ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 30 Δεκέμβρη 2016
Σελ. /24
ΙΤΑΛΙΑ
Διάσωση τραπεζών που θα πληρώσει ο λαός

Η «ένεση» στη Μόντε ντέι Πάσκι της Σιένα, που ετοιμάζει η νέα κυβέρνηση, επιχειρεί να απαντήσει στις δυσκολίες καπιταλιστικής ανάκαμψης

Copyright 2016 The Associated

Ως «κορυφή του παγόβουνου» μπορεί να θεωρηθεί η κατάσταση που εξελίσσεται στην Ιταλία, σχετικά με τη λεγόμενη «προληπτική ανακεφαλαιοποίηση» της τρίτης πιο μεγάλης τράπεζας της χώρας, της Monte dei Paschi της Σιένα, και παλιότερης στον κόσμο, που εξακολουθεί να λειτουργεί (με έτος ίδρυσης το 1472). Το όλο ζήτημα δημιουργεί αντιπαράθεση της νέας ιταλικής κυβέρνησης του Πάολο Τζεντιλόνι (μετά το δημοψήφισμα της 4ης Δεκέμβρη και την παραίτηση Μ. Ρέντσι) με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στελέχη της οποίας εκτιμούν ότι για να μπορέσει να διασωθεί η εν λόγω τράπεζα και να έχει ρευστότητα, απαιτείται ενίσχυση της κεφαλαιακής της επάρκειας κατά 8,8 δισ. ευρώ. Επίσης, συνολικά, το τραπεζικό σύστημα της Ιταλίας αντιμετωπίζει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων «κόκκινων» δανείων, που φτάνουν τα 360 δισ. ευρώ. Ενώ το τελευταίο διάστημα, λόγω της αβεβαιότητας, παρατηρείται το λεγόμενο «bank run» (απόσυρση καταθέσεων).

Η Ιταλία βρίσκεται σε στασιμότητα, με ανάπτυξη μικρότερη από το 1% του ΑΕΠ, και οι εκτιμήσεις που υπάρχουν ως προς την προοπτική της ιταλικής οικονομίας λένε ότι αυτός ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαρκέσει για χρόνια. Δηλαδή, το βαθύτερο πρόβλημα αφορά στη δυσκολία δυναμικής ανάκαμψης της καπιταλιστικής οικονομίας, στον ανταγωνισμό της με τις άλλες ισχυρές χώρες και κυρίως τη Γερμανία, λιγότερο τη Γαλλία, πρώτη και δεύτερη αντίστοιχα οικονομίες στην Ευρωζώνη και άλλα κέντρα. Εκφράζεται, επίσης, η τεράστια δυσκολία που υπάρχει ώστε το συσσωρευμένο κεφάλαιο να επανεπενδυθεί με μεγάλο ποσοστό κέρδους για τους κατόχους του. Η δυσκολία που παρατηρείται έχει σχέση με το πώς εξελίσσεται η κατάσταση στην ίδια την Ευρωζώνη, με τους χαμηλούς ή αναιμικούς, σε λίγες χώρες, ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, τη διεύρυνση των κρατικών χρεών, με την αβεβαιότητα που προκύπτει από τη διαδικασία διαπραγμάτευσης για την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ. Σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη τάση ενίσχυσης του αστικού ρεύματος του ευρωσκεπτικισμού και του εθνοκρατικού προστατευτισμού στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ (με τη νέα κυβέρνηση Τραμπ), που μπορεί να εκφράζει τα συμφέροντα μιας μερίδας της αστικής τάξης, συγκεκριμένων μονοπωλίων που πιθανόν υστέρησαν στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, αλλά που πάει κόντρα στην αντικειμενική τάση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, της ανάπτυξης του διεθνούς εμπορίου και της εξαγωγής κεφαλαίων, που ως αντικειμενική τάση ευνοεί συνολικά τη δράση και τα γενικά συμφέροντα των καπιταλιστών.

Προκαλεί αντιδράσεις η ανακεφαλαιοποίηση

Γι' αυτό, το τι συμβαίνει στην Ιταλία, την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, είναι κρίσιμο για τις συνολικότερες εξελίξεις. Ετσι, η έγκριση στις 23 Δεκέμβρη από την ιταλική κυβέρνηση ενός διατάγματος για τη Monte dei Paschi, αφού είχε προηγουμένως αποτύχει το κάλεσμα για ανακεφαλαιοποίηση με ιδιωτικά κεφάλαια ύψους 5 δισ. ευρώ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε απορρίψει το αίτημα για παράταση του χρόνου σχετικά με την πρόσκληση επενδυτών, σηματοδοτεί τη διάθεση της αστικής τάξης της Ιταλίας να πάρει την υπόθεση στα χέρια της. Βεβαίως, η λεγόμενη «προληπτική ανακεφαλαιοποίηση», όπως την ονομάζουν, είτε είναι στα 5 δισ. ευρώ, είτε στα 8,8 δισ. ευρώ, σημαίνει από τη μια, κούρεμα καταθέσεων («bail in») και από την άλλη, αγορά μετοχών ή ομολόγων από το κράτος, που με τη σειρά του σημαίνει ότι το κόστος αυτό πάλι θα πέσει στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα (ήδη στον ιταλικό Τύπο έχουν βγει υπολογισμοί για πάνω από 300 ευρώ το χρόνο κατά άτομο).

Σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου «Ρόιτερς», το ιταλικό κράτος θα πρέπει να δώσει πιθανότατα γύρω στα 6,5 δισ. ευρώ για τη διάσωση της τράπεζας (δηλαδή το κράτος θα πάρει το 70% της τράπεζας) και επιπλέον 2 - 2,3 δισ. ευρώ θα προέλθουν από τη μετατροπή ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης, που βρίσκονται στα χέρια θεσμικών επενδυτών. Η κίνηση αυτή, που κρίνεται απαραίτητη για να περιοριστούν οι επιπτώσεις και σε άλλες τράπεζες της Ιταλίας (που φυσικά διασυνδέονται με άλλους τραπεζικούς ομίλους σε όλη την ΕΕ), προκαλεί αντιδράσεις και στη Γερμανία.

Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών σημείωσε με νόημα ότι «η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να ελέγξουν και να διασφαλίσουν ότι οι ιταλικές αρχές θα σεβαστούν τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς». Επίσης, επισημαίνει ότι «μια προληπτική κρατική ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μπορεί να είναι μέρος μιας λύσης μόνο σε έκτακτες περιπτώσεις και σε πολύ αυστηρά πλαίσια», τονίζοντας πως οι ιδιοκτήτες και οι πιστωτές πρέπει να είναι από τους πρώτους που θα υποστούν απώλειες.

Επίσης, ο Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Γενς Βάιντμαν, ανησυχεί για μια τέτοια μεγάλη κρατική παρέμβαση. Θέτει, δε, το ζήτημα ότι αν επενδυτές δεν μπόρεσαν να συγκεντρώσουν 5 δισ. ευρώ για την Monte dei Paschi, πώς θα εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει ανάγκη να πληρωθούν και μελλοντικές ζημιές. Τους εκπροσώπους του τραπεζικού κεφαλαίου, όπως ο Βάιντμαν, δεν τους πήρε ο πόνος γιατί το μάρμαρο από τη διάσωση «μη υγιών», όπως λένε, τραπεζών θα πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα (αυτό είναι δεδομένο), αλλά τους ανησυχούν οι αναταράξεις που μπορούν να δημιουργηθούν αφενός στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, αφετέρου από μια διευρυμένη λαϊκή δυσαρέσκεια που δεν θα μπορεί να ελεγχθεί με διάφορα αναχώματα, όπως κατά καιρούς συμβαίνει στην Ιταλία και άλλες καπιταλιστικές χώρες.

Συμπερασματικά, η διάσωση του τραπεζικού συστήματος στην Ιταλία έχει σχέση με την εξασφάλιση των γενικών συμφερόντων της αστικής τάξης, πράγμα βέβαια που στην «αρένα» του ανταγωνισμού με άλλες αστικές τάξεις δημιουργεί τριβές και συγκυριακές «κολιγιές», όπως αυτή που εκφράζεται με τη στήριξη της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Ελλάδας για χαλάρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωζώνη, ώστε να ανακάμψουν πιο εύκολα οι «ριγμένοι» σε σχέση με τη Γερμανία, ή τη στήριξη των ΗΠΑ, αυτών των αστικών τάξεων, πάλι στον ανταγωνισμό με την ισχυρότερη Γερμανία.

Αυτές οι ενδοαστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με βάση το νόμο της ανισομετρίας στην καπιταλιστική ανάπτυξη, δεν μπορεί παρά να οξυνθούν στον ανταγωνισμό και με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Κρίσιμο, επομένως, είναι τα λαϊκά κινήματα με μπροστάρηδες τα Κομμουνιστικά Κόμματα να απεγκλωβίζονται από τους στόχους των αστών, να αξιοποιήσουν τις αντιθέσεις και να οργανώνουν την πάλη, διεκδικώντας ικανοποίηση όλων των αναγκών των εργαζομένων, που αντικειμενικά συνδέεται με τον αγώνα για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σε κάθε χώρα.


Δ. Καρ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ