Σε μια εποχή που σημαντικά επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα κάνουν συχνά την εμφάνισή τους, μερικά άλλα μικρότερης σημασίας επιτεύγματα ή ερευνητικές προσπάθειες περνούν στα ψιλά των ειδήσεων από τον επιστημονικό χώρο. Τρεις τέτοιες περιπτώσεις παρουσιάζουμε εδώ.
Για να ελέγξει το ρομπότ ο Μούσα Ιβάλντι χρησιμοποιεί το τμήμα του εγκεφάλου της λάμπραινας (πετρόμυζο), που επιτρέπει στο ψάρι να διατηρεί την ισορροπία του μέσα στο νερό. Αισθητήρες φωτός στο ρομπότ ανιχνεύουν το περιβάλλον και στη συνέχεια ένας υπολογιστής μετατρέπει το σήμα τους σε ηλεκτρικούς παλμούς που διοχετεύονται στους νευρώνες του εγκεφάλου του ψαριού. Αυτοί ερμηνεύουν τους ηλεκτρικούς παλμούς όπως θα έκαναν για να συνεχίσει το ψάρι να κολυμπάει με το κεφάλι προς τα πάνω. Στη συνέχεια, ο υπολογιστής μεταφράζει τα σήματα των νευρώνων σε ηλεκτρικά σήματα που δίνουν εντολή στο ρομπότ να στρέψει τις ρόδες του κατάλληλα με βάση το φωτεινό ερέθισμα.
Ο ερευνητής Μιγκέλ Νικολέλις, στο Πανεπιστήμιο Ντιούκ, έχει πετύχει ανάλογα αποτελέσματα με νευρώνες πιθήκων. Τα σήματα από τους νευρώνες χρησιμοποιούνται για να οδηγήσουν δύο ρομποτικούς βραχίονες, από τους οποίους ο ένας βρίσκεται μέσα στο εργαστήριο και ο δεύτερος 1,000 χιλιόμετρα μακριά, συνδεδεμένος μέσω Ιντερνετ. Οι νευρώνες κινούν τους βραχίονες, όπως ο πίθηκος θα κινούσε τα χέρια του.
Αυτή η έρευνα θα μπορούσε να οδηγήσει σε εξαρτήματα προσθετικής που θα κινούνταν με φυσικό τρόπο και θα παρείχαν κάποιο υποκατάστατο αφής. Ο Νικολέλις πιστεύει ότι ίσως είναι δυνατό να εκπαιδευτεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, για να ελέγχει εντελώς καινούρια ρομποτικά σωματικά μέλη, αρκεί αυτά να συνδεθούν κατάλληλα με τους νευρώνες. «Θα μπορούσε κανείς να ελέγχει απευθείας με το μυαλό του ένα ρομπότ στον Αρη και να παίρνει εξίσου απευθείας αισθητηριακές πληροφορίες για τα αντικείμενα που αγγίζει το ρομπότ».
Ασφαλώς μια τέτοια προοπτική είναι καταπληκτική. Αγνωστο, πάντως, γιατί, στο μυαλό πολλών έρχονται πρώτα άλλου είδους εφαρμογές που ενδιαφέρουν κάποιους κυρίους και κυρίες που δουλεύουν σε ένα κτίριο σχήματος πενταγώνου... Η εποχή του βιονικού ανθρώπου, ή του σάιμποργκ αν προτιμάτε, ίσως δεν απέχει όσο νομίζουμε. Ας το έχουμε υπόψη την επόμενη φορά που θα προβληθεί στην τηλεόραση μια ταινία, ας πούμε, σαν το «Ρομποκόπ». Κι ας σηκωθούμε όσο είναι καιρός από τον καναπέ μας, για να πάρουμε θέση στα τεκταινόμενα, πριν ο Ρομποκόπ ή ο υπερστρατιώτης ή ποιος ξέρει τι άλλο, ξεπροβάλει από την πόρτα απρόσκλητος.
Κάθε χρόνο πραγματοποιούνται σε όλο τον κόσμο δεκάδες εκατομμύρια ενδοσκοπήσεις της πεπτικής οδού, που αν και λιγότερο επεμβατικές από τις εγχειρήσεις δεν παύουν να ενοχλούν και να πληγώνουν: Ο ασθενής πρέπει να ναρκωθεί, ώστε ένα καλώδιο με οπτικές ίνες να εισαχθεί από το στόμα ή τη μύτη μέχρι τα έντερά του. Το χειρότερο: το ενδοσκόπιο δεν μπορεί να φτάσει στα δύο τρίτα του λεπτού εντέρου. Η κάμερα-χάπι πρόκειται σύντομα να πάρει άδεια έγκρισης από την αρμόδια ελεγκτική αρχή των ΗΠΑ. Με λίγη φαντασία μπορεί κανείς να δει τη συνέχεια. Μικροσκοπικές συσκευές μέσα σε χάπια, που όχι μόνο θα παίρνουν φωτογραφίες, αλλά και θα χορηγούν φάρμακα, θα κάνουν βιοψίες ή ακόμα και αυτόματες διαγνώσεις μερικών ασθενειών του πεπτικού συστήματος.
Ο Γουίλιαμ Γκίλιν, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, ίσως να έχει βρει τρόπο να ξεπεράσει τις σχετικές δυσκολίες. Μέχρι τώρα, οι ερευνητές προσπαθούσαν να αποθέσουν γνωστά ανόργανα φωτοηλεκτρικά υλικά πάνω σε πλακίδια πυριτίου. Αλλά η ατομική δομή αυτών των υλικών είναι ασύμβατη με εκείνη του πυριτίου, με αποτέλεσμα οι συσκευές να σπάνε και να αποτυγχάνουν.
Ο Γκίλιν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει οργανικές διόδους που έχουν ικανότητα εκπομπής φωτός. Αυτές οι οργανικές ουσίες είναι άμορφες και «δένουν» καλά με το πυρίτιο. Το υβρίδιο που σχηματίστηκε δοκιμάστηκε και λειτούργησε θαυμάσια με ένα μόνο ελάττωμα: καταναλώνει υπερβολική ποσότητα ηλεκτρισμού. Αν βρεθεί λύση στο πρόβλημα αυτό, τότε αντί των πολύπλοκων και ακριβών συστημάτων μετάβασης από την οπτική ίνα στο χαλκό θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν πάμφθηνες συμπαγείς συσκευές. Μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα ο καταιγισμός πληροφοριών σημαντικών, ασήμαντων έως και βλαβερών, που βιώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι στις ανεπτυγμένες χώρες, ιδιαίτερα οι νέοι, θα φτάσει σε νέα επίπεδα.
Η πρώτη έρευνα, που έγινε με υποβολή ερωτήσεων σε δείγμα 4.039 Βρετανών, αποκάλυψε ότι, αν και το 95% έχει ακούσει περί του Internet και των νέων τεχνολογιών, το κριτήριο χρήσης του μέσου εξαρτάται (απλούστατα...) από την κοινωνικό-οικονομική (διάβαζε: ταξική) θέση όσων απάντησαν. Ετσι, το 68% όσων ανήκουν στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα δηλώνει ότι χρησιμοποιεί το Internet, ενώ μόλις το 23% όσων ανήκουν στα κατώτερα οικονομικά στρώματα το αξιοποιεί. Σημαντική είναι η διαφορά και στη διάρκεια χρήσης, με τους πιο «ευυπόληπτους» (ο όρος παραπέμπει σε ένα προτεστάντικης έμπνευσης ρητό που συναρτά το εισόδημα με την υπόληψη) να βρίσκονται περισσότερες ώρες online.
Αξιοσημείωτη είναι η τάση που παρατηρείται στην ίδια έρευνα στους νέους των φτωχότερων οικογενειών, κατά την οποία θέλουν να έχουν περισσότερο χρόνο στο Δίκτυο, ώστε εκτός από τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και την πρόσβαση σε κάποιες σελίδες Web να μπορέσουν να εξοικειωθούν περισσότερο με το μέσο. Η έρευνα δεν κάνει διάκριση σχετικά με το κίνητρο των παιδιών αυτών, αν δηλαδή βλέπουν τη χρήση του Internet ως ακόμη μια δεξιότητα που θα βοηθήσει στο βιοπορισμό τους ή αν είναι η ευρύτερη μάθηση που τους ενδιαφέρει. Οπως κι αν έχει, το 98% των ερωτηθέντων Βρετανών θεωρεί χωρίς καμία αμφιβολία ότι η χρήση τεχνολογικών μέσων όπως είναι το Internet θα αποτελούν αναγκαία εφόδια για τις δουλιές του μέλλοντος.
Το αστείο, πάντως, είναι το πως, πράγματι, αντιμετωπίζει στην ουσία του το θέμα της χρήσης του Internet η βρετανική κυβέρνηση (και δεν είναι η μόνη, προφανώς): πρόκειται, λέει, για ένα στοιχείο που «αυξάνει την απασχολησιμότητα». Δηλαδή -να υποθέσουμε-, το μόνο που έχει να κάνει ο Βρετανός άνεργος, ή ο Ελληνας ομόλογός του, είναι να κάνει μια βόλτα ως το Internet cafe της γειτονιάς του; Ημαρτον, κ. Μπλερ...