Ορισμένα ενδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι οι σύγχρονες λαϊκές ανάγκες είναι ασύμβατες με την ανάπτυξη για το κεφάλαιο
Οι διαπιστώσεις αυτές περιέχονται σε έκθεση του ΟΗΕ για την «ακραία φτώχεια» στις ΗΠΑ και είναι ενδεικτικές για τις κοινωνικές αντιθέσεις που οξύνονται στην πρώτη ιμπεριαλιστική δύναμη, όπου οι «ευκαιρίες» για το κεφάλαιο μεταφράζονται σε ένταση της εκμετάλλευσης για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, όπως και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Τα στοιχεία που αξιοποιεί η έκθεση προέρχονται από τα στατιστικά δεδομένα που συγκεντρώνουν οι ομοσπονδιακές αρχές των ΗΠΑ κάθε χρόνο, από την εποχή του Προέδρου Λίντον Τζόνσον (1963 - 1969). Σταχυολογούμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία που δόθηκαν για το 2017:
Βέβαια, τα πραγματικά δεδομένα είναι πολύ χειρότερα αν μέτρο σύγκρισης αποτελέσουν οι σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων (ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μια προηγμένη καπιταλιστική δύναμη όπως η Αμερική) και όχι τα υποτιμημένα κριτήρια που θέτει το αστικό κράτος στη στατιστική καταγραφή της φτώχειας.
Συνέπεια όλων όσα περιγράφονται πιο πάνω, αλλά και των μηχανισμών διαχείρισης της φτώχειας που αξιοποιεί το κράτος στις ΗΠΑ, είναι να αυξάνεται ο αριθμός εκείνων που απευθύνονται σε «τράπεζες τροφίμων» για να επιβιώσουν. Ενδεικτικά, τα φτωχά λαϊκά νοικοκυριά που πήραν βοήθεια σε τρόφιμα αυξήθηκαν από το 19,6% το 1989 στο 31,8% το 2015.
Σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω από 46 εκατ. Αμερικανοί εξαρτώνται από τις «τράπεζες τροφίμων», στις οποίες η ζήτηση έχει ανέβει κατά 30% από τα επίπεδα του 2007.
Παρά την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και την «αύξηση της απασχόλησης», οι δουλειές που δημιουργούνται στη χώρα είναι κατά βάση χωρίς ασφάλεια, χωρίς επιδόματα, χωρίς ιατροφαρμακευτική κάλυψη, χωρίς περίθαλψη, με ωρομίσθια και αποδοχές που δεν μπορούν να καλύψουν ούτε στοιχειώδεις ανάγκες.
Την ίδια ώρα, η διαχείριση της φτώχειας από το κράτος εξελίσσεται σε έναν ακόμα μηχανισμό έμμεσης χρηματοδότησης μεγάλων πολυεθνικών ομίλων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αλυσίδα λιανικής «Walmart», τον μεγαλύτερο εργοδότη στις ΗΠΑ, η οποία «επιδοτείται» με 2,6 δισ. δολάρια, που δίνονται στους χαμηλόμισθους ως κουπόνια για την αγορά τροφίμων...
Η κατάσταση αυτή, βέβαια, δεν είναι τωρινή. Διαχρονικά οι κυβερνήσεις στις ΗΠΑ, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι, παίρνουν μέτρα για την ενίσχυση των πολυεθνικών ομίλων, που βαθαίνουν την εκμετάλλευση για τους εργαζόμενους, αυξάνουν τη σχετική και απόλυτη φτώχεια, οδηγούν σε κατάρρευση τα κρατικά συστήματα Υγείας και επιφυλάσσουν υποτυπώδη «στήριξη» των φτωχών, με μηχανισμούς ανακύκλωσης της φτώχειας.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το τελευταίο, είναι χαρακτηριστικό το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε στις 21 Ιούνη στο Κογκρέσο των ΗΠΑ, το οποίο περιορίζει ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των Αμερικανών στις υπηρεσίες Πρόνοιας, ακόμα και στα κουπόνια σίτισης.
Σύντομα, οι Αμερικανοί από 18 έως 59 ετών θα μπορούν να πάρουν κουπόνια σίτισης μόνον εφόσον έχουν τουλάχιστον μία δουλειά ημιαπασχόλησης ή έχουν εγγραφεί σε σεμινάρια επαγγελματικής κατάρτισης για 20 ώρες τη βδομάδα. Οπως αποδεικνύεται, ακόμα και η πρόσβαση στα συσσίτια της φτώχειας θα γίνεται με... κριτήρια και όρους!
Η Μοντίν Φολ είναι μία 56χρονη Αφροαμερικανίδα με δύο ανήλικα παιδιά. Ολη της τη ζωή την πέρασε κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Πότε τετράωρα, πότε εξάωρα, η ζωή περνούσε μεροδούλι - μεροφάι. Μετά από μία μικρή περιπέτεια της υγείας της, έμεινε άστεγη στα 56. Αν και εξακολουθεί να έχει δύο δουλειές, μία ως καθαρίστρια και μία ως εργάτρια στο κέτερινγκ μονάδας εστίασης, μετά βίας καταφέρνει να εξασφαλίσει τα προς το ζην για αυτήν και τα παιδιά της.
Για μόνιμη στέγη, ούτε συζήτηση! Ζει περιστασιακά ως «φιλοξενούμενη» μαζί με τα δύο παιδιά σε «κοινωνικούς ξενώνες». Αλλες φορές κοιμούνται σε καταφύγια αστέγων ή στο δρόμο. Οι πενιχρές αμοιβές δεν εξασφαλίζουν τα χρήματα για εγγύηση ενοικίου. Είναι τόσο λίγα που αποκλείουν κάθε πιθανότητα αποταμίευσης. «Παλεύεις μέρα με τη μέρα να επιβιώσεις», δηλώνει με πικρό χαμόγελο σε δημοσιογραφικό δίκτυο.
Η περίπτωση της συγκεκριμένης εργάτριας δεν είναι σπάνια. Παρόμοιο αγώνα για επιβίωση απέναντι στη φτώχεια και την ανέχεια δίνουν σήμερα πάνω από 41 εκατ. Αμερικανοί. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς (19 εκατ.) ζουν σε ακόμη χειρότερη κατάσταση. Δεν έχουν το παραμικρό εισόδημα ή φυτοζωούν, με πενιχρά «επιδόματα» ή τρόφιμα από τις τοπικές αρχές ή κοινωνικές οργανώσεις.
Οι «εργαζόμενοι φτωχοί» στις ΗΠΑ (working poor) ζουν μεροδούλι - μεροφάι. Εάν προσβληθούν από μία σοβαρή ασθένεια ή το σπίτι τους υποστεί σημαντικές υλικές ζημιές από φυσική καταστροφή, τότε βρίσκονται σύντομα στους πέντε δρόμους.
Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέει ο επικεφαλής της ΜΚΟ «Safehouse Outreach», με έδρα την Τζόρτζια, από τις πολλές που βρίσκουν εύφορο έδαφος να δραστηριοποιηθούν στη διαχείριση της φτώχειας: «Τουλάχιστον το 40% των 4.000 ατόμων που σερβίρουμε είναι εργαζόμενοι. Εχουν δύο και τρεις δουλειές. Εχουν παιδιά και προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα. Αλλοι φιλοξενούνται σε κάποιον συγγενή ή φίλο. Αλλοι σε εγκαταλελειμμένα κτίρια. Αλλοι στα αυτοκίνητά τους. Αλλοι σε ξενώνες. Πάνε εκεί, έρχονται, τρώνε. Δουλεύουν και ξανά από την αρχή...».
Την ίδια ώρα, τα επίσημα στοιχεία καταγράφουν μείωση της ανεργίας, αλλά και αύξηση του αριθμού των υποαπασχολούμενων.