Copyright 2018 The Associated |
Οι χτεσινές δηλώσεις των οργάνων και των παραγόντων της ΕΕ έχουν αφετηρία τη «θετική αποτίμηση» των μνημονίων σε συνδυασμό με τη διαφύλαξη και τη διατήρηση του πυρήνα των αντιλαϊκών μέτρων καθώς και με την ολόπλευρη εφαρμογή της συμφωνίας με τα μέτρα της επόμενης περιόδου.
Ειδικότερα:
Αποτιμώντας τα αποτελέσματα των μνημονίων η Κομισιόν επισημαίνει πως «έχουν ληφθεί σημαντικά διαρθρωτικά μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας, ώστε να καταστεί η Ελλάδα ελκυστικός προορισμός για επενδύσεις και να μπορέσουν οι ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις να επεκταθούν, να καινοτομήσουν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας».
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι τα μέτρα αυτά συμβάλλουν στη «διαμόρφωση βιώσιμων και καθολικών συστημάτων συντάξεων, υγειονομικής περίθαλψης και κοινωνικής πρόνοιας, συμπεριλαμβανομένου ενός καθεστώτος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος», επιβεβαιώνοντας ότι το «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» και οι υπόλοιποι μηχανισμοί διαχείρισης της φτώχειας αποτελούν συμπλήρωμα και όχι αντίβαρο της αντιλαϊκής πολιτικής και έρχονται να πατήσουν πάνω στη γενικευμένη διάλυση των προνοιακών επιδομάτων της λαϊκής οικογένειας, ενόψει βέβαια της περαιτέρω κατακρεούργησης του ΕΚΑΣ όσο και των υπόλοιπων αντιασφαλιστικών ανατροπών.
Παράλληλα, τα υφιστάμενα αντιλαϊκά μέτρα αποτελούν μόνιμη παρακαταθήκη στην προοπτική ανάκαμψης των επιχειρηματικών ομίλων. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «η Ελλάδα έλαβε μέτρα για τη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, με αποτέλεσμα να μετατραπεί το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου γενικής κυβέρνησης σε πλεόνασμα το 2017, το οποίο και αναμένεται να διατηρηθεί». Στο «διά ταύτα» τονίζεται ότι «τα εν λόγω μεταρρυθμιστικά μέτρα και οι προσπάθειες εξυγίανσης θα έχουν σωρευτικά αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου και, ως εκ τούτου, θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και πολύ μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος».
Σε αυτό το πλαίσιο, «οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν θέσει τις βάσεις για βιώσιμη ανάκαμψη, δημιουργώντας τις απαραίτητες βασικές προϋποθέσεις για σταθερή ανάπτυξη, δημιουργία θέσεων εργασίας και υγιή δημόσια οικονομικά κατά τα επόμενα έτη», επισημαίνεται χαρακτηριστικά στην ανακοίνωση της Κομισιόν.
Επιπλέον, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι παράλληλα με την ενεργοποίηση του «ενισχυμένου εποπτικού πλαισίου», «η Ελλάδα θα ενσωματωθεί πλήρως στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο για τον συντονισμό της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής (...)», στα «μνημόνια διαρκείας» της ΕΕ, καθώς «κατά τη μεταπρογραμματική περίοδο, η ολοκλήρωση, η παράδοση και η συνέχιση της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος, θα παρακολουθούνται επίσης μέσω ενισχυμένου πλαισίου εποπτείας».
Ουσιαστικά, γίνεται λόγος για το νέο μέτρο της κατακρεούργησης των συντάξεων και για τυχόν «αναβολή» στην εφαρμογή, με όρο και προϋπόθεση την επίτευξη των στόχων για τα «πλεονάσματα», με βάση τις διαδικασίες του «ενισχυμένου πλαισίου» και του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου».
Σύμφωνα με τον Μοσκοβισί, η «μεγαλύτερη πρόκληση» για τους πολιτικούς ιθύνοντες και καθήκον της Επιτροπής και των Ευρωπαίων είναι να βοηθήσουν την Ελλάδα, ενώ επισήμανε την ανάγκη να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις γιατί, όπως είπε, «εάν σταματήσουν, θα γυρίσουμε πίσω», προσθέτοντας πως «η ανάκαμψη δεν είναι ένα γεγονός. Είναι μια διαδικασία»...
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Β. Ντομπρόβσκις, αναφορικά με την αξιοποίηση τυχόν υπερπλεονασμάτων υπογράμμισε ότι η «πιθανή χρήση του δημοσιονομικού χώρου έχει ήδη συζητηθεί κατά τη διάρκεια του προγράμματος». Σε συνέντευξή του («Capital.gr») πρόσθεσε: «Αν υπάρξει πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος που αναδύεται πάνω από τους τρέχοντες δημοσιονομικούς στόχους που συμφωνήθηκαν, υπάρχει φυσικά η δυνατότητα της κυβέρνησης να τον χρησιμοποιήσει για να τονώσει την οικονομία, να μειώσει τους φόρους ή να τον χρησιμοποιήσει για κοινωνικές ανάγκες. Επομένως, αυτή η δυνατότητα είναι σίγουρα εκεί, αλλά, φυσικά, πρέπει να υλοποιηθεί με πολύ προσεκτική παρακολούθηση».
Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι «μέσω του μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού της σχεδίου, η Ελλάδα έχει δεσμευτεί να διατηρήσει τα επιτεύγματά της, τα οποία περιλαμβάνουν την ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων που θεσπίστηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος και τη συνέχιση της εφαρμογής περαιτέρω μεταρρυθμίσεων με στόχο την ενίσχυση του αναπτυξιακού της δυναμικού».
Ο ΕSM, επιχειρώντας να στηρίξει μελλοντικές εξόδους του ελληνικού κράτους στις χρηματαγορές, διαβεβαιώνει ακόμη ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και περίπου στο 2% τα επόμενα χρόνια για να συνεχίσει να διασφαλίζει ότι οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις της είναι σύμφωνες με το δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ». Επιπλέον, επιβεβαιώνεται πως τυχόν νέες παρεμβάσεις στο κρατικό χρέος (το 2032) έχουν προϋπόθεση την εκπλήρωση των δεσμεύσεων.
Σύμφωνα με τον ESM, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ανισορροπίες της, φέρνοντας σε πέρας «μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή», που είχε αποτέλεσμα τη μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης περίπου κατά 16% του ΑΕΠ.
Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, ο ESM υπογραμμίζει πως αυτό έγινε κατορθωτό μέσα από ένα «ευρύ φάσμα μεταρρυθμίσεων», όπως η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ενώ επιβραβεύει ακόμη τις παρεμβάσεις που αφορούν στη διαφύλαξη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (αναδιάρθρωση τραπεζών, μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων), στην ενίσχυση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων (μεταρρυθμίσεις στην «αγορά εργασίας» και προϊόντων) και τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης.
Ο επικεφαλής του ΕSM, Κλ. Ρέγκλινγκ, συμπλήρωσε πως «η Ελλάδα είναι η πέμπτη χώρα μετά την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο που βγαίνει από το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Οπως είπε, το... «success story» προϋποθέτει τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που δρομολογήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος.
Στην ίδια ρότα, εκπρόσωπος της καγκελαρίου της Γερμανίας, Α. Μέρκελ, δήλωσε (ΑΠΕ) ότι «για να διασφαλιστεί η επιτευχθείσα πρόοδος είναι τώρα σημαντικό η Ελλάδα να συνεχίσει στον δρόμο που έχει ακολουθήσει. Οι συμφωνίες του Γιούρογκρουπ του Ιουνίου αυτού του έτους έθεσαν για αυτό μια σημαντική βάση».
Την ίδια ώρα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, εστιάζει σε διαχειριστικά ζόρια του ελληνικού κράτους και των εγχώριων τραπεζικών ομίλων αναφορικά με το νευραλγικό ζήτημα της βιώσιμης και ανταγωνιστικής χρηματοδότησής τους, γεγονός που έρχεται να συμβάλει στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής.
Μιλώντας στην «Καθημερινή», ο Γ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι «αν υπαναχωρήσουμε από τα συμφωνηθέντα, τώρα ή στο μέλλον, οι αγορές θα μας εγκαταλείψουν και δεν θα μπορέσουμε να αναχρηματοδοτήσουμε τις λήξεις των δανείων με όρους βιωσιμότητας χρέους».
Παράλληλα, όπως είπε, «η περίοδος των εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων και της εξαιρετικά χαλαρής νομισματικής πολιτικής τελειώνει, ενώ σημειώνονται εξωτερικές αναταράξεις, όπως π.χ. στην Ιταλία αλλά και στην Τουρκία, που επηρεάζουν σοβαρά τα ελληνικά ομόλογα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «παρά την αναμφισβήτητη πρόοδο της ελληνικής οικονομίας από το 2010 μέχρι σήμερα (...) παραμένουν ακόμη σημαντικά προβλήματα όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, η χαμηλή πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας, το υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, η υψηλή ανεργία, το μεγάλο επενδυτικό κενό»...