Η αποκαλυπτική έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τους βιομήχανους της Βόρειας Ελλάδας και τον ΟΕΕΚ καταρρίπτει την κυβερνητική προπαγάνδα
Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί η έρευνα που παρουσιάστηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο ημερίδας του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βόρειας Ελλάδας (ΣΒΒΕ). Μια έρευνα που συγχρηματοδοτήθηκε από τον ΣΒΒΕ και τον Οργανισμό Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΟΕΕΚ). Ακόμη και αυτή η έρευνα όμως αποκαλύπτει πως το επιχείρημά τους είναι σαθρό και εν τέλει ύποπτο.
Στην ημερίδα, ο Β. Τακάς, πρόεδρος του ΣΒΒΕ, σημείωσε πως «σήμερα την κυριότερη πηγή απασχόλησης διεθνώς αποτελεί ο κλάδος των υπηρεσιών, ιδιαίτερα στους τομείς υγείας, κοινωνικών υπηρεσιών και δημόσιας διοίκησης, καθώς και οι νέες τεχνολογίες». Διευκρίνισε πως «η βιομηχανία στην Ευρώπη δεν είναι πλέον σημαντική πηγή για νέες θέσεις εργασίας». Και ανέφερε χαρακτηριστικά πως την περίοδο 1985-1994 οι πιο σημαντικές απώλειες θέσεων εργασίας παρατηρήθηκαν στους κλάδους: Υφαντουργία και ένδυση, εξοπλισμός μεταφορών, ηλεκτρολογικά αγαθά, μηχανολογικά και ορυκτά.
Και πώς θα λυθεί το πρόβλημα εναρμόνισης της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς; Μέσα από δράσεις βελτίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και σημαντική συμβολή σε αυτό θα έχει η διεύρυνση των δημοσίων ΙΕΚ και των ΤΕΕ, που αποτελούν αιχμή της κυβερνητικής πολιτικής. Ωστόσο, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται είναι διαφορετική και τα ίδια τα στοιχεία, δικών τους ερευνών, αποκαλύπτουν πως ενώ από τη μία κάνουν λόγο για την ανάγκη εξειδίκευσης και επανακατάρτισης σε νέες ειδικότητες, την ίδια στιγμή δηλώνουν πως νέες θέσεις εργασίας δεν υπάρχουν.
Η έρευνα σε 241 επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας σε κλάδους Ενδυσης - Κλωστοϋφαντουργίας, Κονσερβοποιίας φρούτων, Ιχθυηρών, Οινοποιίας - Ζυθοποιίας, Μαρμάρου δείχνει ότι στο μεγαλύτερο ποσοστό τους οι επιχειρήσεις, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους, καταφεύγουν σε ενδοεπιχειρησιακή εξειδίκευση και κατάρτιση (πληροφορική, διοίκηση), σε εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της εργασίας (αυτοματισμοί, νέα τεχνογνωσία), ή στην αγορά εργασίας, ως τελευταία επιλογή, για νέες ειδικότητες.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού εμφανίζεται στην Κλωστοϋφαντουργία και κυρίως στις ειδικότητες μοντελίστ - πατρονίστ - σχεδιαστής ενδύματος, σε γαζώτριες και κόπτες. Πώς τεκμηριώνεται όμως αυτό τη στιγμή που από τη μία δεκάδες, εκατοντάδες ίσως και χιλιάδες νέοι τα προηγούμενα χρόνια αποφοίτησαν από σχολές τέτοιων ειδικοτήτων; Και πώς πείθουν για ανάγκη σε προσωπικό, όταν στον κλάδο της ένδυσης και της κλωστοϋφαντουργίας ιδιαίτερα την τελευταία 10ετία εκατοντάδες επιχειρήσεις (μεγαλύτερο από το 50% των δραστηριοποιούμενων στον κλάδο) μόνο στη Βόρεια Ελλάδα έκλεισαν ή μετέφεραν τις δραστηριότητές τους στις βαλκανικές χώρες (κυρίως Βουλγαρία);
Στην έρευνα επίσης αναφέρεται πως μελλοντικά θα υπάρχει ζήτηση ειδικευμένου προσωπικού κυρίως σε οικονομικές υπηρεσίες, αλλά και στη Διεύθυνση Διοίκησης, Παραγωγής και Πωλήσεων. Ομως οι ειδικότητες που περιγράφουν είναι σχεδόν κορεσμένες, αφού ήδη υπάρχουν στην αναζήτηση δουλιάς χιλιάδες απόφοιτοι ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΤΕΕ, ΙΕΚ και ιδιωτικών σχολών που σήμερα έχουν μετεξελιχθεί.
Παρ' όλα αυτά όμως βεβαιώνεται από την έρευνα πως σ' αυτούς τους κλάδους δεν πρέπει να αναμένεται αύξηση του αριθμού των θέσεων εργασίας. Αρα πώς η εξειδίκευση θα βοηθήσει στον περιορισμό της ανεργίας;
Το γεγονός πως η ανεργία πλήττει κυρίως τους νέους (25%) και τις γυναίκες (40%) στη Βόρεια Ελλάδα, όπως άλλωστε προκύπτει και από έρευνα του Μακεδονικού Ινστιτούτου Εργασίας (ΜΑΚΙΝΕ), είναι άλλη μια παράμετρος που επικαλούνται για να στηρίξουν την πολιτική τους.
Ομως σύμφωνα πάλι με στοιχεία του ΜΑΚΙΝΕ, παρά τη γιγαντιαία αύξηση των προγραμμάτων κατάρτισης, τη δημιουργία νέων ειδικοτήτων στα δημόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ, την τελευταία 5ετία η ανεργία αυξήθηκε στους νέους μεταξύ 16 και 19 ετών και διογκώθηκε στις γυναίκες. Και την ίδια ώρα ο ΟΕΕΚ δηλώνει πως για την αντιμετώπιση του προβλήματος θα προωθήσει προγράμματα επιμόρφωσης των αποφοίτων γυναικών των ΙΕΚ για την έναρξη επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Και ενώ από την έρευνα του ΜΑΚΙΝΕ στη Βόρεια Ελλάδα προκύπτει πως από τους αποφοίτους των ΙΕΚ, την πενταετία 1995-1999, μόλις ένα 7% εντάχθηκε στην παραγωγή, η κυβέρνηση και οι εντολείς της επιμένουν να θέλουν να συνεχίσουν το έγκλημα.
Μόνο στη Θεσσαλονίκη σήμερα λειτουργούν 16 ιδιωτικά και 10 δημόσια ΙΕΚ και αντίστοιχα 11 ιδιωτικά και 30 δημόσια ΤΕΕ. Εκπαιδευτήρια που μέσα στην επόμενη τριετία θα στείλουν στην ανεργία χιλιάδες νέους, έχοντας προηγουμένως καλλιεργήσει την ψευδαίσθηση πως η εξειδίκευσή τους σε νέες ειδικότητες θα τους ανοίξει το δρόμο για δουλιά. Μόνο οι μαθητές των δημόσιων ΤΕΕ στη Θεσσαλονίκη ξεπερνούν τους 6.500.
Ο τωρινός υπουργός Παιδείας σε ομιλία του προς τους νέους το καλοκαίρι, ισχυρίστηκε ότι σήμερα είναι προτιμότερο να φοιτήσεις σε ένα ΙΕΚ από το να σπουδάσεις γιατρός!!
Τα ίδια ισχυρίστηκαν και στην ημερίδα που οργάνωσε ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Βιομηχάνων Β. Ελλάδας), οι βιομήχανοι και ο υφυπουργός κ. Πετσάλνικος (Θεσσαλονίκη, 23.2.01).
Το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό το επιχείρημα έχει απήχηση ιδιαίτερα σε γονείς και μαθητές των λαϊκών στρωμάτων (εργάτες, αγρότες, μικρομεσαίους της πόλης και της υπαίθρου). Είναι κοινό μυστικό εξάλλου, ότι αυτό το επιχείρημα σε αυτούς απευθύνεται. Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών που φοιτούν στα ΤΕΕ και παλιότερα στα ΤΕΛ-ΤΕΣ, τέτοια κοινωνική προέλευση έχουν. Αυτοί είναι οι πρώτοι που φεύγουν από το Λύκειο κάτω από το βάρος των δυσκολιών που δημιουργεί η αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση: πανελλαδικές εξετάσεις (ενίσχυση ταξικών φραγμών), κόστος παραπαιδείας.
Και πράγματι ο αριθμός των μαθητών που φοιτούν στα ΤΕΕ αυξήθηκε θεαματικά μέσα σε μια χρονιά. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση της Β` Δ/νσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Θεσ/νίκης (ΒΔ εργατικές συνοικίες - Δυτική Υπαιθρος γύρω από τη βιομηχανική ζώνη) όπου μέσα σε ένα χρόνο σχεδόν διπλασιάστηκε ο αριθμός των μαθητών των ΤΕΕ (+2.269) και αντίστοιχα μειώθηκε στα Λύκεια (-700).
Στη Δυτική Θεσσαλονίκη στήθηκαν άρον-άρον πέντε (5) ΤΕΕ, φυσικά χωρίς κτιριακές - εργαστηριακές προϋποθέσεις και διδακτικό προσωπικό (πλην ενός). Αραγε, οι παράγοντες του υπ. Παιδείας και οι όψιμοι οπαδοί της Τεχν. Επαγ. Εκπαίδευσης, θα έστελναν σε ένα τέτοιο σχολείο τα παιδιά τους; Εφτά Ενιαία Λύκεια στην ίδια περιοχή λόγω συρρίκνωσης του μαθητικού δυναμικού βαίνουν προς κατάργηση. Ανάλογη είναι η εξέλιξη σε όλη τη χώρα.
Ορισμένα ερωτήματα:
Στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (Γερμανία - Αγγλία - Γαλλία) αυτά τα προγράμματα εφαρμόστηκαν προτού γίνουν μοναδικές κεντρικές επιλογές της ΕΕ, μετά το Μάαστριχτ. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων σε αυτές τις χώρες ανήκει σε αυτές τις κατηγορίες των «καταρτισμένων», εξειδικευμένων αποφοίτων αυτών των επαγγελματικών σχολών. Οι ανειδίκευτοι είχαν θιγεί λιγότερο από την ανεργία, καθώς καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό της μερικής απασχόλησης.
Τα προγράμματα κατάρτισης και επανακατάρτισης που εφαρμόστηκαν την πενταετία '95 - '99 στη Θεσσαλονίκη δεν είχαν κανένα θετικό αποτέλεσμα για την ειδίκευση και για την ανεργία. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα κοινής μελέτης του ΥΠΑΝ, Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ΣΒΒΕ, ΜΑΚΙΝΕ (ΕΚΘ) και ιδιωτικών εταιριών (εφ. Θεσσαλονίκη 13/11/2000).
Δεν αρνείται κανείς την ανάγκη και στον καπιταλισμό να υπάρχει ένα εξορθολογισμός ανάμεσα στο τι αναπαράγει το εκπαιδευτικό σύστημα και τις παραγωγικές ανάγκες της χώρας. Αυτός ο εξορθολογισμός δεν υπήρχε πάντα στη χώρα μας. Σήμερα υπάρχει ο αυτόματος πιλότος της ΕΕ που χονδρικά επιδιώκει τη στροφή των νέων από το Λύκειο στα ΤΕΕ για την παραγωγή καταρτίσιμων - απασχολήσιμων, με βασικό προσανατολισμό τις ειδικότητες υπηρεσιών.
Αυτός ο εξορθολογισμός θα επενεργήσει θετικά σε ένα βαθμό απειροελάχιστο. Η ανεργία θα συνεχίσει να κυμαίνεται στα γνωστά υψηλά επίπεδα και θα αυξάνεται. Το παραπάνω ισχύει για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Ισχύει όμως πολύ περισσότερο για τη χώρα μας.
Η ανεργία είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό και αντικειμενικά αναπόφευκτη. Η καπιταλιστική οικονομία χρησιμοποιεί την ανεργία, για να συμπιέζει τους μισθούς. Η αναρχία παραγωγής, οι κυκλικές κρίσεις, οι ταχείες αναδιαρθρώσεις της παραγωγής (συγχωνεύσεις και καταστροφή ολόκληρων κλάδων σε μια χώρα, μεταφορά κεφαλαίων κλπ.), την αυξάνουν. Ολα αυτά σημαίνουν ότι εκατομμύρια εργαζομένων χάνουν τη δουλιά τους.
Οι παραπάνω επιπτώσεις είναι οξύτερες και πιο επώδυνες στους Ελληνες εργαζόμενους, γιατί η ελληνική οικονομία είναι εξαρτημένη και κατέχει ενδιάμεση θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Οι όποιοι σχεδιασμοί - προσανατολισμοί σε διάφορα επαγγέλματα και στις νέες τεχνολογίες (μέσω της κατάρτισης και επανακατάρτισης) οδηγούνται σε αδιέξοδα πολύ πιο γρήγορα από όσο στο παρελθόν. Εντονότερα θα είναι και τα προσωπικά αδιέξοδα των νέων που επένδυσαν στις ειδικότητες «υψηλής ζήτησης» όταν στην περίφημη «αγορά εργασίας» διαπιστώσουν ότι η ψευτοκατάρτιση των ΤΕΕ και των ΙΕΚ δεν έχει ουσιαστικό αντίκρισμα για τη μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων, όταν διαπιστώσουν ότι το «χαρτί» που πήραν είναι διαβατήριο για μερική απασχόληση, με μερικές αποδοχές, για μερική ζωή. Και αυτό συμβαίνει διότι ουσιαστική επιδίωξή τους είναι: Η αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου με τη διαμόρφωση φθηνού και άμεσα αναλώσιμου εργατικού δυναμικού με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της οικονομίας. Η ένταση της εκμετάλλευσης, η αφομοίωση από τους εργαζόμενους των προτύπων και των αξιών της καπιταλιστικής αγοράς, δηλαδή της ενσωμάτωσης της Εργατικής Τάξης. Ο έλεγχος και η απορρόφηση των κοινωνικών αντιδράσεων από τη διογκούμενη ανεργία. Η ευθύνη για τις σπουδές και την εργασία (ανεργία) να μετατοπιστεί από το σύστημα στο άτομο. Η καλλιέργεια ψευδαισθήσεων και αυταπατών για κοινωνική εξέλιξη.
Εξορθολογισμός και αντιστοιχία ανάμεσα στην εκπαίδευση και τις ανάγκες της παραγωγής, με τρόπο που να εξυπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα δεν μπορεί να υπάρξει στον καπιταλισμό. Αυτό είναι αυταπάτη. Γι' αυτό απαιτείται άλλο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Αυτό είναι ρεαλισμός. Στα πλαίσια μιας λαϊκής οικονομίας, είναι δυνατό να προγραμματίσεις την προοπτική των νέων και παλιών επαγγελμάτων, ώστε και αν κάποιοι χρειαστεί να αλλάξουν επάγγελμα, να μη χάνουν τη δουλιά τους...
Σε αυτό το πλαίσιο μπορούν όλοι οι εργαζόμενοι να έχουν σταθερή και μόνιμη δουλιά με επαρκείς αποδοχές που να καλύπτουν τις σύγχρονες ανάγκες. Αυτή η οικονομία και κοινωνία έχουν ανάγκη από ολόπλευρα αναπτυγμένες προσωπικότητες που συνδυάζουν υψηλό επίπεδο γενικών γνώσεων και επαγγελματική εξειδίκευση. Αυτούς τους σκοπούς μπορούν να υπηρετήσουν οι προτάσεις του ΚΚΕ για ενιαίο 12χρονο δωρεάν βασικό σχολείο, ενιαία ανώτατη εκπαίδευση και δημόσιες επαγγελματικές σχολές ενταγμένες στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Παρουσίαση της μελέτης του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών για την εκμετάλλευση, τους όρους ζωής, τα προβλήματα και τις ανάγκες της εργατικής τάξης της χώρας μας
Οπως είναι γνωστό, η κατάσταση της εργατικής τάξης συνδέεται άμεσα με τη βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας - τις σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία - με την πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Η μελέτη αυτή παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί επιχειρεί την προσέγγιση σημαντικών ζητημάτων που αφορούν στην κατάσταση της εργατικής τάξης ως συνόλου. Κατατίθεται, όπως γίνεται φανερό, για να συμβάλει ουσιαστικά στο μέτωπο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.
Ξεχωρίζουμε και τονίζουμε το γεγονός ότι μέσα από τη μελέτη της κατάστασης της εργατικής τάξης αναδεικνύονται τα βασικά προβλήματα της εργατικής τάξης και η παραπέρα έντασή τους. Αντιμετωπίζονται σύγχρονες αστικές απόψεις με τρόπο κατανοητό, επιστημονικά θεμελιωμένο και εδραιωμένο πάνω στην κοσμοθεωρία του μαρξισμού-λενινισμού.
Κατά συνέπεια δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι μέσα από τις γραμμές αυτής της μελέτης, εκτός από το να διαπιστώσει κανείς βασικές πλευρές της σημερινής κατάστασης της εργατικής τάξης της χώρας μας, ταυτόχρονα, διαπιστώνει την ακατάβλητη ζωτικότητα του μαρξισμού-λενινισμού και την ανεξάντλητη διαχρονική επικαιρότητά του.
Αναπτύσσονται βασικές έννοιες που είναι άμεσα συνδεδεμένες με την παραγωγική διαδικασία και που επιδρούν επίσης άμεσα στην κατάσταση της εργατικής τάξης, όπως είναι η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, η έννοια της αξίας της εργατικής δύναμης, ο βαθμός εκμετάλλευσης κ.ά.
Στο δεύτερο κεφάλαιο αντιμετωπίζεται ένα επίκαιρο και από κάθε άποψη ενδιαφέρον θέμα, της επίδρασης των νέων τεχνολογιών στην κατάσταση της εργατικής τάξης. Γύρω από το θέμα αυτό έχει αναπτυχθεί έντονη ιδεολογική διαπάλη, ενώ οι αντίπαλοι του μαρξισμού-λενινισμού επιχείρησαν, με εφαλτήριο τις νέες τεχνολογίες, να αποδείξουν τη χρεοκοπία της μαρξιστικής θεώρησης.
Στο κεφάλαιο αυτό οι νέες τεχνολογίες παρουσιάζονται αυτό που πραγματικά είναι. Ως οι παραγωγικές δυνάμεις της εποχής μας και ως το αποτέλεσμα της αναπόδραστης εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνικής. Η επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής, στα πλαίσια του καπιταλισμού και που έχει πάντα ανάγκη ο καπιταλισμός, γεγονός όμως που προσδιορίζει και τον μη ουδέτερο χαρακτήρα τους.
Με την έννοια αυτή αναλύεται η τάση υποκατάστασης της ζωντανής εργασίας από τη νεκρή-αντικειμενοποιημένη εργασία, η τάση υποβάθμισης της άμεσης εργασίας από τη γενική επιστημονική εργασία. Σημειώνονται οι άμεσες συνέπειες στην εργατική τάξη από την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών (αύξηση βαθμού εκμετάλλευσης, επίδραση στις μεθόδους οργάνωσης και καταμερισμού εργασίας, στην ταξική πάλη και στα δημοκρατικά δικαιώματα).
Τέλος, δίνονται τεκμηριωμένες απαντήσεις στις διάφορες αστικές θεωρίες για το τέλος της εργατικής τάξης, της εργασίας, για τις θεωρίες περί μεταβιομηχανικής κοινωνίας και την ανυπαρξία της εκμετάλλευσης στην «πνευματική» εργασία. Εμφαση δίνεται στην κριτική του αστικού μύθου της δήθεν μετάβασης σ' ένα «μετακαπιταλιστικό»-«μεταβιομηχανικό» στάδιο λόγω της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών.
Ξεκινώντας από τις αλλαγές που παρουσιάζονται στη σύνθεση του πληθυσμού της χώρας μας, καταγράφεται η αριθμητική ανάπτυξη και η συγκέντρωση της εργατικής τάξης.
Με βάση τις απογραφές της ΕΣΥΕ για τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό εμφανίζεται η κίνηση γύρω από την απασχόληση και την ανεργία, οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα στη μισθωτή εργασία, ενώ απεικονίζονται οι απασχολούμενοι μισθωτοί κατά βασικούς τομείς και κλάδους της οικονομίας. Ιδιαίτερη παράγραφος αφιερώνεται για τους αλλοδαπούς εργάτες. Το κεφάλαιο αυτό καταλήγει με τον προσδιορισμό και τη θέση της εργατικής τάξης στην ελληνική κοινωνία.
Το τέταρτο κεφάλαιο αφορά στον εργάσιμο χρόνο. Αναλύεται και σχολιάζεται η θεωρητική προσέγγιση του Μαρξ σε σχέση με το διαχωρισμό σε κοινωνικά αναγκαίο και πρόσθετο χρόνο εργασίας, η επίδραση της επιστημικοτεχνικής επανάστασης πάνω στον εργάσιμο χρόνο, η ιστορικά ξεπερασμένη διάσπαση του χρόνου εργασίας, η αναγκαιότητα για την αύξηση του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πολιτιστική και γενικότερα ολόπλευρη ανάπτυξή τους, γεγονός που κατακτιέται ολοκληρωτικά σε συνθήκες σοσιαλιστικής εξουσίας.
Ταυτόχρονα δίνονται στοιχεία για το νομικό πλαίσιο που διαχρονικά διέπει τον εργάσιμο χρόνο στη χώρα μας και μέσα από συγκριτικούς πίνακες αποδεικνύεται ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας δεν εργάζονται καθόλου λιγότερο σε σχέση με τους εργαζόμενους άλλων χωρών της ΕΕ. Στο ίδιο κεφάλαιο αντιμετωπίζονται μια σειρά από ιδεολογικά ζητήματα γύρω από την οργάνωση του χρόνου εργασίας, που έχουν να κάνουν με τον χρόνο εργασίας και την απασχόληση, τον ανταγωνισμό και τη μείωση του «εργατικού κόστους», τις ελαστικές και ευέλικτες μορφές απασχόλησης, την εφαρμογή του 35ωρου κλπ.
Στο κεφάλαιο αυτό, επίσης, δίνονται απαντήσεις και σε ορισμένες απόψεις που δε δέχονται την ύπαρξη της εκμετάλλευσης. Ουσιαστικά αρνούνται την ύπαρξη της υπεραξίας, ενώ σχολιάζονται και οι μέθοδοι εκμετάλλευσης που εφαρμόζονται πάντα με στόχο την αύξηση των κερδών των καπιταλιστών.
Στη μελέτη υπάρχει ειδικό κεφάλαιο (έκτο) γύρω από τα εργατικά ατυχήματα, τους επαγγελματικούς κινδύνους και την προστασία της υγείας των εργαζομένων, όπου καταδείχνεται ο βαρύς φόρος αίματος που πληρώνει η εργατική τάξη στο βωμό των κερδών του κεφαλαίου.
Το έβδομο κεφάλαιο αναφέρεται στην ανεργία, όπου τονίζεται ότι η ανεργία είναι όρος ύπαρξης του καπιταλιστικού συστήματος ως «μοχλός της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης», ως «εφεδρικός στρατός» του συστήματος. Στο κεφάλαιο αυτό αντιμετωπίζονται επίσης ορισμένες αστικές θεωρίες γύρω από την ανεργία, διευκρινίζεται το πώς ο σύγχρονος καπιταλισμός προσπαθεί να αντιμετωπίσει την όξυνση του προβλήματος της ανεργίας (μείωση θέσεων πλήρους απασχόλησης, αύξηση θέσεων μερικής απασχόλησης), ενώ παράλληλα εξετάζεται το πρόβλημα της ανεργίας και στη χώρα μας.
Τέλος, στο όγδοο κεφάλαιο γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο πρόβλημα της εργατικής κατοικίας και των συνθηκών στέγασης των εργαζομένων.
Η μελέτη αυτή του ΚΜΕ είναι μια συλλογική μελέτη και στην έκδοσή της συνέβαλαν οι συγγραφείς-ερευνητές του ΚΜΕ: Πολυμερίδης Γιώργος, Παπαδόπουλος Μάκης, Κυρίτσης Νίκος, Μαγγανάς Γιώργος, Κάππος Κώστας, Ντούρος Γιάννης και Στρατής Γιώργος.
Αφιερώνεται στα 25χρονα του ΚΜΕ, 25 χρόνια ύπαρξης, δράσης, στο πλευρό του εργατικού κινήματος και υπεράσπισης της μαρξιστικο-λενινιστικής κοσμοθεωρίας.
Η έκδοση φιλοδοξεί να γίνει ένας χρήσιμος σύμβουλος για κάθε εργαζόμενο, ιδιαίτερα τώρα που η πάλη του εργατικού κινήματος διεξάγεται κάτω από δύσκολες συνθήκες.
Σε τελική ανάλυση, τα ζητήματα που θίγει η μελέτη είναι κατά κυριολεξία πολιτικά ζητήματα, συνδέονται με την πάλη για την εργατική εξουσία και την κοινωνική απελευθέρωση της εργατικής τάξης, το σοσιαλισμό.