ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 27 Σεπτέμβρη 2019
Σελ. /24
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
Συζήτηση για τον προϋπολογισμό σε «περίοδο παγκόσμιων αλλαγών»

Στον «μεταβαλλόμενο ρόλο των ΗΠΑ», στην «αυξανόμενη επιρροή της Κίνας», στη «γεωστρατηγική αναζωπύρωση» της Ρωσίας και στο Brexit αναφέρθηκε η καγκελάριος

O υπουργός Οικονομικών, Ολ. Σολτς, και η Αγκ. Μέρκελ στη χτεσινή συζήτηση του προϋπολογισμού

Copyright 2019 The Associated

O υπουργός Οικονομικών, Ολ. Σολτς, και η Αγκ. Μέρκελ στη χτεσινή συζήτηση του προϋπολογισμού
«Σε περίοδο παγκόσμιων αλλαγών», όπως επισήμανε στις 11/9 η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα Μέρκελ, έγινε στη γερμανική Βουλή η συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2020, «φωτογραφίζοντας» τις παγκόσμιες «προκλήσεις» και τον οξύτατο ανταγωνισμό σε κάθε γωνιά του κόσμου. Καθόλου τυχαία, σημαντικό μέρος της ομιλίας της καγκελαρίου αφορούσε αυτές τις «παγκόσμιες αλλαγές».

Η ΕΕ, υπογράμμισε η Μέρκελ, χάνει ένα σημαντικό κράτος - μέλος και θα έχει έναν οικονομικό «ανταγωνιστή στο κατώφλι της» μετά το Brexit, «ακόμη και αν θέλουμε να διατηρήσουμε στενή συνεργασία στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας, ακόμη και αν θέλουμε να διατηρήσουμε φιλικούς δεσμούς». Η έξοδος της Βρετανίας θα αποδυναμώσει την ΕΕ, είπε η Μέρκελ, αλλά ταυτόχρονα «είναι μια στιγμή που η Ευρώπη θα μπορούσε να αναπτύξει νέα δύναμη». Εκτίμησε ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια για έξοδο της Βρετανίας με συμφωνία, αλλά τόνισε ότι η Γερμανία είναι προετοιμασμένη και για «άτακτο Brexit».

Μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας και Ρωσίας

Εκτός από το Brexit, o μεταβαλλόμενος ρόλος των ΗΠΑ, η αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, η «εντεινόμενη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας» και η «γεωστρατηγική αναζωπύρωση» της Ρωσίας «έχουν βαθιές συνέπειες για την Ευρώπη» και ενόψει της «παγκόσμιας μετατόπισης δυνάμεων» η Μέρκελ ζήτησε στενότερη συνεργασία και μεγαλύτερη σύγκλιση στην ΕΕ.

Οπως χαρακτηριστικά είπε, σήμερα έχουν προκύψει «εντελώς διαφορετικοί παγκόσμιοι συσχετισμοί δυνάμεων»: «Από τη μια πλευρά, εξακολουθεί να υπάρχει μια στρατιωτική και οικονομική υπερδύναμη - οι ΗΠΑ - με την οποία η Ευρώπη συνδέεται στενά και παρά τις διαφορές απόψεων υπάρχουν βαθιά κοινά σημεία». Ωστόσο, οι ΗΠΑ δεν θα παίζουν πια το «ρόλο του προστάτη για εμάς τους Ευρωπαίους, όπως στον Ψυχρό Πόλεμο», «η συμβολή της Ευρώπης απαιτείται πιο έντονα», παρουσιάζοντας «εύσχημα» τις αντιθέσεις στις διατλαντικές σχέσεις που όλο και πυκνώνουν σε μια σειρά από μέτωπα.

Από την άλλη, συνέχισε η καγκελάριος, «έχουμε την Κίνα με ταχεία οικονομική άνοδο, με αυξανόμενες στρατιωτικές δυνάμεις, που δεν συμμετέχει σε κανενός είδους καθεστώς αφοπλισμού», όπως την κατηγορούν οι ΗΠΑ και η Ρωσία με αφορμή και την ακύρωση και ενδεχόμενη επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης INF. Οπως ανέφερε η Μέρκελ, κατά το ταξίδι της στην Κίνα την περασμένη βδομάδα διαπίστωσε και πάλι την «απίστευτη δυναμική και την αποφασιστικότητα που αναπτύσσεται εκεί». «Η Κίνα έχει πλέον αυξανόμενη ευθύνη στην πολυμερή τάξη», εξήγησε η Αγκ. Μέρκελ και υποστήριξε αφενός ότι το Βερολίνο κάνει σωστά που μπαίνει σε διάλογο με το Πεκίνο και αφετέρου ότι η Ευρώπη πρέπει να υποστηρίξει μια πολιτική η οποία στηρίζει το ελεύθερο εμπόριο.

Η ΕΕ πρέπει «να αφήσει το αποτύπωμά της» στις διεθνείς συγκρούσεις

Ενα από τα βασικά «καθήκοντα» που η Γερμανία βλέπει για την ΕΕ επιδιώκοντας να αναβαθμίσει τη δική της θέση στις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις για σφαίρες επιρροής, ενεργειακούς και εμπορικούς δρόμους, επενδύσεις κ.λπ., είναι η μεγαλύτερη εμπλοκή - στρατιωτική και διπλωματική - στις διεθνείς συγκρούσεις.

«Η Ευρώπη πρέπει να αφήσει ένα αποτύπωμα στην επίλυση των συγκρούσεων ανά τον κόσμο», υπογράμμισε η Αγκ. Μέρκελ και αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο Ιράν, στη Συρία, στην Ουκρανία και τη Λιβύη. Εξάλλου, προσδιορίζοντας τον ρόλο της Γερμανίας ως παγκόσμιου «παίκτη», τόνισε πως «αναμένεται από μας όχι μόνο να είμαστε ένα ισχυρό οικονομικό έθνος, αλλά και να συμβάλλουμε στην ασφάλεια και την ειρήνη».

Από τη μία, «πρέπει να ενισχύσουμε τη διατλαντική συμμαχία και γι' αυτό είναι σημαντικό να τηρήσουμε τις υποσχέσεις μας και στον στρατιωτικό τομέα», είπε η Γερμανίδα καγκελάριος. Αναφερόμενη στις επικρίσεις των ΗΠΑ, είπε ότι η Γερμανία θα πρέπει να κινηθεί προς τον ΝΑΤΟικό στόχο για αύξηση των αμυντικών δαπανών της στο 2% έως το 2024. Από την άλλη, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει ότι η ΕΕ «θέλει να οικοδομήσει έναν ξεχωριστό πυλώνα άμυνας με την κοινή αμυντική πολιτική στο πλαίσιο της PESCO και αναπτύσσοντας κοινά ευρωπαϊκά εξοπλιστικά προγράμματα», σηματοδοτώντας έναν σαφή διαχωρισμό ως προς τις ΗΠΑ και άλλες ΝΑΤΟικές χώρες.

Κλίμα, νέες τεχνολογίες και εμπόριο

«Η Γερμανία πρέπει τεχνολογικά να φτάσει και πάλι στο επίπεδο της εποχής και η Ευρώπη πρέπει να γίνει η ατμομηχανή της πολιτικής για το κλίμα», ένα ζήτημα που συνδέεται με τις «πράσινες» επενδύσεις, τις νέες τεχνολογίες και την καινοτομία, τομείς όπου η ΕΕ και η Γερμανία έχουν μείνει σχετικά πίσω στον διεθνή ανταγωνισμό.

«Αν προχωρήσουμε στην προστασία του κλίματος, θα κοστίσει χρήματα. Χρήματα που δαπανώνται καλά», είπε η Αγκ. Μέρκελ. Ομως, «αν το αγνοήσουμε, θα μας κοστίσει περισσότερα χρήματα», προειδοποίησε. Ακόμη, η ΕΕ πρέπει να καλύψει τη διαφορά (με ΗΠΑ, Κίνα) στις νέες τεχνολογίες, είπε η καγκελάριος, καθώς «η Ευρώπη δεν είναι πλέον τεχνολογικά πρωτοπόρα σε όλους τους τομείς», όπως στην παραγωγή τσιπ, στις επιχειρηματικές πλατφόρμες, στη διαχείριση δεδομένων και την παραγωγή μπαταριών για την ηλεκτροκίνηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Μέρκελ αναφέρθηκε στην προώθηση εναλλακτικών κινητήρων και την αύξηση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων στους γερμανικούς δρόμους, καθώς ο παγκόσμιος ανταγωνισμός σε αυτόν τον τομέα είναι οξύτατος.

Ως προς το εμπόριο η Γερμανίδα καγκελάριος πρόταξε το καθήκον η ΕΕ να διαπραγματευτεί για μια εμπορική συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών με τη Μεγάλη Βρετανία (μετά το Brexit) και με τις ΗΠΑ και επανέλαβε την ανάγκη να καταλήξει η συμφωνία για την προστασία των επενδύσεων με την Κίνα.

Διεθνείς πιέσεις για περισσότερες δαπάνες

Κι ενώ η γερμανική κυβέρνηση διατηρεί και το 2020 τον ισοσκελισμένο κρατικό προϋπολογισμό της («μαύρο μηδέν»), αυξάνεται η πίεση διεθνώς, ειδικά για να αυξηθεί το γερμανικό κρατικό χρέος.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) απηύθυνε για ακόμη μια φορά έκκληση στο Βερολίνο να επιδιώξει μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική ως «αντίδοτο» στην επερχόμενη οικονομική κρίση. Η Γερμανία δεν θα πρέπει να περιμένει μια οικονομική κρίση, αλλά ήδη να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις, δήλωσε ο επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ευρώπη, Πολ Τόμσεν, στο «Bloomberg». «Το χρέος δεν θα εμποδίσει τη Γερμανία να λαμβάνει καλά φορολογικά και διαρθρωτικά μέτρα», είπε. Ενδεικτικά κάλεσε σε περισσότερες δημόσιες δαπάνες στις υποδομές, στην ψηφιοποίηση και την απασχόληση των γυναικών.

Αλλά και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών σε πρόσφατη έκθεσή του προτρέπει τη Γερμανία να ενισχύσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση.

Η Αγκ. Μέρκελ επέμεινε πως η Γερμανία θα τηρήσει ξανά τον ισοσκελισμένο προϋπολογισμό χωρίς να δημιουργήσει νέο χρέος, ενώ εξήγησε ότι η καθυστέρηση στις δημόσιες επενδύσεις δεν οφείλεται σε έλλειψη κρατικών δαπανών, αλλά στον ελλιπή προγραμματισμό.

Σε ύφεση το γ' τρίμηνο

Στο μεταξύ, χτες το ινστιτούτο Ifo αναθεώρησε πτωτικά την πρόβλεψή του για τον ρυθμό ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας το 2019 και προέβλεψε ότι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία θα πληγεί από ύφεση το γ' τρίμηνο. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, ο φετινός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται στο 0,5% του ΑΕΠ από 0,6%. Η γερμανική οικονομία πιθανόν θα συρρικνωθεί κατά 0,1% το γ' τρίμηνο, το οποίο θα σημαίνει ύφεση ύστερα από αντίστοιχη συρρίκνωση κατά την περίοδο Απρίλη - Ιούνη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων μηνών, η ύφεση είναι αναμενόμενη και εξαιτίας της μείωσης των γερμανικών εξαγωγών λόγω της εμπορικής διαμάχης ΗΠΑ - Κίνας, της αβεβαιότητας σχετικά με το Brexit κ.λπ.

Παρουσιάζοντας την Τρίτη τον προϋπολογισμό του 2020, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Ολαφ Σολτς (SPD), ισχυρίστηκε πως η Γερμανία διαθέτει «σταθερά οικονομικά θεμέλια» και «επαρκείς πόρους» για την καταπολέμηση της ύφεσης και «θα το κάνουμε όταν εμφανιστεί». Η Γερμανία, είπε, «είναι σε θέση να αντιμετωπίσει με πολλά, πολλά δισεκατομμύρια ευρώ (σ.σ. σε επενδύσεις, κίνητρα κ.λπ.) μια οικονομική κρίση αν τελικά ξεσπάσει στη Γερμανία και στην Ευρώπη». «Αυτό είναι κεϋνσιανισμός - αν θέλετε να το πείτε έτσι - μια ενεργή πολιτική ενάντια στην κρίση», τόνισε ο Σολτς.

Ωστόσο, τα όποια πολιτικά μέτρα αστικής διαχείρισης, όπως έχει αποδειχτεί, έχουν περιορισμένη δυνατότητα να μεταθέσουν χρονικά και να αμβλύνουν ουσιαστικά το βάθος μιας επερχόμενης νέας κρίσης. Τέτοια μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις (π.χ. επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για τη στήριξη των νέων επενδύσεων κ.ά.) δεν μπορούν να αναιρέσουν την αιτία εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης, που πηγάζει απ' την ίδια τη λειτουργία του συστήματος, δεν μπορούν να διασφαλίσουν ελεγχόμενη απαξίωση του μεγάλου μεγέθους υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, που λιμνάζει και δεν βρίσκει σήμερα διεξόδους ικανοποιητικής κερδοφορίας. Σε κάθε περίπτωση οι μεγάλοι χαμένοι (θα) είναι οι εργαζόμενοι, θύματα μαζικών απολύσεων και περικοπών.


E. M.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ