάση τον πλούτο που παράγουμε και τις σύγχρονες ανάγκες μας».