Το μοναδικό, στην Ελλάδα, ίδρυμα διάσωσης και προβολής της κινηματογραφικής μας κληρονομιάς συμπλήρωσε πενήντα χρόνια δράσης και ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία, παρά τα προβλήματα
Ο κινηματογράφος είναι η καλύτερη «αλάνα» για τα «παιχνίδια» του χρόνου. Και χρόνος ίσον μνήμη. Γι' αυτό και οι παραπάνω στίχοι ταιριάζουν σαν εισαγωγή σε αυτό το αφιέρωμα στην «Ταινιοθήκη της Ελλάδος», μέσω μιας συζήτησης με τον γενικό διευθυντή της, τον Θόδωρο Αδαμόπουλο. Το μοναδικό του είδους του, στην Ελλάδα, ίδρυμα, που εδώ και μισόν αιώνα υπάρχει για να ανακαλύπτει, να διασώζει, να συντηρεί, να αρχειοθετεί και να προβάλλει την ελληνική φιλμική ιστορία, δηλαδή, τη φιλμική μνήμη.
Τον περασμένο Νοέμβρη η Ταινιοθήκη συμπλήρωσε και γιόρτασε 50 χρόνια δράσης. «Σε αυτά τα χρόνια, όλα δεν πήγανε τόσο καλά όσο θα θέλαμε», λέει ο Θ. Αδαμόπουλος. «Η κύρια αντιξοότητα είναι πάντα το οικονομικό. Αλλωστε, ο πολιτισμός στην Ελλάδα δεν είναι στις προτεραιότητες της πολιτείας. Στον κανόνα αυτό εντάσσεται και η Ταινιοθήκη, που έχει δεχτεί τα πλήγματα, τις αντιξοότητες, τη μιζέρια που διακατέχει ολόκληρη την κοινωνία μας».
- Ποια είναι η δύναμη που ώθησε στη δημιουργία της Ταινιοθήκης;
- Πού στηρίζεται αυτή η διαπίστωση;
- Σε μια εποχή που οι Ελληνες θεατές έρχονταν σε επαφή μόνο με τις ταινίες που έφερναν οι εισαγωγείς, η κινηματογραφική λέσχη κατάφερε να τους δείξει και κάποιες άλλες πλευρές του κινηματογράφου, όπως τις εθνικές κινηματογραφίες. Ηταν η πρώτη φορά που ήρθε ο ιαπωνικός κινηματογράφος, το αμερικάνικο αντεργκράουντ, η γαλλική αβάν γκαρντ, η ρώσικη πρωτοπορία, ο γερμανικός εξπρεσιονισμός. Σχολές και κινήματα που ήταν άγνωστα στην Ελλάδα. Η κινηματογραφική λέσχη και η μετεξέλιξή της, η Ταινιοθήκη, λειτούργησε σαν ένα φυτώριο, μια πρόσβαση θεωρητική και εκπαιδευτική, που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Οι κινηματογραφικές σχολές που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα το 1950, του Σταυράκου, του Ιωαννίδη, ήταν υποτυπώδεις, χωρίς εποπτικά μέσα, χωρίς δυνατότητα άσκησης των σπουδαστών. Οσοι σπούδαζαν κινηματογράφο σ' αυτές τις σχολές πηγαίναμε στο «Αστυ» και παρακολουθούσαμε τις προβολές της λέσχης. Εκεί ήρθαμε για πρώτη φορά αντιμέτωποι με την ιστορία του κινηματογράφου. Ακούσαμε για πρώτη φορά τα ονόματα των Λιμιέρ, του Ζορζ Μελιέ, του Γκρίφιν. Μάθαμε ποιες ήταν οι καινοτομίες που έφεραν στην τεχνική εξέλιξη της φωτογραφίας, της κινούμενης εικόνας. Εκεί «σπούδασαν» τον κινηματογράφο όλοι οι γνωστοί σήμερα Ελληνες σκηνοθέτες.
«Ο κινηματογράφος, για να μπορέσει να δημιουργηθεί και να ευδοκιμήσει χρειάζεται υποδομή, ειρήνη και χρήμα. Αυτά επιτυγχάνονται σε ευνομούμενες κοινωνίες. Η Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε τέτοια. Από πόλεμο σε πόλεμο, από εμφύλιο σε εμφύλιο, από κατατρεγμό σε κατατρεγμό, από κατοχή σε κατοχή. Μέσα σε αυτή την τραγωδία που ζούσε ο ελληνικός λαός, πού καιρός να ασχοληθεί και να βάλει τις βάσεις μιας σωστής βιομηχανίας του κινηματογράφου; Η Ελλάδα μπήκε στον κινηματογράφο ως θεατής. Μετά άρχισε να μιμείται τα ξένα πρότυπα. Τότε που θα μπορούσε να χτίσει κινηματογραφική βιομηχανία ξεκίνησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η βάση του κινηματογράφου είναι το φιλμ. Και η πρώτη ύλη του φιλμ ήταν η νιτρική κυτταρίνη. Η οποία όμως είναι και η βάση του μπαρουτιού. Η Ευρώπη, ενώ ήταν πρωτοπόρος στον κινηματογράφο, μπλέκει στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αντί να κάνει φιλμ και ταινίες έφτιαχνε μπαρούτη. Η Ελλάδα, φτωχή χώρα, για να προμηθευτεί αυτή την πρώτη ύλη, ήταν πάρα πολύ δύσκολο και ακριβό».
Η συγκέντρωση των ταινιών θυμίζει αστυνομική πλοκή και η διάσωσή τους... οδύσσεια! «Παίρνουμε μηνύματα, αναφορές από παλιές διηγήσεις ότι κάπου, κάποτε γυρίστηκε μια ταινία και αρχίζει η έρευνα. Η Ελλάδα, ως χώρα μεταναστών, είχε κέντρα σε όλο τον κόσμο πριν αστικοποιηθεί η Αθήνα, από τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο μέχρι τις ΗΠΑ. Οι πρώτες κινηματογραφικές ταινίες προβάλλονταν πρώτα εκεί και μετά στην Ελλάδα. Οι ελληνικές παροικίες, λοιπόν, είναι ένας χώρος που έχουμε στρέψει την έρευνά μας για να βρούμε τις χαμένες ταινίες. Από το σύνολο των 100 ελληνικών ταινιών που η βιβλιογραφία αναφέρει ότι φτιάχτηκαν πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ολόκληρη δεν είχε διασωθεί καμία. Κατορθώσαμε να ανακαλύψουμε και να αποκαταστήσουμε γύρω στις 15 ταινίες. Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας πω ότι αυτές τις μέρες ήρθε στο αρχείο μας μία ταινία που την ξέραμε μόνο από τους τίτλους και την οποία επισκευάζουμε. Είναι του 1930, λέγεται "Λαγιαρνί" και τη σκηνοθέτησε ο Ιωάννης Λούμος. Την ανακαλύψαμε στην Ελλάδα και ήρθε στην Ταινιοθήκη χάρη στην ευαισθησία του γιου του».
Σήμερα η Ταινιοθήκη απασχολεί συνολικά δέκα ανθρώπους, ενώ το ετήσιο, λειτουργικό της κόστος είναι 100 εκατομμύρια. Το μεγαλύτερο μέρος του επιχορηγείται από το ΥΠΠΟ και το υπόλοιπο από τις δραστηριότητες του ιδρύματος και τις χορηγίες. Ο Θ. Αδαμόπουλος εκτιμά, ότι με ακόμη 100 εκατομμύρια θα μπορούσε να δημιουργηθεί και στην Ελλάδα ο θεσμός της υποχρεωτικής κατάθεσης ταινιών. Το σύστημα προσομοιάζει με αυτό της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Οι ταινίες που παράγονται κάθε χρόνο παραδίδονται σε έναν οργανισμό όπως της Ταινιοθήκης για να συντηρηθούν. Προς το παρόν, ανάλογη δραστηριότητα αναπτύσσουν το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου με την Ταινιοθήκη.
Ο πλούτος της Ταινιοθήκης είναι τεράστιος. Εχει στην κατοχή της αρχεία παλιών κινηματογραφικών εργαστηρίων και στούντιο καθώς και αρχεία σκηνοθετών, 2.500 κόπιες ξένων ταινιών μεγάλου μήκους, 500 ελληνικών μεγάλου μήκους, 1.000 ελληνικά και ξένα ντοκιμαντέρ, ένα εκατομμύριο μέτρα φιλμ σπάνιου αρχειακού υλικού, χιλιάδες αρνητικά φωτογραφιών, αφίσες, σπάνια σενάρια, χιλιάδες βιβλία και περιοδικά κ.ά. Ανάμεσα στο αρχειακό υλικό της περιλαμβάνεται και η μοναδική, σωζόμενη φιλμική λήψη του Νίκου Ζαχαριάδη. Στο Μέγαρο Δεληγιάννη στεγάζεται και το Κινηματογραφικό Μουσείο με μοναδικά εκθέματα από τις απαρχές του κινηματογράφου. Η έδρα της Ταινιοθήκης εξακολουθεί να επιτελεί ένα αναντικατάστατο παιδευτικό έργο και πάντα θα βρεις σπουδαστές να ψάχνουν στο φιλμικό θησαυρό της.
Φυσικά, δε θα μπορούσε να μείνει εκτός της κουβέντας το πρόβλημα με το κτίριο της οδού Κανάρη. Ο ιδιοκτήτης του, το Ταμείο Πολιτικών Υπαλλήλων, θέλοντας να το εκμεταλλευτεί εμπορικά προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να εξώσει την Ταινιοθήκη. Υπάρχει και πρόσφατη απόφαση έξωσης αλλά προς το παρόν δεν έχει ενεργοποιηθεί. Κι όλα αυτά, υπό το αδιάφορο βλέμμα της κυβέρνησης, αλλά και του Δήμου Αθηναίων. Ωστόσο, το γεγονός ότι το Μέγαρο Δεληγιάννη υπάρχει ακόμη, αυτό οφείλεται στους αγώνες της Ταινιοθήκης, η οποία εγκαταστάθηκε από την ίδρυσή της σε αυτό το υπέροχο νεοκλασικό. Αποτέλεσμα αυτών των αγώνων (που περιλαμβάνουν ακόμη και «μάχες» με τις μπουλντόζες) είναι και ο χαρακτηρισμός του ως διατηρητέου. Ακόμη όμως και σήμερα δεν υπάρχει απόφαση χρήσης του κτιρίου και όπως σημείωσε ο Θ. Αδαμόπουλος, αυτό σημαίνει πρακτικά, πως το νεοκλασικό μπορεί να γίνει ακόμη και οίκος ανοχής... Προς το παρόν, το ισόγειο έχει μετατραπεί σε μπαρ, που τώρα επεκτείνεται και στον πρώτο όροφο.
«Η ελληνική πολιτεία ούτε σήμερα έχει στις προτεραιότητές της τον πολιτισμό. Είμαι απογοητευμένος από την κατάσταση του κτιρίου. Η καλύτερη λύση θα ήταν να έρθει στην κυριότητα του κράτους και να μας το παραχωρήσει. Αυτό μπορεί να γίνει και με ανταλλαγή. Να δώσει το κράτος στο Ταμείο έναν εκμεταλλεύσιμο εμπορικά χώρο, αλλού. Το κτίριο έχει γίνει σημείο αναφοράς και δε θα θέλαμε να αποξενωθούμε. Ηδη, έχει ξεκινήσει μεταφορά ορισμένων δραστηριοτήτων του ιδρύματος στον παλιό θερινό κινηματογράφο "Λαΐς" στην Ιερά Οδό. Αγοράσαμε τον μισό με τη βοήθεια του ΥΠΕΧΩΔΕ και είμαστε προς το τέλος της αγοράς και του υπόλοιπου. Υπάρχει μελέτη χρήσης για αίθουσες προβολής, μουσείο, χώρους έρευνας, αρχείο κλπ. Το συνολικό κόστος ανέρχεται στα 1,6 δισεκατομμύρια».
- Πώς εκτιμάτε το μέλλον της Ταινιοθήκης;
- Εχει να περάσει ακόμη πολλούς σκοπέλους. Ομως, όλες οι συγκυρίες μαρτυρούν την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων ιδρυμάτων. Αν δε συντηρήσουμε τη μνήμη μας δεν έχουμε πού να πατήσουμε το μέλλον μας. Σήμερα, ο κινηματογράφος απευθύνεται στους πολλούς μέσω του αμερικάνικου τρόπου παραγωγής και εννοώ της μεγάλης παραγωγής και όχι των επιμέρους ταινιών που είναι αριστουργηματικές. Η πληθώρα των αμερικάνικων ταινιών είναι σαπουνόπερες από την ανάποδη. Ωστόσο, ο κινηματογράφος, ως αναπαράσταση ζωής, πιστεύω πως θα εξακολουθήσει να υπάρχει, γιατί η κοινή θέαση μιας τέτοιας αναπαράστασης λειτουργεί πολύπλοκα, μαγεύει και γοητεύσει τον άνθρωπο. Αλλιώς βλέπεις ένα έργο στο βίντεο και αλλιώς σε μια κλειστή αίθουσα μαζί με άλλους. Υπάρχει μια ερωτική σχέση όταν είσαι απέναντι από τα δρώμενα της οθόνης έχοντας και την αντίδραση του διπλανού σου. Ολα αυτά μαζί δημιουργούν μιαν άλλη αίσθηση θέασης και έναν άλλο τρόπο λειτουργίας του καλλιτεχνικού προϊόντος. Στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση υπάρχει η τάση της συγκέντρωσης του υλικού και πνευματικού κόσμου σε ορισμένα κέντρα. Αλλά έχω πάντα εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Παρηγορήθηκα όταν μέσα στις ΗΠΑ, οι ίδιοι οι Αμερικάνοι ξεσηκώθηκαν, στο Σιάτλ, αντιδρώντας. Πιστεύω στην ανθρώπινη αντίδραση. Πιστεύω, πως όλες αυτές οι προσπάθειες γκετοποίησης του πνεύματος κάποτε θα σπάσουν τα μούτρα τους. Βέβαια, τίποτα δεν κερδίζεται καθήμενοι και αγναντεύοντάς το. Χρειάζονται αγώνες. Πιστεύω πως θα υπάρξουν πάρα πολλές αντιδράσεις ιδιαίτερα στον πνευματικό κόσμο, ώστε να απαγκιστρωθούμε από αυτή την τραγωδία. Πιστεύω ότι το μέλλον της Ταινιοθήκης, και κάθε ταινιοθήκης, θα είναι καλύτερο από το παρελθόν της.
Δεν είναι όμως, μόνο ο «ασυμβίβαστος», αλλά και το «ασυμβίβαστο», και λέγεται έτσι ό,τι δεν «πάει», ό,τι δεν «ταιριάζει» με το «άλλο», γιατί είναι ξένο προς αυτό, άρα δεν μπορεί να συνυπάρξει, να δουλέψει μαζί του, να δημιουργήσει. Και στην περίπτωση αυτή το ένα τείνει να παραμερίσει το άλλο ή και να το αποκλείσει, με άλλα λόγια να το αφανίσει.
Οχι, η Βουλή δεν προσπαθεί να διατυπώσει τις προδιαγραφές του «ασυμβίβαστου» ανθρώπου, αλλά του «ασυμβίβαστου» προς τον άνθρωπο που δεν αποκλείεται να μην είναι ασυμβίβαστος, αλλά συμβιβασμένος, μη ηρωικός, δηλαδή, επαναπαυμένος στο πλαίσιο μιας ζωής που δε μάχεται, αλλά συμφωνεί, ούτε ανησυχεί, αλλά συμβιβάζεται. Και ένα τέτοιο στοιχείο που δεν «πάει» και δεν «ταιριάζει» με τον άνθρωπο της Βουλής, τον βουλευτή, δηλαδή, το αναθεωρούμενο Σύνταγμα πιστεύει πως είναι το «επάγγελμα». Κι αυτό σημαίνει πως το Σύνταγμα, από δω και πέρα, μπορεί να μην το λέει, αλλά το υπαινίσσεται, μόνο μέσα στην περιοχή μιας συγκεκριμένης επαγγελματικής δράσης μπορεί να αναζητήσει κανείς τα «ασυμβίβαστα», αυτά που δεν «πάνε», με άλλα λόγια, και δεν «ταιριάζουν».